Οικονομία και πολιτική
Προσχέδιο προϋπολογισμού: Αντεργατική απάτη

21/9, Πανεργατική απεργία στην Αθήνα. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

«Ο προϋπολογισμός του 2024 είναι ο πρώτος μετά από δεκατρία έτη που καταρτίζεται με το αξιόχρεο της χώρας να έχει ανακτήσει την επενδυτική του βαθμίδα». Με αυτή τη θριαμβευτική φράση ανοίγει το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2024 που κατέθεσε τη Δευτέρα στη Βουλή ο Κώστας Χατζηδάκης. Ο θριαμβευτικός τόνος, όμως, είναι παραπλανητικός. Για δυο λόγους: πρώτον γιατί από τους τέσσερις αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Ένωση οίκους αξιολόγησης μόνο ένας, η σχετικά άγνωστη  DBRS Moingstar βαθμολόγησε το ελληνικό χρέος «πάνω από τη βάση». Οι τρεις άλλοι εξακολουθούν να κατατάσσουν τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου στην κατηγορία του «σκουπιδιού». 

Ο δεύτερος -και πιο σημαντικός- λόγος είναι ότι οι αναβαθμίσεις στηρίχτηκαν σε καθαρά πολιτικούς λόγους, στο γεγονός δηλαδή ότι οι εκλογές του Ιουνίου ανέδειξαν ξανά στην εξουσία μια ακραία νεοφιλελεύθερη και κοινωνικά ανάλγητη κυβέρνηση. Η Moody's, για παράδειγμα, που αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας τον Σεπτέμβρη κατά δυο μονάδες (αλλά την άφησε παρόλα αυτά κάτω από τη βάση) στήριξε την εκτίμησή της στο γεγονός ότι «η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κεντροδεξιάς κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Ιουνίου παρέχει υψηλό βαθμό πολιτικής και κυβερνητικής βεβαιότητας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ενισχύοντας τη συνεχή εφαρμογή των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και τον σχεδιασμό περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Με απλά λόγια οι οίκοι αξιολόγησης πανηγυρίζουν γιατί ο Μητσοτάκης κέρδισε της εκλογές και η κυβέρνηση του Μητσοτάκη κομπάζει επειδή οι οίκοι αξιολόγησης πανηγυρίζουν.  

Κυβέρνηση πλουσίων

Το «προσχέδιο» επιβεβαιώνει στο ακέραιο τις εκτιμήσεις  ότι η «νέα κυβέρνηση που αναδείχτηκε από τις εκλογές του Ιουνίου» είναι μια κυβέρνηση των πλούσιων. Το «προσχέδιο» προβλέπει αυξημένα έσοδα για το δημόσιο το 2024 κατά 4,9% σε σχέση με τη χρονιά που διανύουμε. Από αυτά, η μερίδα του λέοντος θα προέλθει από τους φόρους που αναμένεται να αυξηθούν κατά 8,1%. Από τα 61 δις που προβλέπει ότι θα εισπράξει το δημόσιο από φόρους το 2024, τα 34 θα προέλθουν από τους φόρους κατανάλωσης (ΦΠΑ κλπ) – φόρους που πληρώνει κύρια η εργατική τάξη. Ο Χατζηδάκης λέει ότι αυτή η αύξηση οφείλεται «στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης  της ελληνικής οικονομίας», στην αύξηση της κατανάλωσης δηλαδή. Πρόκειται για ξετσίπωτο ψέμα. Η κατανάλωση των λαϊκών νοικοκυριών έχει μειωθεί κατακόρυφα, όπως εμπειρικά ξέρουμε όλοι. Σε μια πρόσφατη έρευνα το 60% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δυσκολεύεται να αγοράσει ακόμα και τα βασικά αγαθά. Αυτό που έχει αυξηθεί είναι οι τιμές – και οι φόροι υπολογίζονται όπως είναι γνωστό επί των τιμών. Το 8,1% που αναμένει να εισπράξει παραπάνω από τους έμμεσους φόρους η κυβέρνηση δεν είναι μέτρο της επιτυχίας της: είναι μέτρο της επίθεσης στις ζωές των φτωχών. 

Υπάρχουν άλλωστε και κάποιοι που θα δούνε τους φόρους τους να μειώνονται σημαντικά. Οι κερδοσκόποι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Για την «αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς» μας πληροφορεί το προσχέδιο προβλέπεται «η μείωση κατά 50% του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών», η «κατάργηση του φόρου τόκων ομολόγων σε κρατικά ομόλογα» και η «μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου» κατά 60% (από 0,5% σε 0,2%). Η κυβέρνηση αυτή έχει πάντα και ένα νέο δώρο για τα δικά της παιδιά.