Στις 2 το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου του 1973, πριν από πενήντα χρόνια, ο αιγυπτιακός στρατός, μετά από μια σαρωτική αεροπορική επιδρομή που κατέστρεψε τις ισραηλινές υποδομές, πέρασε τη διώρυγα του Σουέζ και άρχισε να προελαύνει στη χερσόνησο του Σινά. Την ίδια ώρα οι στρατιωτικές δυνάμεις της Συρίας χτύπησαν το Ισραήλ από το βορρά, εισβάλλοντας στα υψώματα του Γκολάν. Έτσι ξεκίνησε «ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ» που, όταν τέλειωσε είκοσι μέρες αργότερα, το τοπίο στη Μέση Ανατολή, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, είχε εντελώς αλλάξει. Αυτός ο πόλεμος έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο συνολικά στη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής και την κλιμάκωση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τους τοπικούς υποϊμπεριαλισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και στην επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Τη χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα του Γκολάν το Ισραήλ τα είχε καταλάβει μαζί με τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ στην διάρκεια του προηγούμενου «πολέμου των έξι ημερών» το 1967 ενάντια στις αραβικές γειτονικές του χώρες. Το 1967 το κράτος του Ισραήλ με την συντριπτική νίκη του είχε αποδείξει ότι μπορεί να είναι το μαντρόσκυλο του Δυτικού ιμπεριαλισμού στην Μέση Ανατολή, τετραπλασιάζοντας το μέγεθός του με την πρόσθεση νέων εδαφών σ’ αυτά που είχε ήδη αρπάξει από τους Άραβες το 1948.
Η καλά προετοιμασμένη αιφνιδιαστική κοινή συρο-αιγυπτιακή επίθεση τη μέρα του Γιομ Κιπούρ, της μεγαλύτερης εβραϊκής εορτής, έπιασε στον ύπνο τις Υπηρεσίες Πληροφοριών του Ισραήλ αλλά και των ΗΠΑ. Τις πρώτες τρεις μέρες ο αιγυπτιακός στρατός προέλασε πολλά χιλιόμετρα μέσα στη χερσόνησο του Σινά. Το απόγευμα τις 7ης Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατηγός Νταγιάν τρομαγμένος έλεγε στην πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ πως «αυτό είναι το τέλος του τρίτου ναού». («Τρίτος Ναός» ήταν η αλληγορική ονομασία του Ισραηλινού Κράτους, αλλά ήταν επίσης και ο κωδικός για τα πυρηνικά όπλα που διέθετε το Ισραήλ). Η Μέιρ στις 8 Οκτωβρίου εξουσιοδότησε τη συναρμολόγηση 13 ατομικών βομβών των 20 κιλοτόνων.
Με την έναρξη των εχθροπραξιών, η Αμερικανική ηγεσία περίμενε ότι γρήγορα η τροπή του πολέμου θα γυρνούσε υπέρ του καλύτερα εξοπλισμένου Ισραηλινού Στρατού και ότι οι αραβικές στρατιές θα έχαναν ολοκληρωτικά μέσα σε τρεις μέρες. Όμως, ως τις 9 Οκτωβρίου έγινε ξεκάθαρο πως τέτοια γρήγορη μεταστροφή δεν θα γινόταν και πως οι απώλειες των Ισραηλινών ήταν αναπάντεχα υψηλές. Εκείνη τη μέρα, ο Πρόεδρος Νίξον διέταξε την έναρξη της επιχείρησης Nickel Grass (Νικελωμένο Γρασίδι), μιας αμερικανικής αερομεταφοράς ασύλληπτων διαστάσεων για να αντικατασταθούν όλες οι υλικές απώλειες του Ισραήλ. Ως το τέλος της επιχείρησης, οι ΗΠΑ είχαν στείλει 22.395 τόνους υλικού. Ανάμεσα στις προμήθειες που στάλθηκαν ήταν εξοπλισμός τελευταίας τεχνολογίας, όπως οι πύραυλοι AGM-65 Maverick και οι BGM-71 TOW, που είχαν μπει στην παραγωγή τρία χρόνια πριν, μαζί με εκπαιδευτές του Αμερικανικού Στρατού. Ταυτόχρονα οργάνωσαν και μια θαλάσσια επιχείρηση μεταφοράς, δίνοντας στο Ισραήλ 33.210 τόνους έως τις 30 Οκτωβρίου. Η τεράστια αμερικανική βοήθεια επέτρεψε στο Ισραήλ να περάσει στην αντεπίθεση. Όταν στις 22 Οκτωβρίου ψηφίστηκε η ομόφωνη απόφαση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μετά από διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, που καλούσε για κατάπαυση του πυρός, ο ισραηλινός στρατός είχε ήδη αναχαιτίσει τους αντιπάλους του.
Ο αντισιωνιστής Ισραηλινός ιστορικός Ιλάν Παπέ γράφει στο βιβλίο του «Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης»: «Ο πόλεμος του 1973 μπορούσε να είχε τελειώσει με μια καταστροφική ήττα του Ισραήλ, αν ο Σαντάτ και ο Άσαντ [οι ηγέτες της Αιγύπτου και της Συρίας αντίστοιχα], δεν ήταν τόσο διστακτικοί και αν δεν οργάνωναν οι Αμερικανοί μια εντατική επιχείρηση υποστήριξης στο Ισραήλ που ανέτρεψε την αρχική στρατιωτική ισορροπία». Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Ιλάν Παπέ, στόχος του Σαντάτ και του Άσαντ δεν ήταν η απελευθέρωση των Παλαιστίνιων, αλλά ένας περιορισμένος πόλεμος με αντικειμενικό σκοπό να σύρουν το Ισραήλ σε διαπραγματεύσεις που μέχρι τότε αρνιόταν. Πραγματικά, μετά το Γιομ Κιπούρ η χερσόνησος του Σινά επιστράφηκε στην Αίγυπτο, αλλά οι Παλαιστίνιοι εγκαταλείφθηκαν και στις πλάτες τους λίγα χρόνια αργότερα Αίγυπτος και Ισραήλ υπέγραψαν τις συμφωνίες «ειρήνης» του Καμπ Ντέιβιντ υπό την αιγίδα των ΗΠΑ.
Εξελίξεις
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ καθόρισε τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις παγκόσμια. Οικονομικά, το εμπάργκο που επέβαλαν οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες στη Δύση σαν απάντηση στην αμερικάνικη βοήθεια στο Ισραήλ, απογείωσε τις τιμές του πετρελαίου και επιτάχυνε την παγκόσμια οικονομική κρίση που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Γεωπολιτικά, όπως έγραφε ο Νίκος Λούντος στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, το 2014:
«Ο ίδιος ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος του 1973 ήταν ένα σημαντικό δείγμα της απώλειας ελέγχου –και από τις δύο υπερδυνάμεις. Η ΕΣΣΔ δεν καταφέρνει να συγκρατήσει την Αίγυπτο και τη Συρία να εμπλακούν στον πόλεμο. Ούτε όμως και οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να σταματήσουν τις εξελίξεις. Δεν προβλέπουν σωστά την κατάσταση και τις επιπτώσεις, καθησυχάζουν το Ισραήλ πριν τον πόλεμο και όταν τελικά αρχίζουν να στέλνουν όπλα, προκαλούν το εμπάργκο των αραβικών κρατών.
Οι άρχουσες τάξεις σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο παίρνουν θέση μπροστά στη νέα μοιρασιά. Μέσα σε συνθήκες αυξημένων τιμών των πρώτων υλών, ολόκληρη η συζήτηση για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο ξανανοίγει. Ενώ, ταυτόχρονα, η ‘δια αντιπροσώπων’ σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή οδηγεί τις άρχουσες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας να διαγκωνίζονται για το ποιος θα αποκτήσει το πάνω χέρι ως καλύτερος συνεργάτης των ΗΠΑ. Οι έλληνες εφοπλιστές που ήδη έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους στη μεταφορά πετρελαίου από τις χώρες του Κόλπου δεν θέλουν να χάσουν το ρόλο τους. Στην Κύπρο αυτή η αντιπαράθεση θα μεταφραστεί σε κλιμάκωση των σφαγών».
Η Χούντα και οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην μεταφορά εξοπλισμού στο Ισραήλ από τις ΗΠΑ. Ο τότε αμερικάνος υφυπουργός εξωτερικών Σίσκο σε μια απόρρητη έκθεσή του εκείνες τις μέρες, έγραφε: «Η ελληνική κυβέρνηση δεν επέβαλε κανένα περιορισμό στις κινήσεις των σκαφών του Έκτου Στόλου». Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συμπλήρωνε: «Η Σούδα αποδείχθηκε πολύτιμη για τον ανεφοδιασμό, όπως και η βάση επικοινωνιών στη Νέα Μάκρη και η αεροπορική βάση στο Ηράκλειο της Κρήτης». Ο αρχηγός του Ναυτικού των ΗΠΑ υπενθύμιζε ότι: «Υποστηρίζαμε την επιχείρηση αερομεταφοράς στο Ισραήλ από ελληνικά λιμάνια». Και ο υφυπουργός Άμυνας Σλέσινγκερ δήλωνε: «Η Ελλάς και η Τουρκία εμφανίστηκαν με όμοια στάσιν [τυπική ουδετερότητα]. Αλλά η Ελλάς ήτο πράγματι συνεργάσιμος… Μπορέσαμε και χρησιμοποιήσαμε τον Έκτον Στόλον βασιζόμενοι επί των ελληνικών διευκολύνσεων». (Αναφέρονται όλα στο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο»).
Ένα μήνα μετά το Γιομ Κιπούρ έγινε η εξέγερση του Νοέμβρη 1973. Το σύνθημα «Έξω αι ΗΠΑ» που βλέπουμε στις φωτογραφίες να είναι γραμμένο στις κολώνες της πύλης του Πολυτεχνείου, δεν φανέρωνε μόνο τη βαθιά πεποίθηση του κόσμου για τον βρόμικο ρόλο των ΗΠΑ στην επιβολή της δικτατορίας το 1967. Φανέρωνε και τη σύγκρουση του αντιδικτατορικού κινήματος με τον πολύ συγκεκριμένο ρόλο που έπαιξαν τότε οι αμερικάνικες βάσεις –και εξακολουθούν να παίζουν και σήμερα είτε από τη Σούδα, είτε από την Αλεξανδρούπολη– σαν ορμητήριο για τις πολεμικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Για τη Χούντα στην Ελλάδα ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ ήταν ένα σταυροδρόμι. Βρέθηκε στριμωγμένη ανάμεσα στην πολιτική της ελεγχόμενης «φιλελευθεροποίησης» στην οποία είχε αναγκαστεί να καταφύγει κάτω από τις πιέσεις της οικονομικής κρίσης και πάνω απ’ όλα της αναδυόμενης μαζικής φοιτητικής και εργατικής αντίστασης, και της «σκληρής πυγμής» που χρειαζόταν για να μπορεί να αξιοποιήσει τις «ευκαιρίες» της νέας μοιρασιάς.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ βάθυνε ακόμα περισσότερο την κρίση της Χούντας. Η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον «σκληρό» Ιωαννίδη και η εγκατάλειψη των πειραμάτων «φιλελευθεροποίησης» είχε να κάνει και με το πώς η ελληνική άρχουσα τάξη αγωνιούσε για το πώς θα «πλασαριστεί» καλύτερα σαν ο καλύτερος συνεργάτης του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο, κλιμακώνοντας και τους ανταγωνισμούς με την Τουρκία. Όταν, οκτώ μήνες μετά, η Χούντα επιχείρησε το πραξικόπημα στην Κύπρο και τον πόλεμο με την Τουρκία, κατέρρευσε μαζί με την «επιστράτευση της σαγιονάρας», καθώς κανείς δεν ήταν διατεθημένος να πολεμήσει για χάρη των σφαγέων του Πολυτεχνείου.