Ιστορία
Με την Αντίσταση–ΠΑΝΤΑ, με τα πολεμοκάπηλα λαμόγια που ψάχνουν τη “σωστή” πλευρά–ΠΟΤΕ

Ο Μεταξάς ανάμεσα σε μέλη της ΕΟΝ που χαιρετούν φασιστικά

Κάθε χρονιά η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου δίνει αφορμή για τις πιο υποκριτικές δηλώσεις από τα στόματα των «επισήμων», της κυβέρνησης και των εκπροσώπων της. Δεκάρικοι λόγοι για «τότε που όλοι οι ελληνες μεγαλουργήσαμε μαζί» -άρα και σήμερα να «μεγαλουργήσουμε» βάζοντας εμείς τις θυσίες ώστε οι καπιταλιστές να αυγατίσουν τα κέρδη τους- μιλιταρισμός και εξοπλισμοί για να «αποτρέψουμε» τις «εξωτερικές απειλές». 

Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι εξαίρεση. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Μπακογιάννης αυτοπροβαλλόταν σαν η …αντιφασιστική απάντηση στον Κασιδιάρη, ενώ στην συνέχεια τα «παπαγαλάκια» της ΝΔ απέδιδαν το μαύρισμά του σε μια «ανίερη συμμαχία» με τους φασίστες. 

Και μπροστά στην επέτειο του πολέμου, θα ακούσουμε και άλλα. Τους Μητσοτάκηδες να συγκρίνουν την Ελλάδα με το Ισραήλ που ασκεί το «δικαίωμα στην αυτοάμυνα» όπως «κάναμε εμείς το ‘40» τότε απέναντι στον ιταλικό φασισμό σήμερα ενάντια στον «ισλαμοφασισμό». Και για να θυμηθούμε το κλισέ του Μητσοτάκη, και τότε και τώρα «η Ελλάδα βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας»: με τον Νετανιάχου που δολοφονεί στη Γάζα και με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που στέλνει τα αεροπλανοφόρα του για να «κρατήσει την πλάτη του Ισραήλ». 

Όταν ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τον Σεπτέμβρη του 1939, κανείς δεν τον παρουσίαζε ως αντιφασιστικό. Και σίγουρα όχι η δικτατορία του Μεταξά που είχε επιβληθεί τον Αύγουστο του 1936 σε συνεργασία με το Παλάτι και την έγκριση της Βρετανίας. Η επίσημη στάση της δικτατορίας του Μεταξά ήταν η «ουδετερότητα». 

Ο ένας λόγος ήταν οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία. O «Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός», το δημόσιο κάψιμο «αντεθνικών βιβλίων», η υποχρεωτική ένταξη των νέων στην ΕΟΝ, τα «τάγματα σκαπανέων», ήταν όλα δάνεια από τον φασισμό, τον ιταλικό και τον γερμανικό. Οι γερμανικές επιχειρήσεις εντωμεταξύ, εισέδυαν στα Βαλκάνια. Στο τέλος του 1937 το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών (καπνά, μεταλλεύματα) πήγαιναν στην Γερμανία.

Όμως, η ουδετερότητα της Ελλάδας ήταν και επιθυμία του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Η Βρετανία δεν είχε δυνάμεις να ανοίξει ένα μέτωπο εδώ και επίσης για πολλούς μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου επεδίωκε την «ευμενή ουδετερότητα» του… Μουσολίνι. Άλλωστε, στρατηγικά τα συμφέροντα των πιο ισχυρών μερίδων της άρχουσας τάξης ήταν με τη Βρετανία. Οι εφοπλιστές είχαν φυσικό σύμμαχο και προστάτιδα την «θαλασσοκράτειρα» Βρετανική Αυτοκρατορία, το παροικιακό κεφάλαιο, όπως η δυναστεία των Μπενάκηδων, πλούτιζε με τον ιδρώτα των αγροτών στην Αίγυπτο (βρετανικό προτεκτοράτο) οι τραπεζίτες έκαναν χρυσές δουλειές στο Σίτι του Λονδίνου. 

Τελικά ο Μουσολίνι αποφάσισε να επιτεθεί τον Οκτώβρη του 1940 για διάφορους λόγους. Είχε καταπιεί την Αλβανία, και είχε βλέψεις για τη Ρουμανία με τα πετρέλαιά της. Αλλά οι «απόγονοι των Ρωμαίων λεγεωνάριων», όπως τους παρουσίαζε, δηλαδή η ρουμάνικη μοναρχία, παζάρευε με τους Άγγλους και τελικά αποφάσισε να μπει κάτω από την ομπρέλα του Χίτλερ. 

Η επίθεση που εξαπέλυσε ο ιταλικός στρατός ήταν και κακά οργανωμένη και με ανεπαρκείς δυνάμεις. Αποκρούστηκε από τις πρώτες μέρες και από τα μέσα Νοέμβρη ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεσή του που τον έφερε βαθιά στο αλβανικό έδαφος. 

Ένας μύθος είναι ότι η επιτυχία εκείνης της αντεπίθεσης στηριζόταν στην «ελληνική ψυχή», στην «πολεμική αρετή των Ελλήνων» για να θυμηθούμε τα εμετικά κηρύγματα της χούντας. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή το ελληνικό γενικό επιτελείο είχε αποκτήσει το αριθμητικό πλεονέκτημα. 

Η πραγματικότητα του πολέμου κρύβεται από τις ηρωικές περιγραφές των εφορμήσεων με την ξιφολόγχη. Αυτές οι εφορμήσεις σταμάτησαν σιγά-σιγά καθώς το μέτωπο πάγωνε στην κυριολεξία πάνω στις κορυφογραμμές της Αλβανίας. Περίπου σαν το δυτικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου, μόνο που τις γραμμές των χαρακωμάτων τις διέκοπτε το άγριο τοπίο.

Όπως αναφέρει ο Θανάσης Χατζής που βρέθηκε στο μέτωπο φαντάρος και μετά έγινε ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ: «Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι ηγέτες των μετόπισθεν και των καταφυγίων και οι καλαμαράδες της Αθήνας, παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για τους Έλληνες φαντάρους και τους Ιταλούς τρομοκρατημένους λαγούς που φεύγανε μονάχα με το άκουσμα της ιαχής ‘Αέρα’. Κρύβανε την πραγματικότητα…». 

Κι αυτή η πραγματικότητα ήταν βομβαρδισμοί, προβλήματα στον εφοδιασμό, ψείρες, κρυοπαγήματα. Ο Ελ. Ειμαρμένος που ήταν επιστρατευμένος σε ειδική υπηρεσία στο μέτωπο περιγράφει την κατάσταση στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων: «Από είκοσι ημερών, 4-5 γιατροί του νοσοκομείου Ιωαννίνων χειρουργούσαν αδιάκοπα μέρα νύχτα, χωρίς να ξέρουν ποιον, χωρίς να ρωτάνε αν θέλει, πώς και πού τραυματίσθηκε, χωρίς αναισθητικά, χωρίς αρκετά φάρμακα, με εργαλεία ελλιπή, χωρίς γάντια, χωρίς να λένε λέξη. Ένας νοσοκόμος με ματωμένη ποδιά κουβαλούσε μέσα σε κουτιά τα κομμένα μέλη, δάκτυλα, πόδια, χέρια, μαυροκόκκινα. Κάθε γιατρός πριν τελειώσει καλά-καλά την εγχείρηση φώναζε: Άλλος, εμπρός...».

Ταξικό χάσμα

Αυτή ήταν η πραγματικότητα στο μέτωπο, αλλά δεν ίσχυε για όλους. Οι ανώτεροι αξιωματικοί έκαναν πόλεμο με όλες τις ανέσεις και τα προνόμια. Ενώ στα μετόπισθεν η «καλή κοινωνία» έκανε «πατριωτικούς εράνους» αλλά βασικά γλεντούσε. Στις εργατογειτονιές όμως άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της πείνας που σε λίγους μήνες θα γινόταν ο τρομερός λιμός του 1941-42. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος οι έφεδροι έτρεχαν να καταταγούν πράγματι «με το χαμόγελο στα χείλη» με πλήθη να τους αποχαιρετούν. Όμως, όσο συνεχιζόταν η σφαγή στα βουνά της Αλβανίας, το ταξικό χάσμα, η ανικανότητα και η υποκρισία των «από πάνω» γίνονταν οδυνηρά φανερά στα μάτια των πολλών.

Η ιταλική εισβολή έφερε τη δικτατορία του Μεταξά και επίσημα στο πλευρό των «δημοκρατιών», για την ακρίβεια της Βρετανίας, μιας και η άλλη «μεγάλη Δημοκρατία», η Γαλλία, είχε συνθηκολογήσει με τον Χίτλερ τον Ιούνη και η βουλή της έδινε την εξουσία στο δωσιλογικό καθεστώς του στρατάρχη Πεταίν. Ο «Άξονας» έμοιαζε να είναι στα πρόθυρα της νίκης και η γαλλική άρχουσα τάξη έψαχνε θέση στη «Νέα Τάξη». 

Αυτή η αναζήτηση της «σωστής πλευράς της ιστορίας» θα έθετε ένα διαλυτικό δίλημμα και στη «δική μας» άρχουσα τάξη. Όταν έγινε σαφές ότι η ναζιστική Γερμανία θα εισέβαλε στα Βαλκάνια, στην άρχουσα τάξη επικράτησε πανικός. Τμήματα του «πολιτικού προσωπικού» του καθεστώτος και των στρατηγών άρχισαν να αναζητούν μια «συνεννόηση» με την Γερμανία. 

Οι στρατηγοί που τον Δεκέμβρη ονειρεύονταν την προσάρτηση της Νότιας Αλβανίας, τον Απρίλη έτρεξαν να υπογράψουν τη συνθηκολόγηση και να υποδεχτούν τον ναζιστικό στρατό. Σχημάτισαν την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση με επικεφαλής τον στρατηγό Τσολάκογλου. H «επίσημη» κυβέρνηση, δηλαδή η συνέχεια της 4ης Αυγούστου, η βασιλική οικογένεια μαζί με όλο το σκυλολόι των παρατρεχάμενων και τον χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας πήγαν στην Αίγυπτο υπό την προστασία των Άγγλων. 

Οι φαντάροι, με τις τρομακτικές εμπειρίες του μετώπου χαραγμένες στο μυαλό και τα κορμιά τους, γύρισαν σε πόλεις και χωριά που ζούσαν για να βιώσουν μαζί με τους ανθρώπους τους τα χτυπήματα της πείνας, του θανάτου και της φασιστικής καταπίεσης. Ολόκληρη η άρχουσα τάξη βρέθηκε στην απέναντι πλευρά. Θα συνεργαζόταν είτε με τους ναζί, είτε με τους Εγγλέζους συμμάχους -συχνά και με τους δυο- ενώ κερδοσκοπούσε ασύστολα στην «κανονική» και στη «μαύρη» αγορά. Ο πόλεμος γέννησε την Αντίσταση και η αντιφασιστική Αντίσταση γέννησε την επανάσταση στην Ελλάδα.

Ο μεγάλος μαρξιστής επαναστάτης Παντελής Πουλιόπουλος, σημείωνε, απ’ τη φυλακή της Ακροναυπλίας:

«Ο ιταλοελληνικός πόλεμος είναι απλώς ένας τομέας του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου που γίνεται παγκόσμιος, είναι δηλαδή πόλεμος ιμπεριαλιστικός. Σε αυτόνε κρίνεται η κυριαρχία των μεσογειακών βάσεων και διαβάσεων του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην σύγκρουσή του με τον Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και μ’ αυτόν οι έλληνες ιμπεριαλιστές υπερασπίζοντας το έδαφος της εκμετάλλευσής τους, διεκδικούν συνάμα την επέκτασή τους στην Βαλκανική, στα νησιά της ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου και αλλού».

Οι επαναστάτες έλεγαν, για χρόνια, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτόν τον αγώνα σε δυνάμεις που θέλουν να την πνίξουν: τις αστικές τάξεις και τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις. Tο ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη είχε διαφορετική γραμμή. Στις 2 Νοέμβρη, δημοσιεύεται η περίφημη «Ανοιχτή Επιστολή» του: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη...», έγραφε. 

Ήταν ο προάγγελος μιας γραμμής που θα αφόπλιζε το κίνημα, ιδεολογικά και κυριολεκτικά τα επόμενα χρόνια: η γραμμή που έλεγε ότι αυτό που προέχει είναι η «Εθνική Ενότητα» στον «μεγάλο πόλεμο των Συμμάχων». Αυτή η στρατηγική έφερε τους συμβιβασμούς που οδήγησαν σε συντριβή το συγκλονιστικό κίνημα της Αντίστασης. Το κίνημα που έδιωξε τους ναζί, αλλά προδόθηκε από τη συμμαχία Τσώρτσιλ-Ρούζβελτ-Στάλιν.