«Οι προλετάριοι πέφτουν, τα μερίσματα ανεβαίνουν» έγραφε σε ένα διάσημο πλέον ρητό της στις αρχές του περασμένου αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι φτωχοί έγιναν περισσότεροι και φτωχότεροι μέσα στην περασμένη χρονιά στην Ελλάδα. Και τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων απογειώθηκαν. Διόλου περίεργο η κυβέρνηση δέχεται τώρα τα συγχαρητήρια των «διεθνών οργανισμών». Και τις συστάσεις τους όχι μόνο να συνεχίσει αλλά και να επιταχύνει την επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τους φτωχούς. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη, όπως λέει η λαϊκή παροιμία. Και όταν μιλάμε για το κεφάλαιο δεν μιλάμε απλά και μόνο για όρεξη. Μιλάμε για αρρωστημένη βουλιμία.
Κερδοφορία
«Ρεκόρ επιχειρηματικών κερδών το 2022, ραγδαία αύξηση για τις εισηγμένες εταιρείες». Ο τίτλος της φιλοεπιχειρηματικής ιστοσελίδας Business Daily δεν χρειάζεται και πολλές επεξηγήσεις. Ούτε και η συνέχεια του άρθρου χρειάζεται κάποιες πρόσθετες αναλύσεις: «Λαμβάνοντας ισχυρή ώθηση από την οικονομική ανάπτυξη, τον υψηλό πληθωρισμό αλλά και τις κρατικές ενισχύσεις της περιόδου της πανδημίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις πέτυχαν το 2022 την καλύτερη επίδοση των τελευταίων ετών, όσον αφορά την κερδοφορία τους, όπως διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εισηγμένες στο ΧΑ επιχειρήσεις είχαν ακόμη καλύτερες επιδόσεις, αυξάνοντας την κερδοφορία τους κατά 90%».
Την ίδια χρονιά η Ελλάδα κατέγραψε, με ένα 26,3%, το τρίτο χειρότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο σε δυο χώρες, τη Ρουμανία και την Βουλγαρία ήταν το 2022 τα ποσοστά του πληθυσμού που απειλούνται από «εξαιρετική φτώχεια» μεγαλύτερα από ό,τι στην Ελλάδα. Ακόμα χειρότερα τα ποσοστά αυτά δεν λένε τίποτα για την επιδείνωση των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας που, αν και δεν ανήκει τυπικά στο πιο φτωχό και αποκλεισμένο κομμάτι της κοινωνίας, χτυπήθηκε άγρια από την ακρίβεια. Ο επίσημος πληθωρισμός έκλεισε στο 9,6%, όμως οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων που επηρεάζουν πιο πολύ τα φτωχά νοικοκυριά, ψωμί και δημητριακά (18%), γαλακτοκομικά (25%), κρέας (18%), πετρέλαιο και φυσικό αέριο θέρμανσης (50%), ήταν τουλάχιστον διπλάσιες από το 9,6% της Eurostat.
Κομισιόν
Τρεις διαφορετικοί διεθνείς οργανισμοί έσπευσαν την περασμένη εβδομάδα να δώσουν τα εύσημά τους στην κυβέρνηση για αυτές τις «επιτυχίες». Ο πρώτος ήταν η Κομισιόν. Οι «φθινοπωρινές της εκτιμήσεις» για την πορεία της ελληνικής οικονομίας προβλέπουν ρυθμούς ανάπτυξης για το 2023, το 2024 και το 2025 αισθητά μεγαλύτερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, υποχώρηση του πληθωρισμού στο 4,3% φέτος και το 2,1% του χρόνου, μείωση της ανεργίας στο 9,6% (το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας δεκαετίας), σταθεροποίηση των ελλειμμάτων του δημοσίου με σημαντικές αυξήσεις, παράλληλα, των πρωτογενών πλεονασμάτων. Με λίγα λόγια, «η οικονομία θα συνεχίσει να πηγαίνει τρένο», όπως είχε βλακωδώς δηλώσει λίγες μέρες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οι οικονομικές στήλες έτρεξαν να μιλήσουν για «προαποδοχή» ουσιαστικά του προϋπολογισμού για το 2024 που έχει υποβάλει η κυβέρνηση στην Κομισιόν, «χωρίς αστερίσκους». Στην πραγματικότητα, όμως, όλη η έκθεση της Κομισιόν είναι ένας μεγάλος αστερίσκος. Οι ευνοϊκές προβλέψεις για την ανάπτυξη, την ανεργία και τα ελλείμματα στηρίζονται σε τρεις προϋποθέσεις: την απόσυρση μέσα στο 2024 όλων των μέτρων στήριξης για την πανδημία που είχαν εγκαινιαστεί το 2020 αλλά συνέχιζαν να εφαρμόζονται μέχρι σήμερα. Την απόσυρση, επίσης μέσα στο 2024, όλων των μέτρων αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης (κύρια τις επιδοτήσεις στο ρεύμα και τα καύσιμα). Και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ύψους 12 δις Ευρώ που αναμένεται να υλοποιηθεί με κεφάλαια από το Ευρωπαϊκό «Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» και το οποίο, ελπίζει η Κομισιόν, ότι θα αναπληρώσει την καθίζηση των ιδιωτικών επενδύσεων που έχει χτυπήσει την ελληνική οικονομία από τις αρχές της φετινής χρονιάς. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία θα πάει καλά γιατί ο Μητσοτάκης θα καταφέρει να σπρώξει ακόμα πιο βαθιά στη φτώχεια τους εργαζόμενους και έτσι τα ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα έρθουν στην Ελλάδα «θα πιάσουν τόπο».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Ο δεύτερος διεθνής οργανισμός που έσπευσε να περιγράψει με ωραία χρώματα τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας του Μητσοτάκη ήταν το διαβόητο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Το ΔΝΤ ήταν, μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Κομισιόν, ένα από τα τρία μέλη της σιχαμερής Τρόικας που επέβαλλε την περίοδο 2010-2019 τα μνημόνια. Οι περιβόητοι «πολλαπλασιαστές» του έχουν μείνει στην ιστορία σαν ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά φιάσκα όλων των εποχών. Και οι θεραπείες του, αντί να «γιατρέψουν τον ασθενή», να μειώσουν δηλαδή το δημόσιο χρέος, «επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο την υγεία του»: το 2010 που η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο, το δημόσιο χρέος ήταν λίγο πάνω από το 120% του ΑΕΠ. Το καλοκαίρι του 2019 που έληξε το τρίτο μνημόνιο που είχε υπογράψει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το 2015 ήταν λίγο πάνω από το 180% του ΑΕΠ.
Αυτός ο «πετυχημένος» οργανισμός έρχεται τώρα να εκθειάσει το έργο της κυβέρνησης του Μητσοτάκη, να προβλέψει και αυτός λαμπρές προοπτικές ανάκαμψης για το 2024 και το 2025 και να κάνει, φυσικά, και τις δικές του συστάσεις: να συνεχίσουν να «περνούν από κόσκινο» οι κοινωνικές δαπάνες -δηλαδή να συνεχιστεί η διάλυση της δημόσιας Υγείας, της δημόσιας Παιδείας και κάθε υπολείμματος που έχει απομείνει όρθιο από το κοινωνικό κράτος. Η Κομισιόν της ΕΕ προτείνει την κατάργηση όλων των μέτρων στήριξης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, το ΔΝΤ πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω: χρειάζεται, λέει, να αυξηθούν οι φόροι, ειδικά στον «άνθρακα» (δηλαδή στα καύσιμα, το ηλεκτρικό ρεύμα και την θέρμανση) για να επιταχυνθεί η «πράσινη ανάπτυξη».
Και φυσικά το ΔΝΤ δεν ξεχνάει τα πρωτογενή πλεονάσματα. Όχι μόνο για την μείωση του χρέους και την βελτίωση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της Ελλάδας αλλά και για να «δημιουργηθεί έξτρα χώρος για δημόσιες επενδύσεις» και να αντιμετωπιστεί έτσι το «μεγάλο επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας». Αφού οι ιδιώτες δεν επενδύουν, λέει με απλά λόγια το ΔΝΤ, θα πρέπει να αναλάβει το κράτος να καλύψει το κενό. Και τα χρήματα για να κάνει αυτές τις επενδύσεις θα πρέπει να τα εξασφαλίσει «περνώντας από κόσκινο τις κοινωνικές δαπάνες» και αυξάνοντας τους έμμεσους φόρους που πλήττουν δυσανάλογα τους φτωχούς.
ΟΟΣΑ
Το τρίτο «τέρας» που ήρθε να θυμηθεί και αυτό την Ελλάδα αυτές τις μέρες ήταν ο «Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ), το κλαμπ των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης «που υποστηρίζουν την ελεύθερη αγορά» στο οποίο ανήκει η Ελλάδα από το 1961 κιόλας. Ο ΟΟΣΑ δεν ήταν μέλος της Τρόικας, οι «συμβουλές» του όμως -με πιο διάσημη την περιβόητη «εργαλειοθήκη»- έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιβολή των μνημονίων. Ο ΟΟΣΑ δεν αναλώθηκε τώρα σε προβλέψεις και εγκωμιασμούς αλλά πέρασε αμέσως στο «ψητό»: η Ελλάδα, είπε, επιβάλλεται να αυξήσει ξανά και άμεσα τα όρια συνταξιοδότησης.
Ένα από τα πρώτα μνημονιακά μέτρα που δεν κατάργησε καμιά από τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν μέχρι τώρα είναι και η σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής. Ζούνε περισσότερο οι εργάτες; Θα πρέπει και να δουλεύουνε και περισσότερο. Τι τα θέλουν τα έξτρα χρόνια; Για να τεμπελιάζουν; Ο νόμος «Λοβέρδου-Κουτρουμάνη» που ψηφίστηκε το 2013 από την συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου προέβλεπε ότι η αναπροσαρμογή της ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση το προσδόκιμο ζωής θα άρχιζε από το 2021. Η κυβέρνηση, όμως, φρόντισε για ευνόητους λόγους να το ξεχάσει: η Ελλάδα είχε μετά την Ισλανδία τη μεγαλύτερη πτώση στο προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη την περίοδο της πανδημίας –έπεσε κατά έναν ολόκληρο χρόνο, πίσω στα επίπεδα του 2008. Αλλά φυσικά φρόντισε να το θυμηθεί τώρα ο Πάνος Τσακλόγλου, ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, που η πανδημία βρίσκεται σε ύφεση. Ο ΟΟΣΑ εκτιμάει ότι η ηλικία συνταξιοδότησης θα πρέπει να αυξηθεί κατά 1,5 χρόνο μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Θα δοκιμάσει πράγματι η κυβέρνηση να επιβάλει αυτές τις «μεταρρυθμίσεις» που τόσο ξεδιάντροπα προτείνουν τα φαντάσματα του μνημονιακού μας παρελθόντος; Και αν ναι, πόσες πιθανότητες έχει να τις περάσει -όχι απλά να τις ψηφίσει στη Βουλή ή να τις τυπώσει στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, να τις θέσει πραγματικά σε εφαρμογή;
Ο Μητσοτάκης είναι αδίστακτος –αυτό το έχει αποδείξει πολλές φορές μέσα στα τέσσερα χρόνια που κυβερνάει. Οι επιθέσεις στην εργατική τάξη είναι απανωτές και μόνιμες. Η «πολυκρίση» του συστήματος, άλλωστε, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια εφησυχασμού ούτε στην ελληνική ούτε σε καμιά άρχουσα τάξη του πλανήτη. Η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί για να επιβάλλει τα «αναγκαία μέτρα». Το τι θα καταφέρει, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια και τις προθέσεις της: εξαρτάται και από τις αντιστάσεις που θα συναντήσει. Και ο απολογισμός της τετραετίας που μας πέρασε δείχνουν ότι θα είναι μάλλον μεγάλες.
Δεν τους φοβόμαστε. Τους μισούμε. Και αντιστεκόμαστε.