Η Αριστερά
Η κρίση ΣΥΡΙΖΑ: Αιτίες και λύσεις - Στρατηγική διαχείρισης ή στρατηγική ανατροπής;

Ομάδες που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία του Πολυτεχνείου. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

 

Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ είναι καταιγιστική. Ο Κασσελάκης ακολουθεί την τακτική του «καρότου και μαστίγιου». Από τη μία απειλές για διαγραφές, κατηγορίες προς τους διαφωνούντες για «υπονόμευση της δημοκρατικά εκλεγμένης ηγεσίας από τη βάση του κόμματος», για «αποστάτες» και «πέμπτη φάλαγγα της ΝΔ» και από την άλλη, πρόταση «για ένα νέο «εσωκομματικό σύμφωνο συμβίωσης» που να «ενισχύει τη μεταξύ μας ενότητα με κανόνες σεβαστούς απ' όλους και κοινή βούληση για αξιόπιστη δημόσια έκφραση του κόμματος». Την ίδια στιγμή, κατηγορεί τον Τσακαλώτο και την «Ομπρέλα» ότι ήταν αυτός που υπέγραψε και υλοποίησε το τρίτο Μνημόνιο και με την «υπερφορολόγηση» μάζεψε το «μαξιλαράκι» των 37 δις. 

Αλλά, όσες αναφορές και αν κάνει ο Κασσελάκης στην Αριστερά και στον Μαρξ, στην συνέντευξη του στην Εφ. Συν, η πραγματικότητα είναι ότι η ηγεσία του επιταχύνει την (από καιρό ξεκινημένη) δεξιά κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ. Για τον Κασσελάκη, η «σύγχρονη κυβερνώσα Αριστερά και η αναγκαία κοινωνική συμμαχία που θα μας ξαναφέρει σε θέση νικητή» σημαίνει αγκαλιές με τους βιομήχανους, τους τραπεζίτες και τους καραβανάδες, σύμπλευση με την κυβέρνηση της ΝΔ και τις ΗΠΑ στο πλευρό του κράτους - τρομοκράτη του Ισραήλ που εξολοθρεύει τους Παλαιστίνιους, εκλογικές συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ. Αν η δεξιά στροφή της προηγούμενης περιόδου επί Τσίπρα, έφερε τις φετινές απανωτές εκλογικές ήττες, η ηγεσία Κασσελάκη θα φέρει την εκλογική συντριβή στις Ευρωεκλογές του 2024. Σήμερα, στις δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, ύστερα από 11 χρόνια, στη τρίτη θέση, και πίσω από το ΠΑΣΟΚ, με 13,8%. 

Γι’ αυτό και σχεδόν κάθε μέρα κυκλοφορεί και ένα καινούριο κείμενο με υπογραφές όσων αποχωρούν. Μετά το κείμενο των 1.300 και την αποχώρηση της «Ομπρέλας», ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, αυτά των μελών της Νομαρχιακής Επιτροπής και των ΟΜ της Βόρειας Αθήνας, της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ της Θεσσαλονίκης, των ΑΕΙ-Ερευνητικών Κέντρων, της Νομαρχιακής Επιτροπής Παιδείας Αττικής καθώς και πρώην υπουργών και βουλευτών. 

Σε «τροχιά αποχώρησης» είναι και η ομάδα «6+6». Σύμφωνα με την Εφ.Συν, «το συμπέρασμα προκύπτει από το κλίμα που κυριάρχησε στη σύσκεψη, η οποία έγινε διαδικτυακά και στην οποία έλαβαν μέρος περισσότερα από 1.000 στελέχη από όλη την Ελλάδα (κι όχι μόνο τα μέλη της ομάδας), μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Δραγασάκης και ο Σωτήρης Βαλντέν. Σύμφωνα με πληροφορίες, το 90% όσων συμμετείχαν ζήτησε την άμεση αποχώρηση από το κόμμα... στην ομάδα των «6+6» βρίσκονται η Έφη Αχτσιόγλου, ο Νάσος Ηλιόπουλος, ο Αλέξης Χαρίτσης, η Σία Αναγνωστοπούλου, η Θεανώ Φωτίου, η Μερόπη Τζούφη και ο Δημήτρης Τζανακόπουλος». 

Έχουν δημιουργηθεί, ήδη, δύο ομαδοποιήσεις: η «Διέξοδος Αριστερά» από στελέχη της «Ομπρέλας» και το Δίκτυο Πολιτών «ΣΚΕΨΗ – ΔΡΑΣΗ – ΑΡΙΣΤΕΡΑ» που εμφανίστηκαν και με συγκροτημένα μπλοκ στη πορεία του Πολυτεχνείου, ενώ, στην ίδια πορεία, η ομάδα «6+6» βάδισε με το κοινό μπλοκ της συνδικαλιστικής και φοιτητικής παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ και σε αρκετή απόσταση από το (μικρό) μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ, με την παρουσία του Κασσελάκη. 

Η κρίση και οι διασπάσεις «από τα αριστερά» στο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία καλοδεχούμενη εξέλιξη που βάζει νέα καθήκοντα για την επαναστατική αριστερά. Πίσω από τα προβεβλημένα στελέχη υπάρχουν χιλιάδες αγωνίστριες και αγωνιστές που εντάχθηκαν ή ψήφιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ για να αλλάξουν τη ζωή τους και την κοινωνία και τώρα ψάχνουν απαντήσεις για το τι έφταιξε. Η συζήτηση έχει ανάψει.

Τα κομμάτια που φύγανε, το 2015, από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, υιοθετήσανε την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «μεταλλάχθηκε» από ένα αριστερό κόμμα σε μία αστική πολιτική δύναμη. Την ίδια κατηγορία της «μετάλλαξης» χρησιμοποιούν για τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ όλα τα κείμενα όσων αποχωρούν. Το πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι ότι υπεκφεύγει τη συζήτηση για τα πραγματικά αίτια της κρίσης και την αποδίδει είτε δίνοντας φαντασιακές υπερδυνάμεις σε πρόσωπα, είτε σε ελιτίστικες και απολίτικες θεωρίες περί «μεταπολιτικής» που ρίχνουν το φταίξιμο στον κόσμο που αρκείται στην «εικόνα του ηγέτη» χωρίς να πολυενδιαφέρεται για την ίδια την πολιτική.

Ρεφορμιστική δύναμη

Η σημερινή κρίση και η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μία «στιγμιαία» εξέλιξη, ούτε ζήτημα προσώπων. Είναι ο καρπός της αριστερόστροφης δυναμικής μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία απέναντι στις ήττες των ατελείωτων συμβιβασμών και της παρατεταμένης δεξιάς προσαρμογής μιας αριστερής ρεφορμιστικής δύναμης. Γι’ αυτό και όλα τα κείμενα αποχώρησης τοποθετούνται ότι η απάντηση στη κρίση του ΣΥΡΙΖΑ είναι το δυνάμωμα της αριστεράς. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν, «από την γέννηση του», ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς. Ένα κόμμα ρεφορμιστικό γιατί είχε «αστική πολιτική και εργατική βάση», για να θυμηθούμε τον ορισμό που έδινε ο Λένιν, της αριστεράς γιατί η ιστορική του προέλευση ήταν το ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» και όχι της «σοσιαλδημοκρατίας».  

Η «ρίζα» της αστικής πολιτικής, για όλα τα ρεφορμιστικά κόμματα, ξεκινάει από την στρατηγική απόρριψη της επανάστασης ως προοπτικής για την αλλαγή της κοινωνίας. Σύμφωνα με την αντίληψή τους, αυτή η αλλαγή θα έρθει «ειρηνικά και προοδευτικά» μέσα από τις εκλογές, όπου το κόμμα της αριστεράς θα αποκτήσει την πλειοψηφία, θα σχηματίσει αριστερή κυβέρνηση και θα βάλει μπρος να υλοποιήσει νομοθετικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος της εργατικής τάξης. Αλλά, όπως γράφει η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Αυτοί που είναι υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης ενάντια και σε αντιδιαστολή με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και την κοινωνική επανάσταση, στην πραγματικότητα δεν επιλέγουν μια πιο ήρεμη και αργή πορεία προς τον ίδιο στόχο αλλά μια πορεία προς ένα διαφορετικό στόχο».

Ρεφορμιστικά κόμματα σημαίνει και εργατική βάση. Γιατί, όμως, η εργατική τάξη «ακολουθεί» κόμματα με «αστική πολιτική»; Γιατί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης έχει αντιφατική συνείδηση. Η εργατική τάξη επηρεάζεται από τις ιδέες της αστικής τάξης γιατί, όπως έγραφε ο Μαρξ, «μέσα στην κοινωνία οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης». Όμως, επειδή η εργατική τάξη βρίσκεται διαρκώς σε σύγκρουση με την εκμετάλλευση και καταπίεση που υφίσταται, αυτές οι κυρίαρχες ιδέες έρχονται σε σύγκρουση, στα μυαλά των εργατών, με τις ιδέες που γεννιούνται από τη συλλογική αντίσταση και πάλη ενάντια στους καταπιεστές. Τα ρεφορμιστικά κόμματα «πατάνε» πάνω σ' αυτή την αντιφατική συνείδηση της τάξης, την συντηρούν, την πολιτικοποιούν και την εκφράζουν. Η διαφορά από τα αστικά κόμματα είναι ότι τα ρεφορμιστικά κόμματα αντλούν δύναμη από την εργατική τάξη και όχι από την αστική τάξη παρ’ όλο που με την πολιτική τους την «υπηρετούν».

Γράφει η Μαρία Στύλλου, στο «Σοσιαλισμός Από τα Κάτω», τ. 135: «Για μεγάλη περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν το ρόλο του τιμονιέρη μέσα στο εργατικό κίνημα. Είτε στην κυβέρνηση είτε σαν αντιπολίτευση, είχαν δύναμη μέσα στα συνδικάτα και έδιναν αξιοπιστία σε μια πολιτική που έλεγε “απολαμβάνουμε τους καρπούς της ανάπτυξης στηρίζοντας το σύστημα και τις κυβερνητικές επιλογές”... Δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα ο μύθος ότι κάποτε υπήρχαν “πραγματικά” ρεφορμιστικά κόμματα που ήταν “πραγματικά” αριστερά. Τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία όσο και το Εργατικό στη Βρετανία στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των Αγγλογάλλων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, την επίθεση στο Σουέζ το 1956 και τις βαρβαρότητες στην Αλγερία. Αλλά ταυτόχρονα μπορούσαν να παριστάνουν ότι εξασφαλίζουν κατακτήσεις για την εργατική τάξη σε μισθούς και κοινωνικές παροχές... 

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν ξεσπάει η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού, συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς αρχίζουν να προσαρμόζονται στο νέο τοπίο. Στα συνδικάτα, ο “ρεαλισμός” των σταδιακών κατακτήσεων από επίδομα σε επίδομα γίνεται αρχικά “ας συμβιβαστούμε για να μην χάσουμε τις κατακτήσεις μας” και στη συνέχεια “δεν μπορούμε να κρατήσουμε όλες τις κατακτήσεις μας”. Ένα “ρεαλιστικό” πρόγραμμα πρέπει πλέον να αποδέχεται συγκράτηση των μισθών, περικοπές στο κράτος πρόνοιας και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων... 

Η μετεξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας που έφτασε να προτείνει θυσίες αντί για κατακτήσεις στην εργατική τάξη πέρασε από μια ολόκληρη πορεία στις δεκαετίες του 1980. Σε αυτή τη διαδικασία συμμετείχαν και τα Κομμουνιστικά Κόμματα με τη μετατόπισή τους προς τον Ευρωκομμουνισμό. Με κέντρο τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία, τα πιο μεγάλα ΚΚ κατάφεραν να παίξουν ηγετικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και στις ιδέες του κόσμου της Αριστεράς... 

Στην Ιταλία, ο Μπερλινγκουέρ οδηγούσε το ΚΚ στον ιστορικό συμβιβασμό που αποδεχόταν τη συνεργασία όχι μόνο με τους σοσιαλιστές αλλά και με τους χριστιανοδημοκράτες, ενώ το Γαλλικό ΚΚ έμπαινε λίγο αργότερα στην κυβέρνηση Μιτεράν, όπου και παρέμεινε ακόμη και μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή από τις εθνικοποιήσεις του “Κοινού Προγράμματος” στα κλεισίματα και στις απολύσεις... 

Το ΠΑΣΟΚ σχημάτισε κυβέρνηση τον Οκτώβρη του 1981 μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού. Η πρώτη φορά σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο πολιτικό γεγονός... η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε υπουργούς που ήταν στελέχη του αντιδικτατορικού κινήματος και μπορούσαν να αναφέρονται ακόμη και στο Πολυτεχνείο του 1973… Η προσαρμογή της κυβέρνησής του στις πιέσεις του καπιταλισμού ήταν γρήγορη. Ήδη από την πρώτη τετραετία έκανε απόπειρες να περιορίσει το δικαίωμα στην απεργία στις δημόσιες επιχειρήσεις. Αλλά μετά την επανεκλογή του το 1985 η στροφή έγινε ραγδαία… Οι ανταρσίες μέσα στο ΠΑΣΟΚ και στα συνδικάτα πήραν μεγάλες διαστάσεις με πανεργατικές απεργίες ενάντια στα μέτρα και αποχωρήσεις στελεχών για τη δημιουργία νέου σοσιαλιστικού κόμματος... 

Για να καλύψουν το κενό που άνοιξε στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ μαζί με την ΕΑΡ (την πιο δεξιά και πλειοψηφική πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού) προχώρησαν στην ίδρυση του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς... Στις εκλογές του Ιούνη 1989, ο Συνασπισμός πήρε 13,1% και αναδείχθηκε ρυθμιστής στη Βουλή. Η συνέχεια, όμως, ήταν τραγική. Ο Συνασπισμός συνεργάστηκε για το σχηματισμό κυβέρνησης αρχικά με τη Νέα Δημοκρατία και στη συνέχεια με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μαζί στην “Οικουμενική” κυβέρνηση Ζολώτα. Η στρατηγική του “ιστορικού συμβιβασμού” είχε φτάσει και στην Ελλάδα με τα ίδια διαλυτικά αποτελέσματα».

Αυτή την στρατηγική «κληρονόμησε» ο ΣΥΡΙΖΑ. Η «ρεαλιστική» προοπτική της «αριστερής κυβέρνησης», που υιοθέτησε, από το 1ο Συνέδριο το 2013, οδήγησε σε συστηματική στροφή προς τη «μετριοπάθεια» με κριτήριο τις εκλογικές ανάγκες σε βάρος των εργατικών αγώνων, για να θυμηθούμε, π.χ., την αναστολή της απεργίας των εκπαιδευτικών πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις γιατί αυτή θα «τρόμαζε» τους «ενδιάμεσους ψηφοφόρους». Ήταν η εποχή της «βίαιης ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ, της εποχής που ο Τσίπρας έλεγε ότι «εάν μοιρολατρικά πρέπει να δεχτούμε ότι μονάχα στη Δευτέρα Παρουσία του σοσιαλισμού μπορεί να υπάρξει ελπίδα και ζωή, τότε θα καταντήσουμε να περιμένουμε Δευτέρα Παρουσία». 

Αλλά, όπως έγραφε ο Πάνος Γκαργκάνας στο «Σοσιαλισμός από τα Κάτω» τ. 112, «αν απομονώσεις την πάλη για ελπίδα και ζωή από την πάλη για την ανατροπή αυτής της κοινωνίας που μας τα στερεί, τότε ανοίγει ο δρόμος για “ρεαλιστικές λύσεις” και “έντιμους συμβιβασμούς” με τους θεσμούς αυτής της κοινωνίας. Αυτό οδήγησε στο “καλύτερα να πάρουμε νέο δάνειο αντί να μπλέξουμε στην περιπέτεια της διαγραφής του χρέους”, “καλύτερα να το πάρουμε από τους θεσμούς της ευρωζώνης αντί να μπλέξουμε με την περιπέτεια της εξόδου”, “καλύτερα να ζητήσουμε από τον κόσμο να υποστεί άλλο ένα μνημόνιο αντί να μπλέξουμε σε συγκρούσεις με αυτούς που φυγαδεύουν τα κεφάλαιά τους και είναι δύσκολο να ελεγχθούν”». 

Και αυτοί οι συμβιβασμοί οδηγούσαν όλο και πιο δεξιά: από την λατρεία στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ για την «ανάπτυξη της οικονομίας» και τις βλέψεις του ελληνικού καπιταλισμού στα δυτικά Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο και τα «τρίγωνα συνεργασίας» με τον, σφαγέα των Παλαιστίνιων, Νετανιάχου (για να μην το ξεχνάμε, μέρες που είναι) και τον Αιγύπτιο δικτάτορα Σίσι για εκμετάλλευση των ΑΟΖ στη Μεσόγειο μέχρι την συνεργασία με την ΕΕ και την Τουρκία για τον αποκλεισμό των προσφύγων. 

Αυτή η πολιτική απαιτούσε και την ανάλογη οργανωτική δομή. Γράφαμε στην Εργατική Αλληλεγγύη, για το 3ο Συνέδριο του 2022 και την απόφαση για την άμεση εκλογή του Προέδρου από τα μέλη: «Η "σύγχρονη ευρωπαϊκή" σοσιαλδημοκρατία έχει ξεμπλέξει, από καιρό, με τα οργανωμένα μέλη, τις οργανώσεις βάσης και τα όργανα που εκλέγονται από/και λογοδοτούν στα οργανωμένα μέλη. Για την “σύγχρονη” σοσιαλδημοκρατία, το κόμμα είναι "κλειστοί μηχανισμοί αποκομμένοι από την κοινωνία" και αυτό που χρειάζεται είναι μία "χαρισματική ηγεσία" που θα έχει το ελεύθερο να παίρνει αποφάσεις και ο κόσμος θα "κρίνει" αυτές τις αποφάσεις με την ψήφο του στις εκλογές. Αυτή τη διαδικασία θέλει να ολοκληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την νέα οργανωτική δομή που ψήφισε... Ακόμα και όταν τα οργανωμένα μέλη ήταν δυσανάλογα λίγα, σε σχέση με την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν οι τοπικές οργανώσεις φυτοζωούσαν, ακόμα και όταν δημιουργήθηκαν, διορισμένα από την ηγεσία, ενδιάμεσα καθοδηγητικά όργανα, το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάντα ένα βαρίδι για τους ελιγμούς του «χαρισματικού ηγέτη» Τσίπρα και της ηγεσίας του… ο Τσίπρας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει, και πέτυχε στο Συνέδριο, να έχει τα «χέρια ελεύθερα» και για το είδος της αντιπολίτευσης απέναντι στη κυβέρνηση Μητσοτάκη και για τα σενάρια συνεργασίας της μελλοντικής "προοδευτικής κυβέρνησης" και για την πολιτική που αυτή θα ακολουθήσει». Από αυτή τη διαδικασία βγήκε ο Κασσελάκης. 

Εναλλακτική 

Υπήρχε εναλλακτική; Ναι. Η στρατηγική των Μπολσεβίκων: η υλοποίηση των πολιτικών στόχων της εργατικής τάξης από τις δυνάμεις της ίδιας της εργατικής τάξης. Δεν ήταν κάτι μακρινό και αφηρημένο αλλά κάτι χειροπιαστό. Απέναντι σε ένα, γεμάτο υποσχέσεις, αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που θα έβαζε μπροστά να το εφαρμόσει μια κυβέρνηση της αριστεράς, και ανάλογα με τους «συσχετισμούς δύναμης» με τους δανειστές, υπήρχαν οι άμεσες διεκδικήσεις που έβαζε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα: η διαγραφή του χρέους και η κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, ρήξη με το Ευρώ και την ΕΕ. Διεκδικήσεις που θα τις υλοποιούσε ένα δυνατό εργατικό κίνημα στην Ελλάδα που θα κέρδιζε την υποστήριξη και θα ξεσήκωνε την εργατική τάξη σε όλη την Ευρώπη απέναντι στην ΕΕ και στις κυβερνήσεις της. 

Το δίλλημα «διαχείριση ή ανατροπή» έρχεται ξανά και ξανά. Στο κείμενο της «ΣΚΕΨΗ – ΔΡΑΣΗ – ΑΡΙΣΤΕΡΑ» διαβάζουμε ότι «η επί πολλά έτη αδυναμία των αριστερών κομμάτων έως σήμερα να διαμορφώσουν μία σύγχρονη εναλλακτική πρόταση Διακυβέρνησης, με στέρεες θεωρητικές αναφορές σε έναν Σοσιαλισμό με Δημοκρατία και με την ταυτόχρονη εφαρμογή ρεαλιστικών οικονομικών πολιτικών, που θα υποστηρίξουν με μαχητικό τρόπο τον κόσμο της εργασίας, έχει επιτρέψει στις νεοφιλελεύθερες ιδέες να ηγεμονεύουν». Ενώ, στο Κείμενο της Νεολαίας Θεσσαλονίκης: «Προϋπόθεση για να υπάρξει ξανά προοπτική διεκδίκησης της εξουσίας από την Αριστερά είναι να ανοικοδομηθεί από τα χαμηλά ποσοστά που έχουμε οδηγηθεί ένας αξιόπιστος πολιτικός φορέας της: με σοβαρά επεξεργασμένο πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών με αξιόπιστη και σταθερή πολιτική συμμαχιών, η οποία δεν θα διακηρύσσεται απλώς, αλλά θα οικοδομείται με συνέπεια στην κεντρική πολιτική σκηνή, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο και στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων. Και θα οδηγεί σε προωθητικές προγραμματικές συγκλίσεις με όμορες πολιτικές δυνάμεις μέσα από την ενίσχυση της Αριστεράς και όχι με την παράδοσή της άνευ όρων σε σχέδια ξένα προς το δικό της πρόγραμμα». 

Είναι η ίδια λαθεμένη άποψη που υπήρχε και στην ηγεσία των κομματιών που φύγανε από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ και την υπογραφή των μνημονίων, το 2015: δεν έφταιγε η «κυβέρνηση της αριστεράς» αλλά η «προδοσία της ηγετικής ομάδας του Τσίπρα». Για τα πρωτοκλασάτα στελέχη που φεύγουν σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η «προδοσία» ήταν ένας «επώδυνος αλλά αναγκαίος συμβιβασμός για να κρατηθεί όρθια η κοινωνία», αλλά ο περισσότερος κόσμος που τους ακολουθεί, όλο και πιο πολύ, καταλαβαίνει ότι όλοι αυτοί οι «αναγκαίοι συμβιβασμοί» οδήγησαν στην σημερινή κατάντια και στους Κασσελάκηδες.

Γι’ αυτό ανοίγει ξανά η συζήτηση για τη στρατηγική. Όχι από κάποια ιδεοληπτική εμμονή αλλά γιατί είναι κρίσιμο για το δρόμο που θα ακολουθήσει όλος αυτός ο κόσμος και η αριστερά. 

Οι συζητήσεις του ΣΕΚ, για τα 50 χρόνια του Πολυτεχνείου, ήταν μία καλή αφετηρία. Η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να παλέψει μαζί με όλο αυτό τον κόσμο στις μάχες που έρχονται: από την «λευτεριά στην Παλαιστίνη» μέχρι τις απεργίες απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και από τα «ανοιχτά σύνορα για τους πρόσφυγες και μετανάστες» μέχρι την κλιματική κρίση. Αλλά, η κοινή δράση δεν αρκεί. Χρειάζεται συστηματικά και υπομονετικά, μέσα στην κοινή δράση, να εξηγεί ότι αυτό που έφταιξε ήταν η στρατηγική της διαχείρισης του καπιταλισμού και απέναντι σ’ αυτή θα χρειαστεί να δυναμώσουμε τη στρατηγική της ανατροπής του και αυτό σημαίνει δυνατό επαναστατικό κόμμα.