Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν κομμάτι του «μακρόσυρτου Μάη του ‘68», μιας διαδικασίας εξεγέρσεων, μαζικών κινημάτων και ριζοσπαστικοποίησης που αγκάλιαζε την εργατική τάξη και τη νεολαία σε όλες τις γωνιές του κόσμου, σε Δύση και Ανατολή. Το αποδεικνύουν τα συνθήματα της εξέγερσης, η μαζική συμμετοχή των εργατών, των μαθητών στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις εκείνες τις μέρες, αλλά και σε ό,τι ακολούθησε.
Αυτή την αλήθεια προσπάθησε να σβήσει η άρχουσα τάξη δεκαετίες τώρα περιορίζοντας το Πολυτεχνείο σε μια υπόθεση μιας χούφτας ηρωικών παιδιών που θυσιάστηκαν για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Μισούν την κληρονομιά της εξέγερσης, νομίζουν ότι θα τελειώσουν με την Αριστερά, και κάθε φορά διαψεύδονται απ’ τους αγώνες που συγκρούονται με τις επιθέσεις της άρχουσας τάξης.
Γι’ αυτό έχει σημασία πενήντα χρόνια μετά να μην αποφεύγουμε την συζήτηση για τη σχέση της Αριστεράς της εποχής με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Εχει να κάνει με το ποια Αριστερά πάει τη δυναμική των αγώνων μπροστά και ποια περιορίζει τον ορίζοντά τους. Κι αυτό μπορούμε να το κρίνουμε και σ’ αυτήν την περίπτωση όχι με βάση τι λέει ένα κόμμα χρόνια μετά αλλά με την στάση του εκείνη τη στιγμή που οι επιλογές είναι άμεσες και έμπρακτες.
Τα δυο κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς εκείνη την εποχή, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, κράτησαν εχθρική στάση στην κατάληψη. Οι ηγεσίες τους προσπάθησαν να οργανώσουν την «απαγκίστρωση» ή «συντεταγμένη αποχώρηση» από το Πολυτεχνείο την Τετάρτη που απέτυχε και συνέχισαν να πιέζουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Για παράδειγμα, η εφημερίδα της αντι-ΕΦΕΕ (δηλαδή της ΚΝΕ), η Πανσπουδαστική νο 8 τον Φλεβάρη του 1974 κατάγγελλε την «προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη 14 του Νοέμβρη 350 οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ… με σκοπό να προβάλλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις… Το φοιτητικό κίνημα μας δεν ήθελε με κανένα τρόπο η εκδήλωσή μας αυτή να συντελέσει ώστε να συγκρουστούν κατά μέτωπο στη συγκεκριμένη στιγμή οι λαϊκές δυνάμεις με την σιδερόφρακτη δικτατορία». Και σε άλλο σημείο κατακεραυνώνει τους «προβοκάτορες» για «ανεδαφικές εκκλήσεις για άμεση λαϊκή επανάσταση και άμεση γενική απεργία».
Σε μια έκδοση που κυκλοφόρησε το ΚΚΕ αυτές τις μέρες για την εξέγερση του Πολυτεχνείου δηλώνει ότι «η αναφορά (στους 350 πράκτορες) ήταν ατεκμηρίωτη και αποπροσανατολιστική». Όμως δε λέει κουβέντα για τη δήλωση για την αποφυγή «κατά μέτωπο σύγκρουσης».
Η ηγεσία του ΚΚΕ εσωτερικού εκτιμούσε τον Μάη του 1974 ότι οι δυνάμεις του: «Δεν μπόρεσαν όμως, ιδίως τις πρώτες μέρες, να περάσουν τη σωστή γραμμή τους, τη συντεταγμένη νικηφόρα υποχώρηση, αν χρειαζόταν… το φοιτητικό και λαϊκό κίνημα θα μπορούσε να υποχωρήσει με νίκη, την ικανοποίηση των σπουδαστικών (συνδικαλιστικών) αιτημάτων ή έστω την υπόσχεση γι' αυτήν...».
Λάθος εκτίμηση;
Δεν ήταν ζήτημα μιας λάθους εκτίμησης της στιγμής. Ήταν πολιτικός προσανατολισμός: την Παρασκευή 16 Νοέμβρη πρότειναν στην εκλεγμένη Συντονιστική Επιτροπή διακήρυξη που καλούσε «όλα τα αντιδικτατορικά κόμματα και οργανώσεις να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πρόγραμμα που θα αποκαταστήσει τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία». Στην ουσία επρόκειτο για ένα κάλεσμα ενότητας με τους αστούς πολιτικούς που εκείνη ακριβώς την περίοδο αναζητούσαν τον τρόπο προσαρμογής στα σενάρια της χούντας για «ομαλή μετάβαση».
Κι αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός είχε τη ρίζα του στη στρατηγική που μοιράζονταν και τα δυο κόμματα της Αριστεράς. Το κοινό σημείο και των δύο ήταν ότι η δικτατορία δεν μπορεί να ανατραπεί από το κίνημα σαν αυτό των Ιουλιανών του 1965, αλλά χρειάζεται ένα σχέδιο συντεταγμένης διαδοχής. Αυτό είχε στο κέντρο του την προοπτική για εκλογές, και πρακτικά σήμαινε συμμαχίες με αστικά πολιτικά κόμματα και κινήσεις που άνοιγαν το δρόμο προς αυτές. Αυτή η στρατηγική επιλογή οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ εσωτερικού να συζητάει, λίγες μέρες πριν την εξέγερση, τη συμμετοχή στις χουντοεκλογές που είχε υποσχεθεί ο Παπαδόπουλος με «πρωθυπουργό» τον Μαρκεζίνη.
Και το ίδιο ίσχυε για το ΚΚΕ παρά τους μύδρους που εξαπέλυε στην «αναθεωρητική ομάδα». Τον Δεκέμβρη του 1973 στο 9ο συνέδριό του υποστήριζε ότι η προοπτική είναι η: «κατάλυση του μηχανισμού, που δημιούργησε η χούντα, από κυβέρνηση προσωρινή των κομμάτων και οργανώσεων που αντιτίθενται στο νεοφασιστικό καθεστώς». Θέση που μεταξύ άλλων «προφυλάσσει την πάλη από εκτροπές» (σαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου).
Το Πολυτεχνείο δεν θα υπήρχε χωρίς την αυθόρμητη κίνηση των φοιτητών και του κόσμου που το υπεράσπισε ουσιαστικά άοπλος. Δεν θα υπήρχε χωρίς τη ριζοσπαστικοποίηση που είχε αρχίσει να τροφοδοτεί τις αναζητήσεις προς τα αριστερά και αναζωογονούσε το μαζικό κίνημα. Όμως, για να γίνει το σημείο συσπείρωσης και έκφρασης αυτής της δυναμικής χρειάστηκε οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο να δώσουν μάχη για να κρατηθεί η κατάληψη και μάχη για τον πολιτικό προσανατολισμό της.
Για παράδειγμα η εργατική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία αγωνιστών της επαναστατικής Αριστεράς μέσα στο Πολυτεχνείο διακήρυσσε ότι: «Είναι αγώνας για το πέρασμα της εξουσίας στον εργαζόμενο λαό και όχι στους δημαγωγούς που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται με τα απατηλά περί ‘δημοκρατίας’ συνθήματά τους». Η συνέλευση πρότεινε τη συνέχιση της κατάληψης και τη δημιουργία μικτών επιτροπών φοιτητών-εργατών για να «μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα» και «να προπαγανδίζουν το σύνθημα της δημιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς, με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασμα των εργαζόμενων σε οικονομική και πολιτική απεργία».
Τον Δεκέμβρη του 1973 η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ) από την όποια προήλθε το ΣΕΚ δημοσίευσε ένα φυλλάδιο με τις εκτιμήσεις της με τίτλο Η Λαϊκή Εξέγερση του Νοέμβρη ξεκίνημα Επαναστατικών Αγώνων για το Μαζικό Κίνημα. Σε αυτό, κόντρα με τις ηττοπαθείς αναλύσεις μετά το αιματοκύλισμα του Πολυτεχνείου και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη που ανέστειλε το χουντοσύνταγμα του 1973, η ΟΣΕ εκτιμούσε ότι:
«Ο λαϊκός αγώνας του Πολυτεχνείου άνοιξε καινούργια ανώτερη φάση για το κίνημα. Παρ’ όλες τις θυσίες, παρ’ όλο το δολοφονικό όργιο της χούντας, το Πολυτεχνείο ήταν τεράστια πολιτική νίκη του λαϊκού μας κινήματος και των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων σ’ αυτό…Γι’ αυτό είναι τέλεια λαθεμένη, ηττοπαθής κάθε εκτίμηση που ισχυρίζεται πως ‘πέσαμε πίσω στην 21η Απριλίου΄. Γι’ αυτό πρέπει να είναι στόχος μας στη σημερινή φάση η ανασύνταξη, η απόκρουση της τρομοκρατίας και το πέρασμα στην αντεπίθεση: σε καινούργια φάση μαζικών αγώνων, που θα ξαναφέρουν την πολιτική κρίση στην επιφάνεια, θα βαθύνουν τα αδιέξοδα και της ‘νέας’ χούντας. Σε αγώνες πιο σκληρούς, πιο οργανωμένους, πιο ξεκάθαρους».
«Η επιλογή Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση μπήκε ζωντανά μέσα στο κίνημα και στην πολιτική ζωή με χειροπιαστούς όρους» όπως αναφέρει σε ένα σημείο ο πρόλογος της έκδοσης του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου για τα 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μπήκε χειροπιαστά στις μέρες του Νοέμβρη, στους θυελλώδεις αγώνες της Μεταπολίτευσης όταν η ρεφορμιστική Αριστερά έβαζε το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς» και η επαναστατική Αριστερά έλεγε ότι «δεν θα χαρίσουμε τις νίκες του κινήματος στους Καραμανλήδες».
Γιατί όπως επισημαίνει ένα κείμενο που περιλαμβάνεται στην έκδοση: «Η διαφορά ανάμεσα στην επαναστατική και την ρεφορμιστική αριστερά δεν έχει να κάνει με διαφορά ταχύτητας, δηλαδή δεν είναι μια διάκριση ανάμεσα σε ‘ανυπόμονους’ ή ‘υπεραισιόδοξους’ από τη μια μεριά και “αργούς αλλά σταθερούς” από την άλλη. Είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης και του κινήματος, και σ’ αυτούς που πάντα το υποβαθμίζουν σε δεύτερο ρόλο».
Σήμερα χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς αναζητούν το δρόμο για να πάμε τους αγώνες μας μπροστά. Χιλιάδες έχουν τις εμπειρίες για το πού οδηγεί μια στρατηγική η οποία μας λέει ότι δεν έχουμε τη δύναμη να φτάσουμε στη νικηφόρα σύγκρουση με το σύστημα της καταστροφής. Είναι καιρός να δυναμώσουμε την Αριστερά που έλεγε και λέει ότι «δεν υπάρχει δρόμος κοινοβουλευτικός ο δρόμος του Νοέμβρη επαναστατικός».