«Δεν μπορείς να παραμείνεις σε ένα κόμμα που δεν θυμίζει σε τίποτα αριστερό κόμμα, την ιδρυτική του συνθήκη δηλαδή, πόσο µάλλον σε ένα κόμμα τοξικό, αυταρχικό, ανθρωποφαγικό» δηλώνει ο Ε. Τσακαλώτος στη συνέντευξή του στην ΕφΣυν του Σαββατοκύριακου. Σε πολλά από τα κείμενα των μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που ανακοινώνουν την αποχώρησή του διατυπώνεται ρητά η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον έχει μεταλλαχθεί. «Δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε ένα σχέδιο που οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε μια βίαιη μετάλλαξη» αναφέρουν για παράδειγμα τα 32 μέλη του ΚΣ της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Για «μετάλλαξη σε ένα απολίτικο σχηματισμό» εγκαλούσε την ηγεσία Κασσελάκη το κείμενο της Ομπρέλας πριν την αποχώρησή της.
Αυτή η ερμηνεία γεννάει, όμως, διάφορα ερωτήματα. Που οφείλεται αυτή η «μετάλλαξη», πότε ξεκίνησε; Και, ακόμα σημαντικότερο, τι «έχει να πει» η εμπειρία της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ για το μέλλον της Αριστεράς; Η απάντηση στα πρώτα ερωτήματα επηρεάζει την απάντηση και στο τελευταίο.
Η άποψη ότι το κόμμα που συμμετείχαν έχει υποστεί μια μετάλλαξη που κάνει απαγορευτική την συμμετοχή σε αυτό δεν είναι καινούργια. Ιστορικά, μια σειρά αριστερές πτέρυγες σε σοσιαλδημοκρατικά ή κομμουνιστικά κόμματα την επιστράτευσαν για να αιτιολογήσουν την επιλογή τους. Δεν χρειάζεται να ανασύρουμε παλιά παραδείγματα. Το 2015 το σοκ της προδοσίας του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και της υπογραφής του τρίτου μνημονίου προκάλεσε την προηγούμενη μεγάλη διάσπαση στο ΣΥΡΙΖΑ με δεκάδες βουλευτές, χιλιάδες μέλη να αποχωρούν.
Σε ένα άρθρο του τον Σεπτέμβρη του 2015 με τίτλο «Γιατί Απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ;» στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω ο Π. Γκαργκάνας έθετε το εξής ερώτημα: «Είναι εξόφθαλμο ότι υπάρχει τεράστια αντίφαση ανάμεσα στις διακηρύξεις του 2012, ακόμα και τις υποσχέσεις του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης (που ήταν ήδη μινιμαρισμένες σε σχέση με τις θέσεις του 2012) και στα ανάλγητα μέτρα που υπέγραψε και προχωράει να υλοποιήσει στα πλαίσια της νέας δανειακής σύμβασης. Είναι επίσης σαφές ότι υπήρχε μια διαδικασία διολίσθησης όλο αυτό το διάστημα και πριν από τις εκλογές του Γενάρη και στο διάστημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πότε ακριβώς επήλθε η ‘μετάλλαξη’ και γιατί δεν υπήρξαν αντιδράσεις στα προειδοποιητικά συμπτώματα της ασθένειας;»
Οχτώ χρόνια μετά, και με την εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 μέχρι το 2019, η αντιπολίτευση που αποχωρεί υπεκφεύγει την απάντηση στο ίδιο ερώτημα. Αυτή η υπεκφυγή γίνεται ακόμα πιο προβληματική όταν συνοδεύεται με την υπεράσπιση των πεπραγμένων εκείνης της κυβέρνησης «που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια». Μπορεί ο Κασσελάκης και οι συνεργάτες του να χτυπάνε το ταβάνι της υποκρισίας όταν μιλάνε για το «μαξιλάρι των 37 δις των Τσακαλώτων» που «αποξένωσε τη μεσαία τάξη», αλλά όταν ο Τσακαλώτος υπερασπίζεται το «μαξιλάρι» σαν αναγκαστική επιλογή, δεν πείθει για τη θεωρία της μετάλλαξης.
Χρειάζεται να αναζητήσουμε αλλού τα εργαλεία για να εξηγήσουμε την πορεία και την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Καταρχάς, χρειάζεται να απορρίψουμε μια ανάλυση που έβλεπε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα ακόμα αστικό κόμμα, τμήμα του «αστικού πολιτικού συστήματος» και του «νέου αστικού δικομματισμού». Αυτή η άποψη που βασικός της εκφραστής ήταν και είναι το ΚΚΕ δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την άνοδο ούτε την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν παίρνει υπόψη την κίνηση της εργατικής τάξης και τις εμπειρίες της.
Τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον «ανέβασε» η χαρισματική φυσιογνωμία του Τσίπρα και ο «πλουραλιστικός χαρακτήρας» του κόμματος. Τον ανέβασε η εργατική τάξη που συγκρούστηκε με τα μνημόνια, τις επιθέσεις των καπιταλιστών, πάλεψε τους φασίστες και μετακινήθηκε μαζικά προς τα αριστερά. Κανένα αστικό κόμμα, εξ’ ορισμού, δεν μπορεί να να «υποδεχτεί» ένα τέτοιο κύμα ριζοσπαστικοποίησης των πιο πολιτικοποιημένων και οργανωμένων τμημάτων της εργατικής τάξης.
Όμως, αυτή η διαπίστωση είναι μόνο η μισή αλήθεια. Μαζί με τη σχέση με την εργατική τάξη κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κουβαλάνε μια στρατηγική που προσβλέπει στον επωφελή συμβιβασμό με την άρχουσα τάξη μέσα από τη διαχείριση του κράτους της και κάνουν αυτή την στρατηγική «κοινή λογική» στο κόσμο που κινείται προς τ’ αριστερά. Τι πιο ρεαλιστικό από το «να πάρει το κόμμα μας την κυβέρνηση και να τ’ αλλάξει όλα»;.
«Αστικά-εργατικά κόμματα»
Είναι η στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου που στο δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση που έθεσε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, απορρίπτει εμφατικά ως μη-ρεαλιστική, την επανάσταση. Και αυτό που απομένει, όπως έχει δείξει η ιστορία των περισσότερο ή λιγότερο «αριστερών» ή «προοδευτικών» κυβερνήσεων είναι η υιοθέτηση της αστικής απάντησης σε όλα τα διλήμματα που βάζει η πορεία των εξελίξεων. Γι’ αυτό ο Λένιν στην εποχή του χαρακτήριζε τέτοια κόμματα με τον παράξενο εκ πρώτης όψεως ορισμό ως «αστικά-εργατικά κόμματα».
Πάλι η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι επίκαιρη απ’ αυτή την άποψη. Έγραφε το 1899: «Η κυβέρνηση του σύγχρονου κράτους είναι επί της ουσίας μια οργάνωση ταξικής κυριαρχίας, η κανονική λειτουργία της οποίας αποτελεί έναν από τους όρους ύπαρξης του ταξικού κράτους. Η ταξική κυριαρχία διατηρείται και όταν στην κυβέρνηση μπαίνει ένας σοσιαλιστής αυτή δεν μετατρέπεται σε σοσιαλιστική, αλλά ο σοσιαλιστής σε αστό υπουργό… Η είσοδος ενός σοσιαλιστή σε μια αστική κυβέρνηση δεν αποτελεί, όπως νομίζουν κάποιοι, κατάκτηση ενός μέρους του αστικού κράτους από τους σοσιαλιστές αλλά μια μερική κατάκτηση του σοσιαλιστικού κόμματος από το αστικό κράτος».
Σήμερα, ο κόσμος που εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ έχει προβληματισμούς που «ακουμπάνε» στην παραπάνω διαπίστωση. Η εκλογή Κασσελάκη μπορεί να είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι αλλά η πορεία «αποδρομής» -για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη λέξη από το κείμενο της Ομπρέλας- είχε ξεκινήσει πολύ πριν τις εκλογές του 2023. Η απάντηση που δίνεται από τις ηγεσίες που θέλουν να συγκροτήσουν «κάτι περισσότερο από φόρουμ διαλόγου και κάτι λιγότερο από κόμμα» κοιτάνε προς την κατεύθυνση της επανάληψης της πορείας μιας Αριστεράς που θα είναι «κυβερνώσα» αλλά χωρίς τους συμβιβασμούς που έφεραν τον Κασσελάκη.
Αυτή η προοπτική όμως είναι κλειστή. Χρειάζεται να επιστρέψουμε στην στρατηγική του Λένιν και της Λούξεμπουργκ που έγραφε στο ίδιο κείμενο: «Στην αστική κοινωνία η σοσιαλδημοκρατία (η Αριστερά της εποχής) από την ίδια της τη φύση είναι προορισμένη για το ρόλο ενός αντιπολιτευτικού κόμματος. Κυβερνητικό κόμμα μπορεί να γίνει μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους».
Αυτό δεν σημαίνει κάποιου τύπου αναχωρητισμό, δηλαδή αναμονή για «άλλους συσχετισμούς». Σημαίνει άμεση εμπλοκή στις μεγάλες αναμετρήσεις σε όλα τα μέτωπα της ταξικής πάλης που είναι ενεργά σήμερα: από τις απεργίες ενάντια στην ακρίβεια και τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη και από τις αντιρατσιστικές μάχες μέχρι τη σύγκροση με τις σεξιστικές επιθέσεις της άρχουσας τάξης και την πάλη ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή που φέρνει ο καπιταλισμός. Εκεί βρίσκεται η διέξοδος αριστερά, στην προοπτική των αγώνων που θα ανατρέψουν την ΝΔ και θα ανοίξουν το δρόμο για την ανατροπή του συστήματος και όχι τη διαχείρισή του.