Ιστορία
Οι ευθύνες του Στάλιν για τη Νάκμπα

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες το 1948. Φωτό: David S. Boyer / Corbis

Η «λύση» των δύο κρατών δεν είναι –και δεν ήταν ποτέ– βιώσιμη για τον απλό λόγο ότι το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ από την ίδρυσή του δεν είχε καμιά διάθεση να επιτρέψει την ίδρυση ενός «βιώσιμου» παλαιστινιακού κράτους. Έχει τις ρίζες της στη διχοτόμηση της ιστορικής Παλαιστίνης που αποφάσισε ο ΟΗΕ το 1947, μέσα από τα παζάρια των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Σε αυτά τα παζάρια, αλλά και στην εθνική εκκαθάριση των Παλαιστίνιων που ακολούθησε, οι Σιωνιστές βρήκαν έναν απρόσμενο σύμμαχο: τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν.

Τον Φεβρουάριο του 1947, η Βρετανία έφερε το ζήτημα του μελλοντικού καθεστώτος της Παλαιστίνης στη γενική συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Σχηματίστηκε μια επιτροπή για να εξετάσει αν στη θέση του παλιού βρετανικού προτεκτοράτου θα δημιουργούταν ένα ενιαίο κράτος ή θα υπήρχε διχοτόμηση ανάμεσα σε ένα Εβραϊκό κι ένα Αραβικό κράτος. Προς έκπληξη όλων, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, ο Αντρέι Γκρομύκο, στην ομιλία του στην πρώτη συζήτηση για τα συμπεράσματα της επιτροπής στις 14 Μάη 1947, δήλωσε ότι «η μόνη ενδεδειγμένη εναλλακτική είναι η διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δυο ανεξάρτητα κράτη, ένα Ισραηλινό κι ένα Αραβικό».

Από εκείνη τη στιγμή, και για τα επόμενα τρία χρόνια, η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης σε σχέση με το «Παλαιστινιακό» καθορίστηκε από την πλήρη και αποφασιστική υποστήριξη των Σιωνιστών και του κράτους του Ισραήλ, τόσο διπλωματικά όσο και στρατιωτικά. 

Έτσι, στην κρίσιμη γενική συνέλευση του ΟΗΕ στις 29/11/1947 η ΕΣΣΔ του Στάλιν πρωτοστάτησε για να εκδοθεί η τελική Απόφαση 181 για την διχοτόμηση της Παλαιστίνης –μαζί με τις ΗΠΑ του Τρούμαν. Ήταν μια απόφαση που όλοι ήξεραν ότι η υλοποίησή της θα οδηγούσε σε εθνικές εκκαθαρίσεις από τους Σιωνιστές σε βάρος του πολυπληθέστερου αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης, και σε πόλεμο με τις γειτονικές αραβικές χώρες. 

Τους επόμενους μήνες, όταν ο Τρούμαν φάνηκε ότι δίσταζε για να μην διακινδυνεύσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τα καθεστώτα των πετρελαιοπαραγωγών αραβικών χωρών σαν της Σαουδικής Αραβίας, ο Στάλιν ανέλαβε τη στρατιωτική ενίσχυση προς τους Σιωνιστές που ξεκίνησαν το πογκρόμ της εθνικής εκκαθάρισης των αράβων, τη Νάκμπα. Έδωσε εντολή για την αποστολή όπλων μέσω Τσεχοσλοβακίας, που αποτέλεσαν τον εξοπλισμό της Χαγκανά, της βασικής ένοπλης σιωνιστικής οργάνωσης, στο διωγμό των Παλαιστίνιων και την καταστροφή ολόκληρων χωριών.

Η στρατιωτική υποστήριξη από την ΕΣΣΔ κλιμακώνεται όταν την 14η Μαΐου του 1948, ο Μπεν Γκουριόν κηρύσσει την ίδρυση του «Κράτους του Ισραήλ» και την επομένη τα γειτονικά αραβικά κράτη επεμβαίνουν για να αποτρέψουν την εδραίωση ξεχωριστού εβραϊκού κράτους. Τρεις μέρες αργότερα, η ΕΣΣΔ είναι η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει de jure το κράτος του Ισραήλ, αυξάνει τη ροή των εξοπλισμών μέσω Τσεχοσλοβακίας και φτάνει να στείλει στους Σιωνιστές μέχρι και γερμανικά αεροπλάνα που είχαν κατασχεθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ενώ αναλαμβάνει την εκπαίδευση των ισραηλινών πιλότων στην Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία. 

Η τραγική θέση των Παλαιστίνιων προσφύγων από τις εθνικές εκκαθαρίσεις της Νάκμπα, δεν μεταβάλλει τη στάση του Στάλιν. Λίγο πριν το τέλος του πόλεμου, τον Δεκέμβρη του 1948, στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, η ΕΣΣΔ μαζί με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ψηφίζει ενάντια στην Απόφαση 194 που προέβλεπε «το δικαίωμα της επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους». Την ίδια εποχή μια αναφορά στο υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ τόνιζε: «Οι Σοβιετικοί δεν λειτουργούν απλά ως σύμμαχοί μας στον ΟΗΕ, αλλά ως απεσταλμένοι εκπρόσωποί μας»!

Δυο δεκαετίες αργότερα, ο Μπεν Γκουριόν θα γράψει ότι «χωρίς τα όπλα από την Τσεχοσλοβακία, αμφιβάλλω αν θα επιβιώναμε πάνω από ένα μήνα». Και η ισραηλινή μετέπειτα πρωθυπουργός στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, Γκόλντα Μέιρ, θα πει στα απομνημονεύματά της: «Τις πρώτες έξι εβδομάδες βασιζόμασταν σε μεγάλο βαθμό στις οβίδες, τα πολυβόλα και τις σφαίρες που μπόρεσε να αγοράσει η Χαγκανά στην Ανατολική Ευρώπη».

Ψυχρός Πόλεμος

Το 1949 το νεοσύστατο σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ είχε πια εδραιωθεί έχοντας καταλάβει περισσότερο από το 55% της περιοχής της ιστορικής Παλαιστίνης που του «έδινε» η απόφαση του ΟΗΕ. Την ίδια εποχή ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός παγίωνε την πολιτική του στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου κι αυτό σήμαινε στροφή και στην αντιμετώπιση του Ισραήλ. Η αμερικάνικη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια άρχισε να ρέει άφθονη με αποτέλεσμα το Ισραήλ να περάσει αρχικά στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ («αδειάζοντας» τις προσδοκίες της σταλινικής γραφειοκρατίας) και στη συνέχεια να γίνει το μαντρόσκυλο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή (κάτι που κορυφώθηκε μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η σιωνιστική ηγεσία στράφηκε προς τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα της κυνικής διπλωματικής και στρατιωτικής υποστήριξης του Στάλιν προς τους Σιωνιστές το 1947-49 ήταν οι σφαγές και η προσφυγιά για τους Παλαιστίνιους και η κρίση για την Αριστερά στις Αραβικές χώρες. 

Για να δικαιολογήσουν αυτή τη στάση τους, στις επίσημες ομιλίες τους στον ΟΗΕ οι Σοβιετικοί διπλωμάτες, σαν τον Γκρομύκο, επικαλούνταν τις συμφορές των Εβραίων, το Ολοκαύτωμα, μέχρι και τον «κοινό αντιφασιστικό αγώνα» στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Τέτοιες δικαιολογίες απέχουν από την πραγματικότητα. Ο αντισημιτισμός ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του κρατικού καπιταλισμού στη σταλινική Ρωσία της δεκαετίας του 1930. Μια συχνή κατηγορία στις Δίκες της Μόσχας που εξόντωσαν όλη την παλιά ηγεσία των Μπολσεβίκων από την επανάσταση του 1917, ήταν η «σιωνιστική προπαγάνδα». Αντικείμενο διώξεων στη Ρωσία είχε γίνει ακόμα και η Εβραϊκή Αντιφασιστική Επιτροπή, που τη λειτουργία της είχε επιτρέψει το καθεστώς στη διάρκεια του Β΄ Π.Π. Ακόμα και τις παραμονές της Διάσκεψης της Γιάλτας το Φλεβάρη 1945 ο Στάλιν περιέγραφε στον Ρούσβελτ τους Εβραίους γενικά σαν «κερδοσκόπους και παράσιτα».

Στην πραγματικότητα, το κίνητρο για την υποστήριξη του Στάλιν στους Σιωνιστές και το Ισραήλ δεν είχε να κάνει ούτε με τις συμφορές των εκατομμυρίων Εβραίων, ούτε με τους αραβικούς λαούς της περιοχής, αλλά με μια «ρεάλ πολιτίκ» που εξυπηρετούσε τα γεωπολιτικά συμφέροντα του ρωσικού κρατικού καπιταλισμού. Μέχρι το 1947, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή μέσω της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ιράν, σε μια περιοχή κρίσιμη τόσο για τα πετρέλαιά της, όσο και γεωπολιτικά. Η Βρετανία εξακολουθούσε να κρατά στη σφαίρα επιρροής της τις αραβικές μοναρχίες του Ιράκ, της Υπεριορδανίας και της Αιγύπτου, ενώ οι ΗΠΑ ενίσχυαν τις σχέσεις τους με τη Σαουδική Αραβία. Ο Στάλιν το πιθανότερο είναι πως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους θα ήταν μια σφήνα, ένας χρήσιμος μοχλός για την εκδίωξη τουλάχιστον της Βρετανίας από την Παλαιστίνη, μιας περιοχής που βρισκόταν σε κομβικό σημείο, στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Έτσι, όταν στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου ηγετικά στελέχη του Σιωνισμού όπως ο Βάισμαν και ο Μπεν Γκουριόν πλησίασαν τη Σοβιετική ηγεσία ζητώντας βοήθεια, ο Στάλιν ανταποκρίθηκε.

Η δύναμη που θα μπορούσε να συγκρουστεί τόσο με τους ιμπεριαλιστές, όσο και με τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα υπήρχε: ήταν το «αραβικό πεζοδρόμιο», οι εργάτες, οι αγρότες, η νεολαία στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Και οι αγώνες τους υπήρχαν: για παράδειγμα, το 1948 στο Ιράκ ξέσπασε η al Wathba, μια περίοδος πολιτικής αναταραχής, που έβγαλε κατά χιλιάδες τις μάζες στο δρόμο και πολλαπλασίασε την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιράκ. Όμως, για τον Στάλιν η όποια σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό μπορούσε να έρθει μόνο από τα πάνω. Κι αφού οι αραβικές μοναρχίες ήταν μαριονέτες των ιμπεριαλιστών, έπρεπε να υποστηριχθεί μια άλλη κρατική οντότητα, το Ισραήλ, έστω κι αν αυτή θα χτιζόταν με το αίμα χιλιάδων Παλαιστίνιων. Το κόστος της υποστήριξής του στους Σιωνιστές ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τα αραβικά Κομμουνιστικά Κόμματα. Αλλά αυτό θεωρήθηκε ένα αμελητέο τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί ως αντάλλαγμα για την εξασφάλιση της παρουσίας της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή καθώς ξεκινούσε ο Ψυχρός Πόλεμος.