Την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου θα συνεδριάσει στην Αθήνα το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας με τη συμμετοχή 11 υπουργών από την ελληνική πλευρά και 8 από την τουρκική.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, «ο στόχος του Μεγάρου Μαξίµου για τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν είναι να εδραιωθεί η ηρεµία και η βελτίωση των διµερών σχέσεων και να επισφραγιστεί µε συµφωνίες προς όφελος των δύο χωρών… Οι διαφωνίες παραµένουν, ωστόσο η επιδίωξη είναι οι διαφωνίες να µην παράγουν διµερείς κρίσεις». Αντίστοιχο μοτίβο ακολουθεί και η κυβέρνηση Ερντογάν.
Η διαδικασία «σύσφιξης» των σχέσεων των δύο χώρων που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικούς μήνες μετά από μια περίπου τριετία άγριου ανταγωνισμού, διακοπής επαφών και παρ’ ολίγο θερμών επεισοδίων, δεν πατάει σε γνήσιες φιλειρηνικές προθέσεις εκατέρωθεν του Αιγαίου.
Συμβαίνει για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι η πίεση των ΗΠΑ προκειμένου να γίνει πιο συμπαγής η Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Πίεση που έγινε πιο έντονη αμέσως μετά την εκκίνηση του πολέμου Ρωσίας-ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και συνεχίζεται με την ανάφλεξη στην Παλαιστίνη και τη Μέση Ανατολή. Μια συνέχιση των ελληνοτουρκικών αναχαιτήσεων και των συνεχών αντεγκλήσεων των στόλων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, δεν χωράει σε μια περίοδο όπου στις αμερικανικές βάσεις από το Ιντσιρλίκ μέχρι τη Σούδα βρίσκονται σε πυρετό λόγω των πολεμικών εξελίξεων.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ρατσιστική πολιτική της ΕΕ-Φρούριο που πιέζει για πιο σφιχτό κλείσιμο των συνόρων. Η διμερής συμφωνία που εδώ και κάποιους μήνες απεργάζονται οι αρμόδιοι υπουργοί των δύο χωρών είναι και η μόνη πρωτευούσης σημασίας συμφωνία που αναμένεται να υπάρξει από τις συναντήσεις στην Αθήνα -προβλέποντας κοινή δράση της αστυνομίας και του λιμενικού των δύο χωρών με τοποθετήσεις στελεχών τους εκατέρωθεν και στις δύο χώρες προκειμένου να εμποδίζουν αποτελεσματικότερα τους πρόσφυγες.
Ο τρίτος λόγος είναι η ίδια η πρόθεση και των δύο κυβερνήσεων να εμπλακούν βαθύτερα και πιο ενεργά και στους δύο τομείς: και στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και στη ρατσιστική πολιτική σε βάρος των προσφύγων και των μεταναστών που αυτά δημιουργούν. Ως προς τις ΗΠΑ, ο μεν Μητσοτάκης κάνοντας το «καλό παιδί», αποδεχόμενος κάθε νέο αίτημα του ΝΑΤΟ και αυξάνοντας τους εξοπλισμούς, ο δε Ερντογάν διεκδικώντας επιπλέον και τον ρόλο του διαμεσολαβητή που έχουν ανάγκη οι ΗΠΑ στο διπλωματικό παζάρι και στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.
Και οι δύο -παρά τη ρητορική του Ερντογάν σε σχέση με το κράτος του Ισραήλ- παρέχουν στις ΗΠΑ τις νατοϊκές βάσεις που έχει ανάγκη για να μπορεί να επιχειρεί στην περιοχή υποστηρίζοντας τον πόλεμο γενοκτονίας του Ισραήλ στην Γάζα και επιβλέποντας τις υπόλοιπες χώρες της Μ. Ανατολής. Και οι δύο αποβλέπουν σε στρατιωτικά, διπλωματικά και οικονομικά ανταλλάγματα. Από τις ΗΠΑ, αγορά νέων όπλων, στρατιωτική, γεωπολιτική και διπλωματική αναβάθμιση της θέσης τους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Από την ΕΕ, οικονομικά και διπλωματικά ανταλλάγματα, για την κυβέρνηση Ερντογάν όσον αφορά τη συνέχιση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για το μεταναστευτικό αλλά και τις γενικότερες «ενταξιακές» και μη σχέσεις της με την ΕΕ. Και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, επιβεβαίωση της θέσης της στην «πρωτοπορία» των χωρών της ΕΕ όσον αφορά στην εφαρμογή όλο και πιο σκληρών αντιπροσφυγικών πολιτικών.
Περιτύλιγμα
Αυτή είναι η «θετική ατζέντα» του «καζάν-καζάν» διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες, γύρω από την οποία χρησιμοποιούνται σαν περιτύλιγμα η συνεργασία όσον αφορά τον τουρισμό με ευκολότερη βίζα για τους Τούρκους στα νησιά, την αγορά ενέργειας, νέα γέφυρα στον Έβρο, ανταλλαγές φοιτητών, συνεργασία στο επίπεδο του Πολιτισμού κ.α. Αλλά όπως αναφέρουν ελληνικές κυβερνητικές πηγές, πηγαίνουν με «χαμηλές προσδοκίες».
Αυτό αφορά κατά κόρο τον σκληρό (εκτός κυπριακού) πυρήνα του σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό καπιταλισμό για υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα, εναέριο χώρο και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, που παραμένει αμείωτος. Γι’ αυτά, οι δύο πλευρές αναμένεται απλά να «διερευνήσουν» την επανεκκίνηση νέου γύρου «διερευνητικών επαφών». Ο δύο προηγούμενοι γύροι είχαν τερματιστεί βιαίως με πρωτοβουλία και των δύο πλευρών το 2021 και 2022 έχοντας εξελιχθεί σε «παράλληλους μονόλογους» όπως χαρακτηριστικά έγραψε η Καθημερινή.
Οι ανταγωνισμοί είναι εκεί, έτοιμοι να ξαναφουντώσουν ανά πάσα στιγμή. Αλλά η δυσπιστία και η καχυποψία είναι διάχυτες σε βαθμό γελοιότητας ακόμη και στους πλέον «ανώδυνους» τομείς. Π.χ. η πρόταση για κοινές ανασκαφές Ελλήνων και Τούρκων αρχαιολόγων, όπως διαβάζουμε «στην ατζέντα έχει κατά κύριο λόγο την προϊστορική εποχή που είναι λιγότερο “πολιτικοποιημένη” από την κλασική και την ελληνιστική περίοδο»! Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανησυχεί επίσης μην πετάξει καμιά «κορόνα» ο Ερντογάν ή μη τυχόν ζητήσει να συναντηθεί με εκπροσώπους της μειονότητας, «κίνδυνο» για τον οποίο, όπως αναφέρουν τα μέσα, «προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η Αθήνα επιχειρεί να ορθώσει “στεγανά” μέσω ενός εξαιρετικά σφικτού και απολύτως προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος». Είναι τέτοιο το «άγχος» που πολλοί σχολιάζουν ότι τελικά θα εξελιχθεί σε «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Προβληματική είναι η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάνω στη «συνεργασία». Ο Κασσελάκης ενώ επικροτεί τη συνεργασία στα πλαίσια της ένταξης της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, από την άλλη σπεύδει να θέσει «κόκκινες γραμμές» για αποκλεισμό «οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης σχετικά με την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, την κυριαρχία της χώρας και οποιαδήποτε συζήτηση περί συνεκμετάλλευσης ή απεμπόλησης του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια». Ο Ανδρουλάκης αφού δήλωσε ότι «ο Ερντογάν δεν αλλάζει», με επιχειρηματολογία Σαμαρά -γιατί «μιλάει ως εκπρόσωπος μιας ομάδας χωρών που αντιπαρατίθενται με τη Δύση»- τοποθετήθηκε υπέρ της συνεργασίας. Χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα την «έξυπνη» πολιτική Σημίτη που με δόλωμα την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ την έφερε στο τουρκικό κράτος, πετυχαίνοντας να εντάξει την Κύπρο.
«Εμείς δεν είμαστε της άποψης ότι δεν πρέπει να γίνονται συζητήσεις ή ότι δεν πρέπει να υπάρχει διάλογος ενός κράτους με ένα άλλο κράτος των κυβερνήσεων ιδιαίτερα αν είναι γειτονικά κράτη και μάλιστα Ελλάδας-Τουρκίας», είπε ο Κουτσούμπας σε συνέντευξή του. Το ΚΚΕ σωστά επεσήμανε τον ρόλο της συνεργασίας στην αναβάθμιση της συμμετοχής στους νατοϊκούς σχεδιασμούς αλλά κυρίως κινήθηκε και αυτό στο πλαίσιο των «κόκκινων γραμμών» της «πατριωτικής αντιπολίτευσης» για τα λεγόμενα «κυριαρχικά δικαιώματα» του ελληνικού καπιταλισμού. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Μαρίνος:
«Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα γιατί η τουρκική πλευρά έρχεται στις διαπραγματεύσεις με ένα απαράδεκτο πλαίσιο διεκδικήσεων που αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, την αμφισβήτηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, επαναφέρει τη "Γαλάζια Πατρίδα"… Το ΚΚΕ θέτει τα ζητήματα αυτά στον λαό μας, τον ενημερώνει και τον καλεί να επαγρυπνεί, γιατί υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι για την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας».
Η απάντηση στην υποκριτική «συνεργασία» των δύο ανταγωνιστικών υποϊμπεριαλισμών της Ανατολικής Μεσογείου, στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των ΗΠΑ, δεν μπορεί να είναι η «πατριωτική πλειοδοσία» προς όφελος των συμφερόντων του «δικού» μας καπιταλισμού. Είναι η διεθνιστική αλληλεγγύη της εργατικής τάξης εκατέρωθεν του Αιγαίου ενάντια στους ιμπεριαλιστές αλλά και ενάντια στους επικίνδυνους για την εργατική τάξη ανταγωνισμούς ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις σε Ελλάδα και Τουρκία.