Και εδώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη που απελευθερωνόταν από τους ναζί η Αριστερά συμμετείχε στις κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» επιμένοντας στην «ομαλή» κοινοβουλευτική εξέλιξη. Πώς φτάσαμε, λοιπόν στο Μεγάλο Δεκέμβρη του 1944;
Ο Δεκέμβρης του 1944 δεν καθορίστηκε από τις επιλογές της Αριστεράς, παρά σε πολύ μικρό βαθμό. Η ίδια προσπαθούσε διακαώς και με πρωτοφανείς υποχωρήσεις να αποφύγει τη σύγκρουση με τους Βρετανούς και για αυτό υπέγραψε της συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας ώστε να μην αποτελέσει τον υπαίτιο της διάσπασης της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας που είχε συγκροτηθεί στην διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Της είχε, μάλιστα, υποδειχθεί αυτό από τη Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή που βρέθηκε στο βουνό, τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1944, τότε που στους κόλπους του ΕΑΜ ήταν υπό συζήτηση, αν θα έπρεπε να αποδεχθεί τη συμφωνία του Λιβάνου που πρότειναν η κυβέρνηση Παπανδρέου και οι Βρετανοί.
Αντίθετα, παρά την πλήρη αποδοχή και προσαρμογή στη γραμμή της ομαλής εξέλιξης από το ΕΑΜ, εκείνο που δεν μπόρεσε να αποσοβήσει ήταν την εφαρμογή των βρετανικών σχεδίων να διατηρηθεί η Ελλάδα υπό βρετανική επικυριαρχία. Ήταν μια σαφής επιλογή που είχε δρομολογηθεί από το καλοκαίρι του 1943 από τον Τσώρτσιλ και αφορούσε ακόμη και την εισβολή στην Αθήνα βρετανικών στρατευμάτων κατά την απελευθέρωση ώστε να διασφαλιστεί ο πολιτικός έλεγχος της χώρας. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε τον Οκτώβριο του 1944 γιατί οι Βρετανοί δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνάμεις, εξαιτίας της απαίτησης του Αμερικανού στρατηγού Αϊζενχάουερ να μην αποδυναμωθεί η επίθεση των συμμάχων μετά την εισβολή στην Νορμανδία με την απόσπαση στρατιωτικών δυνάμεων για να εξυπηρετηθούν τα βρετανικά πολιτικά σχέδια. Αυτό θα επιτρεπόταν μόνο αν ο ΕΛΑΣ επιχειρούσε να καταλάβει βίαια την εξουσία, όταν αποχωρούσαν οι Γερμανοί από την Αθήνα.
‘Όμως ο ΕΛΑΣ δεν έριξε ούτε έναν πυροβολισμό κατά την Απελευθέρωση, αν εξαιρέσει κανείς την προσπάθεια σύλληψης των ακροδεξιών των Ταγμάτων Ασφαλείας που έγινε, όμως και αυτή ως επί το πλείστον αναίμακτα, με τη μικρή εξαίρεση της μάχης στο Μελιγαλά τον Σεπτέμβριο του 1944. Ακόμη περισσότερο, το ΕΑΜ ανέλαβε αμέσως κυβερνητικές εξουσίες στην απελευθερωμένη Αθήνα στα πλαίσια των υποχρεώσεων του με βάση τη συμφωνία του Λιβάνου και μάλιστα το δύσκολο υπουργείο Οικονομικών. Η μόνη του παρασπονδία από τα συμφωνηθέντα ήταν να μην αποστρατεύσει πλήρως τον ΕΛΑΣ, αφού ήταν απολύτως ορατό ένα ενδεχόμενο ακροδεξιού πραξικοπήματος από δυνάμεις που είχαν μυστικά σχηματιστεί στην Αθήνα με την βοήθεια των Βρετανών (τα Συντάγματα του Σπηλιωτόπουλου) αλλά και την Ορεινή Ταξιαρχία που είχε μεταφερθεί από την Ιταλία. Δείγμα μιας τέτοιας πρόθεσης ήταν η επίθεση που είχε εκδηλωθεί με την πρώτη σφαγή εναντίον άοπλων διαδηλωτών στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 1944.
Όταν εκδηλώθηκαν οι μεγάλες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας στα τέλη του Νοεμβρίου του 1944 εναντίον της αδυναμίας της εθνικής κυβέρνησης (έμμεσα και εναντίον του ΕΑΜ) να αντιμετωπίσει τα οξυμμένα οικονομικά προβλήματα, οι Βρετανοί αποφάσισαν ότι έπρεπε να κλείσουν το κεφάλαιο της διατήρησης του ΕΛΑΣ υπό τα όπλα, αφού φοβήθηκαν ότι, αργά ή γρήγορα, θα εμπλεκόταν στις κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Έβγαλαν μια διαταγή αποστράτευσης του, την οποία θα υπέγραφε το ΕΑΜ, αν αφορούσε ισότιμα και τα ακροδεξιά στρατιωτικά σώματα. Επειδή, όμως, ήταν παντελώς μονόπλευρη η αποστράτευση αυτή και υπό την συνεχή απειλή ενός εν εξελίξει ακροδεξιού πραξικοπήματος, το ΕΑΜ δεν συγκατένευσε και αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί με μια μεγάλη διαδήλωση στην πλατεία Συντάγματος, στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Όταν τα ακροδεξιά σώματα της αστυνομίας έπληξαν τη διαδήλωση με 33 νεκρούς και 140 τραυματίες, το ΕΑΜ αποφάσισε ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο ΕΛΑΣ για να αφοπλίσει την αστυνομία. Αυτή η κίνηση ήταν και η συμβολή της ελληνικής Αριστεράς στις αφορμές της σύγκρουσης. Αν και ο αφοπλισμός αυτός, βάσει εντολών, έγινε αναίμακτα, εκτός από μια περίπτωση στον Πειραιά που σκοτώθηκε ένας αστυνομικός, οι Βρετανοί αποφάσισαν ότι μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα για να ενεργοποιήσουν το σχέδιο επέμβασης στην Αθήνα. Αποβίβασαν στρατεύματα σε αυτήν που περίμεναν έτοιμα από καιρό και τα αύξησαν με νέες δυνάμεις που σταδιακά ξεπέρασαν τις 80.000 έναντι μιας ελασίτικης δύναμης που δεν υπερέβη το 1/4 της δύναμης αυτής, αφού το ΕΑΜ προσπαθούσε να αποφύγει τη γενίκευση της σύγκρουσης και δεν μετέφερε τον κύριο όγκο των δυνάμεων του στην Αθήνα. Αντίθετα, οι Βρετανοί έπληξαν τον ΕΛΑΣ με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους, χωρίς να υπολογίζουν ότι οι μάχες γίνονταν σε κατοικημένη περιοχή και τα θύματα σε άμαχους θα ήταν χιλιάδες.
Είχε ο Δεκέμβρης τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής-ταξικής σύγκρουσης; Πώς τροφοδοτήθηκε από τη δυναμική του εαμικού κινήματος στην Αθήνα;
Ήταν προφανές ότι η σύγκρουση του Δεκέμβρη είχε τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής-ταξικής σύγκρουσης από την άποψη ότι ο λαός της Αθήνας αμύνθηκε ένοπλα σε μια ταξική επίθεση που δέχθηκε, προκειμένου να επιβληθεί μια στρατιωτική δικτατορία. Υπό την έννοια αυτή, ήταν αγώνας ταξικής άμυνας, στο μέτρο που επικεφαλής των αστικών δυνάμεων ήταν οι ληστρικές μερίδες τις αστικής τάξης (κυρίως τα νέα αστικά στρώματα που είχαν προκύψει από τη καταλήστευση που συντελέστηκε επί Κατοχής) και ακραία τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Χωρίς να έχει η σύγκρουση τα χαρακτηριστικά της Κομμούνας του Παρισιού (συγκρότηση ενός λαϊκού κράτους, απαλλοτρίωση των αστών, αποδόμηση κρατικού μηχανισμού και εργατικές εξουσίες), είχε ωστόσο τα χαρακτηριστικά της ως προς τις συνέπειες της σύγκρουσης πάνω στην εργατική τάξη. Εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες συλλήψεις (μόνο οι υπόδικοι στα 1945 ήταν 80.000 και δεν τους χωρούσαν οι υπάρχουσες φυλακές), καταλήστευση των εργατικών στρωμάτων, διάλυση ταξικών οργανώσεων, φτώχεια και εξαθλίωση, ενώ επιβλήθηκε ένα καθεστώς βίας και πολιτικού κατατρεγμού που διάρκεσε μέχρι και την χούντα των Συνταγματαρχών.
Με ποια προοπτική μπήκε, ή ακριβέστερα σύρθηκε, στη σύγκρουση η ηγεσία της Αριστεράς;
Η ηγεσία της Αριστεράς δεν μπήκε στη σύγκρουση με ταξικούς προσανατολισμούς. Στην ουσία βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο σε μια επίθεση την έκταση της οποίας δεν περίμενε. Μάλιστα, έκανε ό,τι μπορούσε για να την κρατήσει στα όρια μιας ένοπλης διαμαρτυρίας και αυτοπροστασίας των στελεχών και των μαχητών της. Όσο γίνονταν οι μάχες, την ίδια στιγμή, προσπαθούσε να απεμπλακεί από αυτές. Υπέβαλε συνεχείς προτάσεις ώστε να σταματήσει η σύγκρουση και να επέλθει ειρήνευση, κάτι που πέτυχε μόνο όταν ο Τσώρτσιλ, πιεζόμενος από την κακή πορεία των επιχειρήσεων του συμμαχικού στρατού στις Αρδέννες, υποχρεώθηκε να απεμπλέξει στρατιωτικές δυνάμεις από την Ελλάδα και ο ίδιος ήρθε στην Αθήνα με σχέδιο ειρήνευσης, τα Χριστούγεννα του 1944. Όταν αποδέχθηκε να μην επιβληθεί ο βασιλιάς ως κεφαλή του ελληνικού κράτους χωρίς δημοψήφισμα (η βασική απαίτηση του ΕΑΜ) και όρισε ως αντιβασιλέα τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό (κάτι που με δυσκολία αποδέχθηκαν οι Βρετανοί) και κυρίως έδιωξε από την κυβέρνηση τον Παπανδρέου, στον οποίο το ΕΑΜ απέδιδε και τη σφαγή στην Πλατεία Συντάγματος, ο ΕΛΑΣ κατέθεσε τα όπλα, σε μια σύγκρουση στην οποία δεν έβλεπε άλλου τύπου διέξοδο.
Όσο προχωράει η ιστορική έρευνα τόσο προβάλλει πιο έντονα η αγριότητα με την οποία αντιμετώπισε ο βρετανικός ιμπεριαλισμός και η Δεξιά τις εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Μπορείς να πεις δυο λόγια γι’ αυτό;
Από την αρχή το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είχαν τον νου τους στις επιπτώσεις που θα είχε η σύγκρουση μέσα σε μια κατοικημένη περιοχή και συνεπεία της αποικιοκρατικής νοοτροπίας των Βρετανών που συστηματικά επέλεγαν να προβαίνουν σε σφαγές μέσα σε κατοικημένες περιοχές (Ινδία, Αίγυπτο, Συρία κλπ). Οι τελευταίοι δεν επέδειξαν καμία περίσκεψη να χρησιμοποιήσουν το πυροβολικό τους στη σύγκρουση, τα πολεμικά τους αεροπλάνα (εκατοντάδες σκοτώθηκαν από πολυβολισμούς στο ψαχνό εναντίον σπιτιών) αλλά και τανκς ακόμα και μέσα σε παραγκουπόλεις, όπως το Δουργούτι, με χιλιάδες στοιβαγμένους ανθρώπους. Πολύ περισσότερο, χρησιμοποίησαν την πείνα και την λειψυδρία ως μέσο πολέμου, δημιουργώντας πραγματική απόγνωση στον άμαχο πληθυσμό. Ίσως αυτό ήταν και το ισχυρότερο όπλο τους που υποχρέωσε το ΕΑΜ να συνθηκολογήσει αφού ολόκληρες συνοικίες της Αθήνας έμειναν χωρίς νερό και εκλιπαρούσαν για τα βυτία που περίφερε επιδεικτικά ο βρετανικός στρατός.
Αντίθετα, το ΕΑΜ προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες στους άμαχους. Δόθηκε εντολή να μην μεταφερθούν στην Αθήνα τα βαρέα όπλα που διέθετε ο ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο αφού η χρήση τους σε κατοικημένες περιοχές θα προκαλούσαν εκατόμβες θυμάτων. Προσπάθησε δε να αποκαταστήσει τα κατεστραμμένα από τους Βρετανούς υπάρχοντα δίκτυα ύδρευσης και να αφοπλίσει τις βρετανικές νάρκες, ενώ έδωσε τις μάχες του χρησιμοποιώντας μόνο πιστόλια και ατομικά τουφέκια σε περιοχές που δεν υπήρχαν πυκνοκατοικημένες συνοικίες. Στην ουσία, όλες οι μάχες που ανέλαβε από δική του πρωτοβουλία ο ΕΛΑΣ, τις έδωσε περιμετρικά στρατοπέδων του εθνικού στρατού (Σύνταγμα Μακρυγιάννη, στρατόπεδο στο Γουδί, γύρω από το νοσοκομείο Σωτηρία που δεν υπήρχαν κατοικίες κλπ) και όχι σε κατοικημένες περιοχές και μάλιστα μέσα από τα σπίτια κατοίκων της Αθήνας. Μάλιστα, το ΓΣ του ΕΛΑΣ κρατήθηκε μακριά από τη σύγκρουση και κυρίως ο Βελουχιώτης, γιατί υπήρχε φόβος ότι η εμπλοκή τακτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη μάχη θα προκαλούσε χιλιάδες θύματα. Έτσι, τις περισσότερες μάχες τις έδωσε με τον ΕΛΑΣ της Αθήνας που γνώριζε τις συνθήκες της μάχης μέσα σε πόλη. Να σημειωθεί ότι και όταν αποφάσισε την συνθηκολόγηση, παρέκαμψε την έκθεση του Γ.Σ του ΕΛΑΣ που θεωρούσε εφικτή και διαχειρίσιμη μια παράταση των μαχών εκτός Αθήνας, γιατί φοβόταν ότι μια σύγκρουση με τα όπλα που διέθετε ο ΕΛΑΣ της υπαίθρου θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες εις βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Ο Μ. Λυμπεράτος μίλησε στον Λέανδρο Μπόλαρη