Το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος μετά από μακρά περίοδο νοσηλείας, έχοντας διανύσει μία πορεία 60 χρόνων ως ακούραστος εργάτης της τέχνης.
Γεννημένος το 1938 στην Αθήνα, γιος ναυτικού χωρίς καμία διάθεση να συνεχίσει τα ταξίδια του πατέρα του, θα ανακαλύψει την αγάπη του για το θέατρο στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων στα Εξάρχεια με συμμαθητές τους Γιάννη Φέρτη, Διαγόρα Χρονόπουλο και Σταύρο Ξαρχάκο.
Ορόσημο για την καλλιτεχνική του πορεία θα είναι η γνωριμία του με τον Κάρολο Κουν και η φοίτηση του στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Τα πρώτα αυτά χρόνια στο Θέατρο Τέχνης θα σφραγίσουν τον πνευματικό και ηθικό κώδικα του Μιχαλακόπουλου και θα καθορίσουν το ιδιαίτερο κωμικό του ταλέντο. Όπως αφηγείται ο ίδιος «κυριολεκτικά προσγειώθηκα στο Θέατρο Τέχνης, γλιστρώντας στη σκηνή από το κεφαλόσκαλο και προκαλώντας το γέλιο των συναδέλφων μου».
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του θα ξεκινήσει μία ασταμάτητη πορεία από το ελεύθερο θέατρο μέχρι το Εθνικό σε έργα κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου. Δεν θα είναι λίγες οι εμφανίσεις του στον κινηματογράφο, σχεδόν πάντα σε χαρακτηριστικούς κωμικούς ρόλους χωρίς αυτό να τον τυποποιεί αν αναλογιστεί κανείς τις συνεργασίες του με τον Καβουκίδη, τον Χούρσογλου και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Κατά τη διάρκεια της χούντας θα δώσει συνδικαλιστική μάχη με τους συναδέλφους/ισσες του ηθοποιούς ενάντια στη μεθόδευση της διακοπής χορήγησης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για όσους δεν είχαν γραφτεί στο νέο «αποκαθαρμένο» από αριστερούς ηθοποιούς σωματείο.
Η καλλιτεχνική του αιχμηρότητα και η πολιτική του κριτική θα βρουν, επίσης, έδαφος μέσα στη χούντα όταν το 1973 θα ιδρύσει το Θέατρο Σάτιρας καθώς επίσης και στην τηλεοπτική συνεργασία του με τον Κώστα Μουρσελά στην σειρά «Εκείνος κι Εκείνος» (1972-1974), όπου μαζί με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, ενσάρκωσαν δύο παράλογα απλές φιγούρες της νεοελληνικής πραγματικότητας που με όπλο το χιούμορ και τη σάτιρα ασκούσαν έμμεση κριτική στην κοινωνία και το καθεστώς. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και η σειρά ελεγχόταν αυστηρά από τη χουντική λογοκρισία, γλίτωσε το «πετσόκομα» χάρη στον υποβόσκοντα τρόπο της γραφής και της ερμηνείας. Τέλος, δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί ο πρωταγωνιστικός του ρόλος το 1982 στη σειρά «Ο Καπιταλιστής» όπου σατιρίζεται η οικονομική κρίση και η αλλοτρίωση των πολιτών από τον καπιταλισμό.
Η αγάπη του Γιώργου Μιχαλακόπουλου για το θέατρο δεν περιορίστηκε μόνο στην υποκριτική και, αργότερα, στην σκηνοθεσία. Ο ίδιος αφιερώθηκε με πάθος στη διδασκαλία της υποκριτικής. Δίδαξε για αρκετά χρόνια στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Η κρισιμότερη, όμως, στιγμή στα χρόνια της διδασκαλίας του ήταν το 1981 όταν ανέλαβε την ίδρυση του θεατρικού εργαστηρίου στις φυλακές Κορυδαλλού, πράξη πρωτοποριακή και πρακτική άγνωστη, σχετικά, στην Ελλάδα της εποχής.
Δήλωνε πάντα αριστερός στην ιδεολογία με τις πεποιθήσεις του να αφοσιώνονται σε μία αμιγώς ανθρωπιστική-κοινωνική πλευρά όπως η μεγάλη έγνοιά του για την ομαλή επανένταξη εξαρτημένων ατόμων στην κοινωνία, κάτι που υπηρέτησε ως αιρετός και άμισθος αντιπρόεδρος του ΚΕΘΕΑ.
Σημαντικό, όμως, θα ήταν να θυμηθούμε δύο γνωστές αλλά με ιδιαίτερη σημασία στιγμές της κινηματογραφικής του καριέρας. Η πρώτη είναι στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη το 1969 «Ξύπνα Βασίλη», όπου με καλά καμουφλαρισμένη ειρωνεία και συγκρατημένη γελοιότητα ενσαρκώνει τον εθνικόφρονα αντικομμουνιστή ποιητή Φανφάρα, κάτι που τις περισσότερες φορές γινόταν αντίστροφα. Η δεύτερη, κλείνοντας, είναι στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θ. Αγγελόπουλου, όπου βαδιζοντας μαζί με τον Χάρβει Καϊτέλ κάνουν προπόσεις «…στον Τσε Γκεβάρα, στον Μάη του 68».
Ο Μιχαλακόπουλος σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις έκλεινε με τα παρακάτω λόγια, άξια ενός καλού επιλόγου: «Σας υπόσχομαι ότι προσπαθώ. Όσον αφορά την υστεροφημία μου θέλω να με σκέφτονται σαν τον Γιώργο, τον φίλο, με το καλό χιούμορ, προσβάσιμο, που μπορεί να ακούει την ιστορία αυτούς που έχει απέναντί του, όχι σαν κάτι το ιδιαίτερο».
Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος