Η δήλωση του Α. Συρίγου, βουλευτή της ΝΔ και πρώην υφυπουργού Παιδείας πριν δυο βδομάδες στον Σκάι για τις «παρωχημένες διατάξεις» της Συνθήκης της Λωζάνης προκάλεσε καταγγελίες από την αντιπολίτευση για απαράδεκτες υποχωρήσεις στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Ο Κασσελάκης τον κατηγόρησε για παράδειγμα ότι έκανε «δώρο στον Ερντογάν». Είναι κάπως αστείο, βέβαια, να κατηγορείται για «ενδοτισμό» ο Συρίγος που στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 «διέπρεπε» στο Δίκτυο 21 αγκαλιά με τον Φαήλο Κρανιδιώτη και άλλα «λουλούδια» της τουρκοφαγικής εθνικοφροσύνης πριν γίνει μέγας «μακεδονομάχος» στα συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τη Συνθήκη της Λωζάνης επικρατεί ένα είδος αμνησίας: εξαφανίζεται το ιστορικό υπόβαθρο που καθόρισε τους όρους της Συνθήκης η οποία υπογράφτηκε τον Ιούλη του 1923. Στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή της δεν συμμετείχαν μόνο η Ελλάδα και η Τουρκία -δηλαδή το κράτος που είχε δημιουργήσει το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ- αλλά και η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία ακόμα και η …Ιαπωνία (σύμμαχος της Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο). Ο επικεφαλής της ιταλικής αντιπροσωπείας ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι.
Κι ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι η προηγούμενη Συνθήκη ανάμεσα στους νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (που ανήκε στους ηττημένους) δηλαδή η Συνθήκη των Σεβρών το 1920 είχε γίνει κουρελόχαρτο. Ήταν μια συνθήκη διαμελισμού και μοιράσματος της Αυτοκρατορίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Για την ελληνική αστική τάξη υποτίθεται ότι εξασφάλιζε την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» όπως έλεγε ο Βενιζέλος. Αυτός ο «εθνικός θρίαμβος» πνίγηκε στο αίμα και τις φλόγες της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922.
Ο Λόρδος Κέρζον, υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας στις αρχές Οκτώβρη του 1923 εξήγησε στις αντιπροσωπείες της Αυτοκρατορικής Διάσκεψης στο Λονδίνο τη διαφορά με τις άλλες συνθήκες που είχαν ακολουθήσει το τέλος του πολέμου. Αυτό που γινόταν στις προηγούμενες ήταν: «υπαγόρευση υπό την απειλή της ξιφολόγχης. Ο ηττημένος εχθρός γινόταν δεκτός μόνο για να ακούσει την ποινή του… Η Λωζάνη διέφερε. Μέχρι τώρα υπαγορεύαμε τις συνθήκες ειρήνης. Τώρα διαπραγματευτήκαμε μία με ένα εχθρό που διαθέτει στρατό».
Έτσι οι Σύμμαχοι αναγκαστήκανε να αναγνωρίσουνε τη νέα Δημοκρατία της Τουρκίας, απέσυραν τις τελευταίες μονάδες που συνέχιζαν να κατέχουν την Κωνσταντινούπολη, να εγκαταλείψουν το αποικιοκρατικό καθεστώς των «διομολογήσεων» (ιδιαίτερα προνόμια για τους ξένους τραπεζίτες και τις επιχειρήσεις τους). Επίσης, αναγνώρισαν την κυριαρχία της Τουρκίας στα Στενά, εξασφαλίζοντας όμως την ελευθερία διέλευσης για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία τους.
Κυνική μοιρασιά
Όμως, ο Κέρζον θεωρούσε ότι ο απολογισμός ήταν θετικός για τη Βρετανία και τους άλλους ιμπεριαλιστές. Η Συνθήκη της Λωζάνης επισημοποιούσε τα σύνορα του νέου τουρκικού κράτους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Κι αυτά τα σύνορα ήταν αποτέλεσμα της κυνικής μοιρασιάς που είχαν κάνει η Βρετανία και η Γαλλία από την εποχή του πολέμου, με τη μυστική Συμφωνία Σάικς-Πικό.
Η Παλαιστίνη, το Ιράκ, η Συρία κι ο Λίβανος γίνονταν επίσημα γαλλικά και βρετανικά προτεκτοράτα και «εντολές». Η Μοσούλη, στο σημερινό βόρειο Ιράκ, με τις πετρελαιοπηγές της θα κατοχυρωνόταν αργότερα στη Βρετανία. Οι Κούρδοι δεν αναφέρονται καν στα κείμενα της Συνθήκης. Το Κουρδιστάν μοιράστηκε ανάμεσα στην Τουρκία, τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ. Οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές που το 1919-20 ενθάρρυναν τους Κούρδους να ξεσηκωθούν ενάντια στο κίνημα του Κεμάλ, το 1923-24 βομβάρδιζαν χωριά στο σημερινό ιρακινό Κουρδιστάν. Την ίδια τύχη είχαν και οι Παλαιστίνιοι. Η «διεθνής νομιμότητα», δηλαδή τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, δεν είχε θέση για αυτούς. Ακόμα και ο Μουσολίνι πήρε το «κατιτίς» του από την Συνθήκη. Η Τουρκία αποκήρυξε κάθε αξίωση για τα Δωδεκάνησα που είχε κατακτήσει η Ιταλία το 1912 μετά τον ιταλοτουρκικό Πόλεμο.
O Βενιζέλος είχε δυο «χαρτιά» στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης. Το ένα, ήταν το σφιχταγκάλιασμα με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Το δεύτερο ήταν η συγκρότηση της «στρατιάς του Έβρου» υπό τον υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο με δύναμη που έφτασε τις 100 χιλιάδες άνδρες.
Η στρατιά συγκροτήθηκε με «αυστηρά μέτρα» αποκατάστασης της πειθαρχίας: «Εις την Θράκην οι στρατιώται επυροβόλουν κατά των αξιωματικών, όταν τους απηύθυνον διαταγάς» αναφέρει ο ιστορικός Γρ. Δάφνης. Ο Πάγκαλος επέβαλε την ποινή του θανάτου για λιποταξία και προχώρησε σε εκτελέσεις. Η αστική τάξη ανασυγκροτούσε το κράτος της. Ήταν η περίοδος που οι φαντάροι γύριζαν στις πόλεις και τα χωριά εξοργισμένοι από τις θυσίες και το λουτρό αίματος στα μέτωπα, πύκνωναν τις γραμμές του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών και το εργατικό κίνημα όδευε στη μεγάλη σύγκρουση του Αυγούστου του 1923, την Γενική Απεργία με τη σφαγή των απεργών στο Πασαλιμάνι.
Ανατολική Θράκη
Ο Βενιζέλος έφτασε να απειλεί με προέλαση του ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη. Προσπάθησε να κερδίσει και την υποστήριξη της Σερβίας στην επιχείρηση, ζητώντας να επιτεθεί στη Βουλγαρία. Το αντάλλαγμα θα ήταν η περιοχή της Φλώρινας. Έτσι κι αλλιώς η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν Μακεδόνες. Η Γιουγκοσλαβία δεν δέχτηκε και η αγγλική κυβέρνηση δεν ενέκρινε την επιχείρηση.
Σε αυτό που συμφώνησαν όλοι, ήταν στην «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών». Ήταν ένας ευφημισμός, η λέξη εθνοκάθαρση είναι η ακριβής περιγραφή για το τι έγινε. Περίπου 900 χιλιάδες χριστιανοί πρόσφυγες είχαν καταφύγει σε απερίγραπτη δυστυχία στο ελληνικό κράτος το 1922. Περίπου 200 χιλιάδες προστέθηκαν μετά τη συμφωνία της «υποχρεωτικής ανταλλαγής». Όμως, δεν ήταν οι μόνοι. Περίπου 550 χιλιάδες μουσουλμάνοι που ζούσαν για αιώνες από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη ξεριζώθηκαν από τα χωριά τους κι έκαναν το ταξίδι στην άλλη μεριά του Αιγαίου.
Όμως, η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Η Συνθήκη της Λωζάνης τροποποιήθηκε τα επόμενα χρόνια, για παράδειγμα ως προς το καθεστώς των Στενών. Αλλά γενικά, στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι σχέσεις ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική άρχουσα τάξη ήταν ήρεμες. Τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν όταν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 άρχισαν να συγκρούονται για τον έλεγχο της Κύπρου και την αναβάθμιση του ρόλου τους στη Μέση Ανατολή. Και έτσι οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης άρχισαν να γίνονται αντικείμενο «ερμηνειών» ή απλά να παραβιάζονται.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 οι ελληνικές κυβερνήσεις άρχισαν να οχυρώνουν τα νησιά του Αιγαίου για τα οποία η συνθήκη πρόβλεπε καθεστώς «αποστρατιωτικοποίησης». Αυτά είναι τετελεσμένα και δεν αλλάζουν, είπε ο Συρίγος στις επεξηγηματικές δηλώσεις του μετά το θόρυβο που ξέσπασε: «η συνθήκη της Λωζάνης σήμερα έχει σημασία μόνον ως προς τα σύνορα, τα οποία ούτε αναθεωρούνται, ούτε αλλάζουν. Αυτό συνιστά πάγια θέση του διεθνούς δικαίου. Αντιθέτως οι άλλες διατάξεις της, περιλαμβανομένων και αυτών περί αποστρατιωτικοποιήσεως, είναι παρωχημένες και δεν έχουν σημασία στο σήμερα».
Στην ουσία, δηλαδή, ο Συρίγος λέει ότι ο «διάλογος» Μητσοτάκη-Ερντογάν δεν μπορεί να περιλαμβάνει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Θέλει πιο πολεμοκάπηλη στάση απέναντι στην Τουρκία. Αλλά η «πατριωτική» αντιπολίτευση έχει πάει τόσο δεξιά που βρίσκει ακόμα και τον Συρίγο... «ενδοτικό»!
Όταν σήμερα μας μιλάνε για διπλωματικές λύσεις στον ανταγωνισμό της ελληνικής και της τουρκικής άρχουσας τάξης για τον έλεγχο των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, λύσεις που θα βασίζονται στο «διεθνές δίκαιο» και «νομιμότητα», χρειάζεται να θυμόμαστε τα ποτάμια αίματος και την απέραντη δυστυχία για τους απλούς ανθρώπους στα οποία βασίστηκαν οι παλιές διπλωματικές λύσεις. Την ειρήνη την εξασφαλίζουν οι κοινοί αγώνες της εργατικής τάξης και στις δύο μεριές του Αιγαίου, όχι τα παζάρια και οι συμφωνίες των «από πάνω» υπό την επίβλεψη των μεγάλων ιμπεριαλιστών και των πολυεθνικών τους.