Στη γεμάτη αίθουσα της Λέσχης Φιλίας Ν. Κόσμου έγινε τη Δευτέρα 22 Γενάρη η παρουσίαση του βιβλίου του Παντελή Αραπίνη «Το Δουργούτι των Προσφύγων-‘Η Πόλη των Παρτιζάνων’, Το πρόσωπο μιας χαμένης Πολιτείας» από τις εκδόσεις Ιδιομορφή.
Ο πανεπιστημιακός Προκόπης Παπαστράτης μίλησε πρώτος για το «εξαίρετο» όπως το αποκάλεσε, και δικαιολογημένα, βιβλίο. Καταρχήν γιατί μας λέει πότε αυτή: «η αφανής πόλη δίπλα στο κέντρο της Αθήνας» και στη υμνημένη λεωφόρο Συγγρού «εμφανίστηκε στο χώρο, εμφανίζεται στο χάρτη της Αθήνας, πότε εμφανίζεται στην ιστορία και πότε αποσιωπήθηκε» και γιατί, η ύπαρξή της.
Ο Πρ. Παπαστράτης θύμισε ότι στο πολεοδομικό χάρτη της Αθήνας του Κ. Μπίρη το 1930 το Δουργούτι σημειώνεται ως τοποθεσία αλλά όχι οικισμός ενώ ήδη εκεί κατοικούσαν από το 1923 χιλιάδες πρόσφυγες κυρίως Αρμένιοι. Αντίθετα, η γειτονική Ν. Σμύρνη που θεωρούταν «προάστιο» του Δουργουτιού, είχε ρυμοτομηθεί κανονικά με εμπορικό κέντρο στο κεντρικό της σημείο από το 1924 αλλά είδε τον πρώτο οικιστή της το 1926. Το Δουργούτι: «λειτουργεί ως αποθετήριο ανθρώπων». «Το βιβλίο αναλύει την ανάπτυξη της ΟΚΝΕ στο συνοικισμό και την ανάδειξή του σε θύλακα κοινωνικού αποκλεισμού» πριν τον πόλεμο.
Στη συνέχεια ο Πρ. Παπαστράτης μίλησε για τις διάφορες στρατηγικές που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του ’20 για την ενσωμάτωση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που είχαν κοινό στόχο να διατηρήσουν οι «από πάνω», με την παρέμβαση του «ξένου παράγοντα», τον έλεγχο της κοινωνίας και την αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου». Ωστόσο, οι κάτοικοι του Δουργουτιού εξαιρέθηκαν ακόμα και από τα σχέδια εγκατάστασης σε προσφυγικές πολυκατοικίες που άρχιζαν να χτίζονται μ’ αυτό τον σκοπό στη δεκαετία του ‘30.
«Η Λεωφόρος Συγγρού είναι το οικιστικό όριο και το σύνορο του Δουργουτιού. Αλλά πέρα από την κοινωνική και πολεοδομική σημασία της, έχει και πολιτική σημασία. «Από εκεί ανεβαίνει τον Νοέμβριο του 1935 ο Γεώργιος Β’ που θα εγκρίνει τη δικτατορία του Μεταξά μετά από λίγους μήνες. Αλλά και ο Γ. Παπανδρέου στις 18 Οκτωβρίου του 1944, επιτηρούμενος από τους Άγγλους που τον συνοδεύουν. Η Συγγρού είναι βασική αρτηρία για τις κατοχικές δυνάμεις που επιτίθενται στο Δουργούτι στο Μπλόκο του Αυγούστου του 1944 αλλά και για τις αγγλικές δυνάμεις που επιτίθενται στην ίδια συνοικία τον Δεκέμβρη του ’44.
Οι ΕΛΑΣίτικες σφαίρες που χτυπούν το τεθωρακισμένο με τον Τσόρτσιλ που ανεβαίνει τη Συγγρού τα Χριστούγεννα του ’44, δεν εμποδίζουν ούτε τον ίδιο να φτάσει στην Αθήνα για να ‘δείξει το ενδιαφέρον του’ στη σύσκεψη των πολιτικών προσωπικοτήτων ούτε την αγγλική επέμβαση να ολοκληρωθεί. Το τίμημα της συμμετοχής στην Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά είναι ιδιαίτερα οδυνηρό για συνοικισμούς όπως το Δουργούτι.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναδύεται ο συνοικισμός και οι ιδιαιτερότητές του και παρακολουθούμε την εξέλιξη της ριζοσπαστικοποίησης του πληθυσμού μέσα από τις αναρίθμητες συνεντεύξεις που συγκεντρώνει ο συγγραφέας, ώστε μέσα σε μια 20ετία να περάσει αυτός ο πληθυσμός ή ένα μεγάλο μέρος του στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζεται εκτενώς η περίοδος της Κατοχής αλλά και των Δεκεμβριανών.
Το γεγονός ότι σε ελάχιστη απόσταση από την κεντρική αρτηρία της Συγγρού έχει συγκροτηθεί και επιχειρεί λόχος του ΕΛΑΣ είναι οπωσδήποτε ακραίο παράδειγμα της μορφής που έχει πάρει αυτή η ένοπλη εκδήλωση του αντιστασιακού αγώνα στην Αθήνα της Κατοχής. Στην αποτύπωση αυτού του αγώνα, οι προσωπικές μαρτυρίες προσθέτουν πτυχές των γεγονότων που λανθάνουν από τα έγγραφα της περιόδου που εξετάζεται.
Χαμένη πολιτεία
Ο αναγνώστης του βιβλίου ανακαλύπτει μια χαμένη πολιτεία. Που όμως δεν έχει χαθεί όταν βγαίνουν βιβλία γι’ αυτήν και για άλλες σαν κι αυτήν. Βιβλία ως αποτέλεσμα μεταπτυχιακών σπουδών στο μαχόμενο δημόσιο πανεπιστήμιο που βρίσκεται αυτές τις μέρες αντιμέτωπο με ένα μπλόκο όπως βρέθηκε το Δουργούτι το ’44. Αλλά και βιβλία ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας έρευνας όπως αυτό για το οποίο συζητάμε που ζωντανεύει επιπλέον και τις φωνές των ανθρώπων αυτής της πολιτείας».
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο πανεπιστημιακός Γ. Μαργαρίτης ο οποίος επεσήμανε ότι «συνήθως οι ακαδημαϊκοί κοιτάνε την ιστορία ‘από πάνω’ τους λεγόμενους πρωταγωνιστές, αλλά αυτό το βιβλίο μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να κοιτάμε ‘προς τα κάτω’ στο δύσκολο ρόλο των ανθρώπων μέσα στην ιστορία».
Μίλησε για το Δουργούτι: «έναν κρίκο στον προσφυγικό δακτύλιο γύρω από το κέντρο της Αθήνας και τον πιο ατυχή κρίκο» αναφερόμενος και στο Μεγάλο Μπλόκο του Αυγούστου του ’44 με τους 200 τουλάχιστον δολοφονημένους από τους ναζί και τους ταγματασφαλίτες και τους 2.500 ομήρους. Στο βιβλίο ο συγγραφέας τονίζει ότι οι ταγματασφαλίτες που έφτασαν με έτοιμους ονομαστικούς καταλόγους και σχεδιαγράμματα, έβαλαν φωτιά στις παράγκες για να κάψουν τον δαιδαλώδη συνοικισμό, κάτι που ξεχωρίζει αυτό το μπλόκο από τα υπόλοιπα εκείνου του Ματωμένου Αυγούστου. Ο Π. Αραπίνης προβάλλει σαν ένα από τους λόγους γι’ αυτή τη μεταχείριση τον ρατσισμό ενάντια στους Αρμένιους.
Επίσης, ο Γ. Μαργαρίτης εξήγησε ότι «όταν ο Γ. Θεοτοκάς στα Ημερολόγιά του γράφει για το προσφυγικό κύμα που όρμηξε να πνίξει το αριστοκρατικό κέντρο της παλιάς Αθήνας τον Δεκέμβρη, περιγράφει μια κοινωνική πραγματικότητα την οποία η επίσημη ιστορία επέλεξε να αγνοεί. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τι έγινε στην Κατοχή και τον Εμφύλιο αν δεν εξηγήσουμε τι έγινε πριν» στην κοινωνία. Το βιβλίο, είπε ο Γ. Μαργαρίτης μας βοηθάει να δούμε πως ο καθημερινός άνθρωπος «ζει τη μεγάλη ιστορία μέσα από τον ‘μικρό’ του κόσμο».
Το βιβλίο του Π. Αραπίνη είναι πολύτιμο για μια σειρά λόγους. Όχι «μόνο» γιατί ζωντανεύει την ιστορία του συνοικισμού και τις ιστορίες των ανθρώπων του, που έγινε προσπάθεια από την άρχουσα τάξη να σβήσει κάθε ίχνος τους. Οι προσωπικές συνεντεύξεις, αναμνήσεις ακόμα και οι φωτογραφίες που γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου -καρπός πολύχρονης έρευνας- είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Και η «διήγηση» του βιβλίου δεν περιορίζεται χρονικά μέχρι τον Εμφύλιο. Διαβάζοντάς το ανακαλύπτουμε πραγματικούς θησαυρούς, όπως στο υποκεφάλαιο του τρίτου μέρους για την «Προϊστορία των διαφωνιών στην Ν. ΕΔΑ και την ΔΚΝΓΛ» με την τοπική οργάνωση της νεολαίας να διαγράφεται από την ηγεσία το καλοκαίρι του ’65 -στην έκρηξη των Ιουλιανών- ως «τροτσκιστική».
Η συζήτηση για τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές της Αριστεράς διαθλάται στο βιβλίο μέσα από την ιστορία του συνοικισμού. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο κομμάτι του δεύτερου μέρους, τα υποκεφάλαια που καταπιάνονται με το Μεγάλο Μπλόκο προσπαθούν να συνδέσουν τον αιφνιδιασμό και την ανυπαρξία αντίδρασης του ΕΛΑΣ (και στην περίπτωση του Μπλόκου της Κοκκινιάς) με τους μεγάλους συμβιβασμούς που είχε ήδη αρχίσει να κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές.
Σε αυτό το ζήτημα στάθηκε με την παρέμβαση και την ερώτησή του ο Νίκος Αμπανάβας, εκπαιδευτικός και συγγραφέας του βιβλίου «Το Δουργούτι της Κατοχής και της Αντίστασης», εκδόσεις Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας (για τη σχετική εκδήλωση που είχε οργανώσει το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο τον Οκτώβρη του 2022, βλ. ΕΑ 1543 19/10/2022) που τόνισε ότι «την ιστορία δεν την γράφουν οι ‘προσωπικότητες’, τη γράφουν οι λαϊκές μάζες».
Η συζήτηση για την ιστορία είναι συζήτηση για τους αγώνες της τάξης μας αλλά και για την στρατηγική της Αριστεράς στο σήμερα. Το βιβλίο του Π. Αραπίνη μας κεντρίζει να αναζητήσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα με το όπλο της μνήμης.