Οι δηλώσεις του Δ. Κουτσούμπα στη Βουλή, δυο βδομάδες πριν, για το γάμο των ομοφυλόφιλων, προκάλεσαν από απορία μέχρι δυσάρεστη έκπληξη στον κόσμο της Αριστεράς. Τοποθετήσεις όπως: «γάμος ομόφυλων σημαίνει από χέρι κατάργηση της πατρότητας-μητρότητας. Οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον γονέα 1, 2, 3 και βάλε» πέρα από το συντηρητισμό που αποπνέουν, αποτελούν μια υπόκλιση στις δημοσκοπήσεις για αυτό το θέμα. Και λειτουργούν σαν άλλοθι προοδευτικότητας στον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» της ΝΔ να παριστάνει την «ευαίσθητη» υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.
Η συγκεκριμένη επιλογή είναι χαρακτηριστική της συνολικότερης στάσης της ηγεσίας του ΚΚΕ και της ανεπάρκειας της στρατηγικής της. Με τη διαλυτική κρίση που επικρατεί στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι δικαιώνεται όταν λέει πως αποτελεί τη μοναδική αριστερή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. «Η θέση του αριστερού κόσμου που αποδεσμεύεται είναι δίπλα στο ΚΚΕ» διακηρύσσει η ηγεσία του, ή όπως λέει η πρόσφατη εισήγηση του ΠΓ στην ΚΕ του κόμματος: «Η κρίση στην οποία βρίσκεται η σοσιαλδημοκρατία σε όλες της τις εκδοχές διαμορφώνει αντικειμενικά το έδαφος για συμπόρευση με το Κόμμα ευρύτερων εργατικών - λαϊκών δυνάμεων που την ακολουθούσαν μέχρι χτες» (Ριζοσπάστης, 13-14/1/2024). Και πράγματι, μετά την άνοδο στις εκλογές του Μάη και του Ιούνη, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια νέα άνοδο των ποσοστών του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΚΚΕ διεκδικεί αυτό το ρόλο. Σήμερα μπορεί να είναι «είδηση» δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι το ΚΚΕ μπορεί να φθάσει και το 10%, αλλά στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν αυτά τα ποσοστά ήταν φυσιολογικά. Το 1981 όταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου έπαιρνε 48% το ΚΚΕ έφτανε σχεδόν το 11%. Και από αυτή την αφετηρία διεκδίκησε τα επόμενα χρόνια να γίνει ο πόλος συσπείρωσης της εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ που συγκρουόταν με τις επιθέσεις που εξαπολύανε οι κυβερνήσεις του αγκαλιάζοντας όλες τις νεοφιλελεύθερες συνταγές.
Μπορεί σήμερα η εισήγηση του ΠΓ να βάζει στόχο τη δημιουργία «στεφάνης σωματείων γύρω από το ΠΑΜΕ (που δεν ανήκουν στη δύναμή του)» αλλά τότε αυτή η «στεφάνη» ήταν σχεδόν δεδομένη. Όταν το 1985 η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε στη κόντρα με το πρόγραμμα λιτότητας της κυβέρνησης Παπανδρέου (με υπουργό τον Σημίτη), οι δυνάμεις του ΚΚΕ ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε η αριστερή πλειοψηφία στην ΓΣΕΕ. Εκλογικά αυτός ο ρόλος εκφράστηκε και στις δημοτικές εκλογές του 1986, με τη «στεφάνη» των «κόκκινων δήμων» γύρω από Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, και στα αυξημένα εκλογικά του (ενιαίου) Συνασπισμού το 1989: έφτασε το 13%.
Αλλά, η συνέχεια σκόρπισε απογοήτευση στον κόσμο που στρεφόταν προς τ’ αριστερά. Για την ηγεσία του ΚΚΕ η «ρεαλιστική» απάντηση στην κρίση του ΠΑΣΟΚ ήταν η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ (η κυβέρνηση Τζαννετάκη) και στη συνέχεια η συμμετοχή στην …Οικουμενική κυβέρνηση μαζί και με τη ΝΔ και με το ΠΑΣΟΚ. Έτσι κατρακύλισε το ΚΚΕ στο 4% στις εκλογές του 1990.
Το ΚΚΕ άρχισε να ανακάμπτει εκλογικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Στις ευρωεκλογές του 1999 πήρε 8,67%, στις ίδιες εκλογές του 2004 έφτασε το 9,48% και στις βουλευτικές του 2007, το 8,5%. Το 1999 σημαδεύτηκε από το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον ΝΑΤΟϊκό πόλεμο στην Σερβία, είχαν προηγηθεί μεγάλοι εργατικοί αγώνες, οι αγώνες των φοιτητών και των μαθητών, τα αγροτικά μπλόκα. Το ΚΚΕ έκανε ανοίγματα στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ ώστε να φτάνει να συνεργάζεται σε τοπικές εκλογές με το ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα που είχε σπάσει από το ΠΑΣΟΚ προς τ’ αριστερά.
Στις εκλογές του Μάη του 2012 το ΚΚΕ έφτασε πάλι το 8,5%. Ήταν η περίοδος που οι αγώνες ενάντια στα μνημόνια έπαιρναν θυελλώδεις διαστάσεις, αρκεί να θυμηθούμε την 48ωρη γενική απεργία που γκρέμισε την κυβέρνηση του τραπεζίτη Παπαδήμου. Στις επόμενες εκλογές, τον Ιούνη το ΚΚΕ είδε τα ποσοστά και τις ψήφους του να μειώνονται στο μισό. Η εξήγηση της πτώσης δεν ήταν ότι η εργατική τάξη ήταν «ανώριμη» και ευκολόπιστη στις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια ήταν ότι η πολιτική του ΚΚΕ ήταν πίσω από τις μαχητικές διαθέσεις της εργατικής τάξης. Το ΚΚΕ έλεγε, με διάφορους τρόπους και σε όλους τους τόνους, ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορούσε να σπάσει τα όρια που έβαζε η άρχουσα τάξη και η Ε.Ε και να επιβάλλει τις δικές του λύσεις απέναντι στις επιθέσεις. Το πού έφτασε αυτή η επιμονή το είδαμε στη μάχη του δημοψηφίσματος τον Ιούλη του 2015 όταν το ΚΚΕ επέλεξε την αποχή. Το κόμμα που είχε συμπορευτεί με το ΠΑΣΟΚ και τον Τσοβόλα, αρνιόταν να συμπορευτεί με το ΟΧΙ που έλεγε ο κόσμος μαζικά!
Στρατηγική
Επανειλημμένα, λοιπόν, το ΚΚΕ κέρδιζε εκλογικά και σε γενικότερη επιρροή από το ρεύμα προς τ’ αριστερά που διαμορφωνόταν μέσα από τους αγώνες και τις εμπειρίες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, και το ίδιο επανειλημμένα απογοήτευε αυτό το ρεύμα, «έχυνε την καρδάρα με το γάλα». Η αιτία για αυτό το εκκρεμές ήταν μια στρατηγική που έβλεπε την εργατική τάξη και τη συνείδησή της να κρίνεται με βάση τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και όχι τη δυναμική που ανοίγουν οι αγώνες.
Με βάση αυτή τη λογική έμοιαζε πιο «ρεαλιστικό» το ‘89 να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ, το 2008 να καταγγέλλει τους «προβοκάτορες» της εξέγερσης της νεολαίας μετά τη δολοφνία του Αλέξη, το 2011-2015 να λέει ότι η «έξοδος από το ευρώ στις παρούσες συνθήκες θα είναι καταστροφική». Οι «συσχετισμοί είναι αρνητικοί», το κίνημα δεν μπορεί να κάνει μεγάλα «πετάγματα», το κύριο είναι η ενίσχυση του κόμματος «παντός καιρού» στις κάλπες. Αυτή ήταν η πολιτική του ΚΚΕ.
Και παραμένει και σήμερα παρά τις φραστικές διακηρύξεις του ΠΓ ότι είναι «αυταπάτη» η άποψη ότι «η στρατηγική του Κόμματος μπορεί να δικαιωθεί και πολύ περισσότερο να “νικήσει” μέσω του εκλογικού-κοινοβουλευτικού δρόμου με τη ‘σταδιακή’, ‘συνεχή’, ανοδική αύξηση των ποσοστών του στις βουλευτικές εκλογές κ.λ.π».
Πέρσι τον Μάρτη, εκατομμύρια βγήκανε στον δρόμο ενάντια στο έγκλημα των ιδιωτικοποιήσεων στα Τέμπη. Η 8 Μάρτη έγινε μια συγκλονιστική Γενική Απεργία που συνένωσε την οργή για τις δολοφονίες των ιδιωτικοποιήσεων με την οργή ενάντια στις σεξιστικές επιθέσεις της άρχουσας τάξης και της ΝΔ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γύρισε τις πλάτες της σε αυτό το κίνημα.
Όμως, και η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είχε να προτείνει κάτι διαφορετικό. Αντί για γενίκευση και άπλωμα των απεργιών με όλα τα αιτήματα που αναδείκνυε ο κόσμος στους δρόμους, με κορυφαίο την επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, είδαμε το σταμάτημα των κινητοποιήσεων «για να μην εκφυλιστεί ο αγώνας». Είδαμε την ηγεσία του να λέει ότι είτε κρατικές είτε ιδιωτικές οι επιχειρήσεις μέσα στον καπιταλισμό λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος, δίνοντας έτσι άλλοθι στις ιδιωτικοποιήσεις. Η άμεση προτεραιότητα δόθηκε στις κάλπες, όπου όπως έλεγε ένα άρθρο του Ριζοσπάστη «Όσο πιο ψηλά φτάσει το ΚΚΕ, τόσο περισσότεροι βουλευτές θα βρεθούν στο πλευρό των λαϊκών αγώνων».
Οι αγώνες δεν εκφυλίζονται όταν συνεχίζονται και κλιμακώνονται. Οι αγώνες χάνονται όταν γίνεται προτεραιότητα η εκλογή περισσότερων βουλευτών. Η λογική του κοινοβουλευτικού δρόμου έφερε απογοήτευση και έσπρωξε τον κόσμο της Αριστεράς να κάνει μαζικά αποχή και στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις του 2023. Η ίδια συλλογιστική επικρατεί από πλευράς της ηγεσίας του ΚΚΕ και τώρα, στην πορεία προς τις ευρωεκλογές.
Το ΚΚΕ παραδέχεται ότι είχε χάσει τον επαναστατικό χαρακτήρα του στο παρελθόν και δηλώνει ότι προσπαθεί να τον ανακτήσει. Στην Εισαγωγή του πρώτου κείμενου για τις Θέσεις του 21ου Συνέδριου αναφέρεται ότι:
«Η πείρα από την οργανωτική μας ανασυγκρότηση στα 30 τελευταία χρόνια στηρίχτηκε στην προσπάθεια δημιουργικής εφαρμογής των λενινιστικών θέσεων για το Κόμμα νέου τύπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Στηρίχτηκε στη θετική και αρνητική πείρα από τη δράση του σε συνθήκες παρανομίας ή νομιμότητας κλπ. Ωστόσο, δεν έγινε δυνατό να συνδυαστεί ολοκληρωμένα η επίμονη προσπάθεια για αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος με τη βαθιά μελέτη ζητημάτων καθοδήγησης και ποιότητας δεσμών του κόμματος με τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, στις νέες πρωτόγνωρες ως ένα μεγάλο βαθμό συνθήκες».
Ο κόσμος της Αριστεράς έχει μια ολόκληρη ιστορική, πλέον, εμπειρία και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από το ΚΚΕ που λέγανε ότι η εκλογική τους ενίσχυση είναι η λυδία λίθος για να πάμε μπροστά, να δικαιωθούν οι αγώνες και οι ελπίδες του. Καιρός να δυναμώσουμε την Αριστερά της επανάστασης.