«Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς αναζητούν διέξοδο από ένα κόμμα που δήλωνε δύναμη της ριζοσπαστικής αριστεράς και έχει φτάσει να έχει μια ηγεσία που περηφανεύεται ότι μπορεί να συσπειρώσει και τον ΣΕΒ και τους ‘νοικοκυραίους’ της μεσαίας τάξης.
Αυτό το κύμα των αποχωρήσεων είναι ένα ρεύμα που ψάχνει προς τα αριστερά τις απαντήσεις για το τι πήγε στραβά. Ανήκει στο ευρύτερο ρεύμα του κόσμου που συγκρούεται με την κυβέρνηση των καταστροφών, το ρεύμα που βγήκε και βγαίνει στους δρόμους ενάντια στα κυβερνητικά εγκλήματα και δίνει μαζικά την αλληλεγγύη του στην Παλαιστίνη».
Με αυτές τις διαπιστώσεις ξεκινάει το βιβλίο του ο Πάνος Γκαργκάνας στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου με τίτλο «Για ποια Αριστερά παλεύουμε – Επαναστατική εναλλακτική στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ».
Παρεμβαίνοντας σε μια συζήτηση που απασχολεί όλο τον κόσμο της αριστεράς, το βιβλίο, σε κάθε ένα από τα έξι κεφάλαιά του, υποστηρίζει ότι οι μεγάλες στρατηγικές επιλογές είναι η βάση για να απαντήσουμε στα κρίσιμα ερωτήματα που ανοίγονται.
Αρχίζοντας από τις αιτίες της ίδιας της κρίσης του μεγαλύτερου κόμματος της Αριστεράς. Είναι φαινόμενο «μεταπολιτικής», όπως προσπαθούν να μας πείσουν διάφοροι «αναλυτές», ή μήπως σηματοδοτεί το τέλος της Αριστεράς, όπως κραυγάζει η προπαγάνδα της Νέας Δημοκρατίας; Εξετάζοντας διεξοδικά όλη την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί ότι «η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ έχει τις ρίζες της στην αντίφαση ανάμεσα στις αριστερές αναζητήσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας και στη δεξιόστροφη πορεία της ηγεσίας του».
Ξεκινάει από την περίοδο της «ανόδου» του μέσα από το κύμα των αγώνων ενάντια στα Μνημόνια και τις αλλεπάλληλες πανεργατικές απεργίες του 2010-12, όταν από τη μια υπήρχε η κίνηση εκατομμυρίων προς τα αριστερά κι από την άλλη υπήρχαν οι αυταπάτες για δικαίωση των αγώνων μέσα από τις κοινοβουλευτικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Και συνεχίζει μέχρι τους συνεχείς συμβιβασμούς από την πρώτη στιγμή του σχηματισμού της «πρώτη φορά κυβέρνησης της Αριστεράς» που κορυφώθηκαν στη σύγκρουση ανάμεσα στο ΟΧΙ και στο ΝΑΙ του δημοψηφίσματος τον Ιούλη του 2015 και συνεχίστηκαν από τη θέση της αντιπολίτευσης μετά το 2019.
Ο κορμός της στρατηγικής του και η βάση του φαύλου κύκλου των υποχωρήσεων ήταν και είναι ότι δεν μπορούμε και δεν χρειάζεται να τραβήξουμε τη σύγκρουση μέχρι τη ρήξη και την ανατροπή. Τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού, όπως είναι ο τίτλος του τρίτου κεφάλαιου του βιβλίου, οδήγησαν στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ –κάτι που δεν είναι κάποιο μεμονωμένο ελληνικό επεισόδιο αλλά εντάσσεται σε έναν ολόκληρο κύκλο τον οποίο μοιράζεται με άλλα αντίστοιχα κόμματα, όπως το Ποδέμος και το Die Linke. Για να ερμηνεύσει αυτά τα αδιέξοδα το βιβλίο ανατρέχει «στην επαναστατική παράδοση που μιλάει για το φαινόμενο του ρεφορμισμού, στέκεται στο γιατί και πώς εμφανίζεται αλλά και στο πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί»: τον Μαρξ και το ‘Κομμουνιστικό Μανιφέστο’, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τη ‘Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση’, τον Λένιν και το ‘Κράτος και Επανάσταση’, τον Γκράμσι και την αντιφατική συνείδηση της εργατικής τάξης, τον Τρότσκι και το Ενιαίο Μέτωπο. «Ο Λένιν ήταν αυτός που έκανε τη διπλή ρήξη. Και επέμεινε ότι το ‘εκσυγχρονισμένο’ καπιταλιστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται παρά μόνο ανατρέπεται και πρότεινε εναλλακτική οργάνωση για την εργατική τάξη: επαναστατικό κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας αντί για το πλατύ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα».
Τα δυο επόμενα κεφάλαια του βιβλίου, με τίτλους ‘Επαναστατική στρατηγική’ και ‘Επαναστατική αριστερά’, είναι αφιερωμένα στην εναλλακτική απέναντι στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Μπαίνουν στη συζήτηση προβληματισμού για την κρίση των ρεφορμιστικών κομμάτων και καταδεικνύουν τις αδυναμίες τους, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα κείμενα τόσο μελών (ή πρώην μελών) του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και των επίσημων Θέσεων του ΚΚΕ. Όμως, το νόημα της προσπάθειας να αναλύσουμε τον χαρακτήρα των κομμάτων στον χώρο της Αριστεράς «δεν είναι να επιδοθούμε σε μια ακατάσχετη καταγγελιολογία», επισημαίνει ο Πάνος Γκαργκάνας.
Περιγράφει τη σημερινή πολυκρίση του καπιταλισμού που μπαίνει σε ψηλότερο σημείο της καταστροφικής μανίας του, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι η εργατική τάξη δεν έχει πάψει να αντιστέκεται παντού. Εδώ είναι η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά.
«Ο Τρότσκι τη δεκαετία του 1930, υποστήριζε ότι το κίνημα χρειάζεται μια νέα ηγεσία που δεν ήταν ούτε τα σταλινικά Κομμουνιστικά Κόμματα, ούτε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το ίδιο απαιτεί και η σημερινή περίοδος. Το δυνάμωμα μιας τέτοιας αριστεράς εξαρτάται από τρία πράγματα.
Το πρώτο είναι η προοπτική. Απέναντι στους ρεφορμιστές που μέσα σε περίοδο κρίσης και εξέγερσης, προσπαθούν να εμφανιστούν σαν οι συνεπείς διαχειριστές ενός άλλου καπιταλισμού πιο ‘ανθρώπινου’ ή πιο ‘λαϊκού’ και απέναντι σε μια αυτονομία που υποκαθιστά την ταξική πάλη με την εξέγερση του ατόμου, η επαναστατική αριστερά χρειάζεται να προβάλει την απελευθερωτική δυνατότητα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού.
Το δεύτερο είναι η στήριξη και η σύνδεση των αγώνων για να νικήσουν… Η ανάγκη της κοινής δράσης των επαναστατών με την βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων. Αυτή η τακτική είναι σήμερα ακόμα πιο αναγκαία και για να νικάνε οι αγώνες και για να κερδηθεί ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι στην επαναστατική προοπτική.
Το τρίτο είναι ο ρόλος της επαναστατικής οργάνωσης. Ένα δυνατό επαναστατικό κόμμα μέσα σ’ αυτή την πορεία είναι πιο απαραίτητο παρά ποτέ. Τόσο σαν καθημερινό στήριγμα για την οργάνωση των αγώνων σε όλους τους χώρους, όσο και σαν δύναμη που βοηθάει τον αντικαπιταλισμό να εξελιχθεί στην κατεύθυνση της εργατικής επανάστασης και του σοσιαλισμού».
Το βιβλίο κλείνει με ένα κείμενο της Μαρίας Στύλλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Και τώρα…’, που αξιοποιεί τη συζήτηση που φούντωσε στον κύκλο εκδηλώσεων που οργάνωσε το ΣΕΚ με αφορμή την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, για να δώσει απαντήσεις σε όλα τα μεγάλα ερωτήματα για τις επιλογές της Αριστεράς και κύρια τη στρατηγική της σήμερα. Και καταλήγει: «Δεν πρέπει να περιμένουμε την επόμενη κορύφωση της ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας για να συγκροτήσουμε την Αριστερά σήμερα σε επαναστατική βάση. Κάθε αναβολή και καθυστέρηση το μόνο που φέρνει είναι μεγαλύτερα περιθώρια για να εμφανιστούν ξανά ψεύτικοι ‘ρεαλισμοί’ σαν αυτούς που καταρρέουν με πάταγο, στην Ελλάδα με την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίστοιχα σε άλλες χώρες της Ευρώπης, π.χ. με την κρίση του Die Linke στη Γερμανία. Είναι ώρα να προχωρήσουμε γρήγορα και αποφασιστικά».
Η νέα έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου είναι μια σημαντική και ουσιαστική συμβολή σε αυτή την προσπάθεια.