«Οι εποχές των λεφτόδεντρων έχουν περάσει, αν και κάποιοι επιδιώκουν να τα φυτέψουν, αλλά σε λάθος εποχή. Δεν θα μοιράζουμε τσάμπα χρήματα χωρίς δικαιολογία», δήλωσε όλο ειρωνεία ο πρωθυπουργός αναφερόμενος στις κινητοποιήσεις των αγροτών.
Τι χυδαία υποκρισία. Το κόστος από τα ψίχουλα που υποσχέθηκε στους αγρότες στην ομιλία του (επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο, ρύθμιση χρεών ΤΟΕΒ και ΟΕΒ, 10% μείωση στη ΔΕΗ και το νέο πρόγραμμα «αποκλειστικά για Αγρότες Φωτοβολταϊκά στο Χωράφι») ίσα που ξεπερνάει τα 200 εκατομμύρια ευρώ. Αλλά μόνο την τριετία 2019-2022 η κυβέρνησή του έδωσε 10,2 δις ευρώ για εξοπλισμούς και την τριετία 2023-26 υπολόγιζει να δώσει 6,6 δις ευρώ -χώρια το κόστος των F35 που υπολογίζεται κοντά στα 10 δις ευρώ και πανηγύρισε -τι θράσος- στη Λάρισα προχθές ο Δένδιας.
Στο θεσσαλικό κάμπο, που ένα μεγάλο μέρος των αγροτών ακόμη δεν έχει πάρει τις πρώτες πενιχρές αποζημιώσεις που δεσμεύτηκε η κυβέρνηση ότι θα δώσει για τις πλημμύρες, είναι λάθος εποχή για λεφτόδεντρα αλλά καλή εποχή για να φυτρώσουν φωτοβολταϊκά και οπλικά συστήματα. Σε κοινή γραμμή, η ΕΕ πετσοκόβει επιδοτήσεις και διευκολύνσεις στους αγρότες τη ίδια στιγμή που σπαταλάει εκατοντάδες δις ευρώ για τον πόλεμο στην Ουκρανία -και για να στέλνει φρεγάτες στην Ερυθρά Θάλασσα, με την ελληνική κυβέρνηση να τοποθετεί το στρατηγείο αυτής της επιχείρησης, τι πρόκληση, στη χτυπημένη από τις πλημμύρες Λάρισα.
Ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε αυτά τα «μέτρα ανακούφισης» «αναγνωρίζοντας ότι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αγρότες είναι το ενεργειακό κόστος» όπως είπε. Επιδιώκει έτσι συνειδητά να αποκρύψει την άλλη αιτία που ρημάζει τα εισοδήματα των αγροτών και είναι η απόλυτη κερδοσκοπία των χοντρέμπορων, της βιομηχανίας τροφίμων και των μεγάλων αλυσίδων σούπερμάρκετ που μέσα σε συνθήκες πληθωρισμού και ενεργειακής κρίσης εκτινάσσουν τα κέρδη τους την ίδια ώρα που το αγροτικό εισόδημα συρρικνώνεται και οι τιμές των τροφίμων είναι απλησίαστες για τους καταναλωτές.
Παιχνιδάκι
Παίζοντας το γνωστό παιχνιδάκι του «κοινωνικού αυτοματισμού», η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι αυξημένες τιμές των προϊόντων στα ράφια μεταφράζονται σε μεγαλύτερα έσοδα για τους αγρότες για να προστατεύσει τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. «Όπως έχουν υπολογίσει στελέχη αρμόδιων ευρωπαϊκών υπηρεσιών, σε κάθε 100 μονάδες της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής για αγροτικά προϊόντα, αυτά που εισπράττει ο παραγωγός είναι μόνο 17 μονάδες. Οι 83 μονάδες γίνονται εισοδήματα που τροφοδοτούν ενδιάμεσες επιχειρήσεις και υπηρεσίες» γράφει ο Κ.Καλίτσης στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής. Στο ίδιο φύλλο η Δήμητρα Μανιφάβα περιγράφει το πως συμβαίνει αυτό:
«Σχεδόν τρεις φορές πάνω από την τιμή που ένα φρούτο ή λαχανικό φεύγει από το χωράφι, καταλήγει να το πληρώσει ο καταναλωτής. Ο παραγωγός βάζει στην τσέπη του υπό τη μορφή κέρδους και όχι εσόδων, ποσό που αντιστοιχεί μόλις 8-9% της τιμής που πληρώνει τελικά ο καταναλωτής… Το κόστος παραγωγής για ένα κιλό μαρουλιού iceberg είναι 0,50 ευρώ ανά κιλό, περιλαμβάνοντας τα λιπάσματα, το νερό, την ενέργεια. Τα μεταφορικά και η συσκευασία είναι περίπου 0,20 ερώ ανά κιλό. Έτσι όταν ο παραγωγός πουλάει το προϊόν στον χονδρέμπορο προς 0,90 ευρώ το κέρδος του είναι μόλις 0,20 ευρώ. Στη συνέχεια ο χοντρέμπορος πουλάει το προϊόν στον λιανέμπορο προς 1,25 ευρώ ανά κιλό, με το περιθώριο κέρδους του πρώτου να είναι στην ουσία 0,35 ευρώ. Η λιανική τιμή προ ΦΠΑ διαμορφώνεται σε 2,09 ευρώ το κιλό με το κέρδος του λιανέμπορου να είναι περίπου 0,84 ευρώ. Τι πληρώνει ο καταναλωτής; 2,36 με 2,40 ευρώ ανά κιλό».
Ο λιανέμπορος, δηλαδή το σούπερμάρκετ παίρνει τη μερίδα του λέοντος, ακολουθούν ο χοντρέμπορος και το κράτος με τον ΦΠΑ και μοναδικοί χαμένοι είναι ο αγρότης που παράγει και ο λαός που καταναλώνει. Σε τι μεταφράζεται αυτό σε τζίρο και κέρδη; Διαβάζουμε σκόρπια από τις οικονομικές στήλες:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων και ποτών απαρτίζεται από 1.225 επιχειρήσεις με τζίρο 15,5 δισεκατομμύρια ευρώ και εξαγωγές 6 δισεκατομμυρίων ευρώ... Στα σούπερ μάρκετ τώρα, το 2023 ο τζίρος στον Ομιλο Σκλαβενίτη έφτασε τα 5 δισ. ευρώ, στον «ΑΒ Βασιλόπουλος» τα 2 δισ. ευρώ, στα «My Market» τα 1,58 δισ. ευρώ, στον «Μασούτης» τα 1,076 δισ. ευρώ» και πάει λέγοντας... Και για τα κέρδη: «Συνολικά στις 500 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις του 2022 εμφανίζονται περίπου 55 εταιρείες της συγκεκριμένης ομάδας, συμπεριλαμβανομένων και αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Τα μεγαλύτερα κέρδη σε επίπεδο όγκου εμφανίζεται να τα κάνει η “Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτη” που εμφανίζεται να έχει σημειώσει EBITDA 226,6 εκατ. ευρώ... Στη ΦΑΓΕ, το δεύτερο τρίμηνο το μικτό κέρδος αυξήθηκε 89,7%... Την ίδια περίοδο τα λειτουργικά κέρδη της, ενισχύθηκαν κατά 258,8% ... Σε επίπεδο λειτουργικής κερδοφορίας οι εταιρείες που ξεχώρισαν και φέτος καταγράφοντας αύξηση της κερδοφορίας τους, ήταν οι Αθηναϊκή Ζυθοποιία, Coca-Cola 3Ε και Ελληνικά Γαλακτοκομεία...»
Η κυβέρνηση αφήνει ασύδοτη την κερδοφορία των σούπερμάρκετ που ένα μέρος της αφορά την εκτόξευση των τιμών στο βασικότερο είδος πρώτης ανάγκης που είναι η τροφή με τις τιμές να εκτοξεύονται στο 58,5% στο ελαιόλαδο, 15% στα φρούτα και 14% στα λαχανικά. Την ίδια στιγμή οι βιομηχανίες τροφίμων, με το καρτέλ του γάλακτος να κατέχει τα πρωτεία, κρατάνε χαμηλά τις τιμές αγοράζοντας «τζάμπα» από τους παραγωγούς εκτινάσσοντας τα κέρδη τους στις διεθνείς αγορές. Αυτή είναι η «αγορά» για την οποία συχνά πυκνά καμαρώνει ο Μητσοτάκης.
«Πώς θα μπορούσαν να αποφευχθούν όλα τα παραπάνω; Εάν για παράδειγμα, οι παραγωγοί ήταν οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς που είχαν τα δικά τους κατασκευαστήρια και προμήθευαν οι ίδιοι το λιανεμπόριο», γράφει στην Καθημερινή η Δ. Μανιφάβα. Υπάρχουν ακόμη συνεταιρισμοί και θα υπήρχαν πολλοί περισσότεροι αν οι πολιτικές της ελεύθερης αγοράς της ΕΕ και όλων των κυβερνήσεων δεν τους είχαν οδηγήσει σε μαρασμό τις προηγούμενες δεκαετίες, οδηγώντας σε κλείσιμο συνεταιριστικές επιχειρήσεις, προς όφελος λίγων μεγαλοαγροτών και βέβαια των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη βιομηχανία και στο εμπόριο τροφίμων. Δίπλα σε αυτά, τα λιπάσματα, ένας κρίσιμος τομέας για την αγροτική παραγωγή, οδηγήθηκαν στην ιδιωτικοποίηση, τα εργοστάσια της δημόσιας βιομηχανίας ζάχαρης πουλήθηκαν σε ιδιώτες.
Στην πραγματικότητα, η μοναδική πραγματική απάντηση σε αυτήν την αλυσίδα κερδοσκοπίας είναι η κρατικοποίηση της βιομηχανίας και της διανομής τροφίμων κάτω από δημόσιο και εργατικό έλεγχο. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα μπορούν να ζουν και να τρέφονται από το μισθό τους και ότι η εργασία των αγροτών θα μεταφράζεται σε εισόδημα για τους ίδιους και όχι σε υπερκέρδη για τους μεσάζοντες, τους μεγαλοβιομήχανους, και τους εμπόρους.