Ιστορία
Φλεβάρης 1934, Παρίσι-ΒΙιέννη: Αντιφασιστικός εργατικός αγώνας

12/2/1934, Παρίσι. Φωτό: Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας

Στις αρχές του 1934 το μέλλον της Ευρώπης έμοιαζε να ανήκει στην ακροδεξιά και τους φασίστες. Ο Μουσολίνι κυριαρχούσε στην Ιταλία ήδη δώδεκα χρόνια. Τον Γενάρη του 1933 οι ναζί του Χίτλερ ανέβηκαν στην εξουσία στην Γερμανία. Η μεγαλύτερη Αριστερά στον κόσμο εξαφανίστηκε αμαχητί. 

Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε αρχίσει να πλήττει σοβαρά τον γαλλικό καπιταλισμό από τις αρχές του 1932. Εκείνη τη χρονιά επέστρεψε στην κυβέρνηση αυτό που στη Γαλλία ονομαζόταν «καρτέλ (συνασπισμός) της Αριστεράς». Για την ακρίβεια στην κυβέρνηση επέστρεψε το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που υποτίθεται ενσάρκωνε τις αξίες της Δημοκρατίας απέναντι στους νοσταλγούς της μοναρχίας και την Καθολική Εκκλησία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση στη βουλή. 

Το πλαίσιο για την έφοδο των φασιστών στη Γαλλία το πρόσφερε το «σκάνδαλο Σταβίσκι». Ο Αλεξάντρ Σταβίσκι ήταν ένας κερδοσκόπος χρηματιστής που πούλησε πλαστά ομόλογα στη δημοτική τράπεζα της Μπαγιόν. Στο σκάνδαλο αναμίχθηκαν υπουργοί και άλλα ανώτερα στελέχη των Ριζοσπαστών. Τα «σκάνδαλα της διαπλοκής» δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστα. Επί κυβερνήσεων της Δεξιάς τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποκαλυφθεί κάμποσα «ζουμερά». Όμως, σε συνθήκες κρίσης και με τη συμμαχία Ριζοσπαστών-Σοσιαλιστών στην κυβέρνηση, οι φασίστες έβρισκαν ένα προφανή στόχο. 

Υπήρχε κι ένα άλλο σημείο σύγκλισης: ο Σταβίσκι ήταν Εβραϊκής καταγωγής από την Ουκρανία. Οι φασίστες (στην πραγματικότητα όλη η Δεξιά) ήταν αντισημίτες και έκαναν καμπάνιες ενάντια στους «ξένους». Έτσι δίπλα στο σύνθημα «κάτω η δημοκρατία των συντρόφων» προστέθηκαν και ένα σωρό εμετικά για την «εβραιομασονική συνωμοσία». 

Η κυβέρνηση Σοτέμπ παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Εντουάρ Νταλαντιέ των Ριζοσπαστών. Πήρε ψήφο εμπιστοσύνης εν μέσω βίαιων διαδηλώσεων των φασιστών στο κέντρο του Παρισιού. Στις 4 Φλεβάρη ο Νταλαντιέ αποφάσισε να μετακινήσει από τη θέση του τον Ζαν Κιαπ, Διοικητή της Αστυνομίας της περιφέρειας του Παρισιού (η θέση ανήκε και ανήκει σε πολιτικό πρόσωπο). Ο Κιαπ ήταν διαβόητος για τον αντικομουνισμό του και την προστασία που έδινε στους φασίστες. 

Οι ακροδεξιές ενώσεις κάλεσαν σε συλλαλητήριο στις 6 Φλεβάρη. Ήταν ένα συνονθύλευμα παλιών μοναρχικών και φανατικών καθολικών, θαυμαστών είτε του Χίτλερ είτε του Μουσολίνι (τότε οι δυο δεν ταυτίζονταν), φασιστών που δήλωναν «δημοκράτες» όπως οι Σταυροί της Φωτιάς του συνταγματάρχη Λα Ροκ. Ο στόχος τους ήταν να καταλάβουν το κοινοβούλιο. 

Η επίθεση ήταν οργανωμένη και επίμονη. Φάλαγγες από διαφορετικά σημεία του Παρισιού συνέκλιναν στη γέφυρα του Σηκουάνα που οδηγούσε στο κτίριο του κοινοβουλίου, σπάζοντας αστυνομικούς κλοιούς. Κρατούσαν ρόπαλα, σφεντόνες, περίστροφα. Αποκρούστηκαν όταν η αστυνομία αναγκάστηκε να ανοίξει πυρ με αποτέλεσμα 15 νεκρούς. 

Στις επόμενες δεκαετίες μια στρατιά πολιτικών, ιστορικών και κοινωνιολόγων, θα υποτιμούσαν τα γεγονότα της 6 Φλεβάρη, παρουσιάζοντάς τα σαν κάποιες «ταραχές» χωρίς βάθος. Κι όμως, η 6 Φλεβάρη ήταν μια απόπειρα φασιστικού πραξικοπήματος. 

Η ίδια η έφοδος στο κοινοβούλιο απέτυχε, αλλά οι φασίστες είχαν μια πολιτική επιτυχία. Την επόμενη μέρα ο Νταλαντιέ κάλεσε σύσκεψη για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο ένας μετά τον άλλο οι «θεσμικοί παράγοντες» δήλωσαν ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει με τους φασίστες γιατί θα παραβιαζόταν η «συνταγματική νομιμότητα». Ακόμα και οι συλλήψεις που αποφασίστηκαν δεν έγιναν. Κατά διαβολική σύμπτωση οι ασφαλίτες δεν έβρισκαν τους καταζητούμενους. Η κυβέρνηση Νταλαντιέ παραιτήθηκε. 

Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Γκαστόν Ντουμέρζ, που προσπάθησε να κυβερνήσει με διατάγματα και να περάσει μια συνταγματική αναθεώρηση όπως την ήθελαν οι υποστηρικτές της «ισχυρής εξουσίας». Ο Ντουμέρζ δεν τα κατάφερε αλλά ο κίνδυνος ήταν ορατός. Η ακροδεξιά, το φασιστικό «πεζοδρόμιο» μπορούσε να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις.

Πίεση

Την απάντηση που δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να δώσουν οι «θεσμοί» την έδωσε το εργατικό κίνημα. Η 6η Φλεβάρη είχε σημάνει συναγερμό για εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες. Μπορεί να μην είχαν ακόμα την αυτοπεποίθηση να τα βάλουν κατευθείαν με τα αφεντικά, αλλά γνώριζαν καλά ποια μοίρα τους επεφύλασσαν οι φασίστες. Ήταν μια πίεση που  έσπρωξε τις ηγεσίες της Αριστεράς να προσαρμοστούν στις διαθέσεις των εργατών και των εργατριών. 

Η ηγεσία της CGT, της συνομοσπονδίας των συνδικάτων, κάλεσε σε 24ωρη απεργία για τις 12 Φλεβάρη. Δεν ήταν μια αριστερή ηγεσία, αλλά έπιανε το κλίμα. Η κομμουνιστική CGT-U δήλωσε ότι θα συμμετέχει κι αυτή. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα κάλεσε σε διαδηλώσεις για εκείνη τη μέρα. Την τελευταία στιγμή το Κομμουνιστικό Κόμμα ανακοίνωσε την συμμετοχή του παρόλο που δήλωνε σε όλους τους τόνους «καμιά συμμαχία με τον σοσιαλφασισμό». 

Η διαδήλωση στο Παρίσι ήταν συγκλονιστική. Σύμφωνα με την «κεντρώα» εφημερίδα L’Oeuvre συμμετείχαν περίπου 150 χιλιάδες άνθρωποι, πολλές φορές περισσότεροι από τις χιλιάδες των φασιστών που είχαν επιτεθεί στο κοινοβούλιο. Το κλίμα ήταν και γιορτινό και αποφασιστικό: «Υψωμένες γροθιές, κόκκινα λάβαρα, συνθήματα ‘Ο Κιαπ στη φυλακή!’, Ενιαίο Μέτωπο’ και ξανά και ξανά τραγουδιέται η Διεθνής» έγραφε το ρεπορτάζ. 

Η σοσιαλιστική εφημερίδα Le Populaire υπογράμμιζε το γεγονός ότι η διαδήλωση κατέληξε στην εργατογειτονιά της Μπελβίλ, το τελευταίο προπύργιο της Κομμούνας του 1871: «η επαναστατική φλόγα που εχτές ακόμα τρεμόπαιζε, σήμερα ξεπηδάει δυνατή», έγραφε. Βέβαια το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν η ζωντανή άρνηση οποιασδήποτε φλόγας πολύ περισσότερο επαναστατικής. Όμως, για τους εργάτες και τις εργάτριες που κινητοποιήθηκαν η περιγραφή ίσχυε. 

Εκείνη την μέρα έγιναν 346 διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, στις 161 συμμετείχαν από κοινού κομμουνιστές και σοσιαλιστές. Ο συνολικός αριθμός των απεργών έφτασε τα 4,5 εκατομμύρια και των διαδηλωτών το ένα εκατομμύριο. 

Την ίδια μέρα έφταναν τα νέα από τις μάχες που είχαν ξεκινήσει στις πόλεις της Αυστρίας. Από τον Μάρτη του 1933 ο πρωθυπουργός Ντόλφους κυβερνούσε με διατάγματα έχοντας διαλύσει το κοινοβούλιο. Το κόμμα του ονομαζόταν Χριστιανο-Κοινωνικό. Στην πραγματικότητα ήταν φασίστες που εμπνέονταν από τον Μουσολίνι και είχαν στενές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία. Δίπλα σε αυτό το κόμμα δρούσε η Χάιμβερ (Heimwehr) η «Εθνοφυλακή», μια μεγάλη στρατιωτική οργάνωση που έσπαγε απεργίες και τρομοκρατούσε την ύπαιθρο για λογαριασμό των γαιοκτημόνων, των βιομηχάνων και των παπάδων.

Στις 12 Φλεβάρη η αστυνομία μαζί με τη Χάιμβερ έκαναν έφοδο στα γραφεία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στην πόλη Λιντς. Ήθελαν να κατασχέσουν τον οπλισμό μιας οργάνωσης που είχε κηρυχτεί παράνομη από την κυβέρνηση, της Schutzbund (Ένωση Δημοκρατικής Άμυνας), της σοσιαλδημοκρατικής πολιτοφυλακής που συσπείρωνε δεκάδες χιλιάδες εργάτες σε όλη τη χώρα. Τα μέλη της Schutzbund που περιφρουρούσαν τα γραφεία απάντησαν με τα όπλα τους. Και σύντομα οι μάχες απλώθηκαν σε όλες τις πόλεις.  

Το επίκεντρο των μαχών ήταν η «Κόκκινη Βιέννη». Ο δήμος της πόλης και οι πολιτικές που εφάρμοζε (κοινωνικές υπηρεσίες, στέγη) ήταν το χειροπιαστό παράδειγμα που πρόβαλλε η ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας για να πείσει ότι δεν χρειαζόταν επαναστατικές περιπέτειες για να αλλάξει η κοινωνία, αρκούσε μια τολμηρή πολιτική μεταρρυθμίσεων (η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία περηφανευόταν ότι ήταν πιο αριστερή από την γερμανική). H παγκόσμια οικονομική κρίση τίναξε στον αέρα αυτή την πολιτική, και η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να αποδέχεται τη μια μετά την άλλη τις θυσίες που ζητούσαν οι καπιταλιστές. 

Και για την φασιστική απειλή; Το συνέδριο του κόμματος τον Σεπτέμβρη του 1933 έγινε δέκτης των διαμαρτυριών της βάσης για τις συνεχείς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Έτσι η ηγεσία πρότεινε ένα «σχέδιο μάχης». Η «μέρα Χ» (η ένοπλη δράση) θα ερχόταν αν η κυβέρνηση προχωρούσε σε μια από τέσσερις κινήσεις: απαγόρευση του κόμματος, των συνδικάτων, κατάληψη του δημαρχείου της Βιέννης, φασιστικό Σύνταγμα.

Το μόνο που είχε να κάνει η κυβέρνηση ήταν να προχωρήσει βήμα-βήμα στο ξήλωμα των εργατικών οργανώσεων αποφεύγοντας τα «τέσσερα σημεία» μέχρι να νιώσει σίγουρη ότι θα κερδίσει.

Όταν ήρθε αυτή η μέρα, στις 12 Φλεβάρη, οι μαχητές της Schutzbund βρέθηκαν ασυντόνιστοι, απροετοίμαστοι. Στη Βιέννη ξεκίνησε μια γενική απεργία, κι η κομματική ηγεσία έδωσε θέλοντας και μη την έγκρισή της. Αλλά ποτέ δεν έγινε πραγματικά γενική, σε όλη τη χώρα. Τα τρένα συνέχιζαν να κινούνται και να μεταφέρουν ανεμπόδιστα στρατιώτες και φασίστες από τη μια περιοχή στην άλλη. Εκατοντάδες μαχητές της Schutzbund οχυρώθηκαν στα πρότυπα συγκροτήματα των εργατικών κατοικιών Καρλ Μαρξ Χοφ, το «κόσμημα» της Κόκκινης Βιέννης. Δεν είχαν ούτε εντολές ούτε σχέδιο να κάνουν κάτι άλλο. Ο στρατός είχε. Έφερε κανόνια να γκρεμίσουν τα σπίτια που ήταν οχυρωμένοι οι μαχητές.

Για τρεις μέρες η εργατική Βιέννη έβλεπε τα καλύτερα παιδιά της να πέφτουν κατά εκατοντάδες. Οι συγκρούσεις στις επαρχίες κράτησαν δυο μέρες ακόμα. Στις 17 Φλεβάρη όλα είχαν τελειώσει. Χίλιοι πεντακόσιοι εργάτες ήταν νεκροί, περίπου πέντε χιλιάδες τραυματίες. Δέκα ηγέτες της Schutzbund απαγχονίστηκαν για «παραδειγματισμό». Είκοσι χιλιάδες αγωνιστές οδηγήθηκαν στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στο Παρίσι και τη Βιέννη, η εργατική τάξη είχε βρεθεί πιο μπροστά από τις ηγεσίες της. Οι φασίστες δεν εξαφανίστηκαν. Αλλά ο άνεμος πλέον είχε αρχίσει να φυσάει αριστερά. Το 1934 η εργατική τάξη ξεκινούσε την αντεπίθεσή της. Η μεγάλη εργατική έκρηξη του 1936 απείχε μόλις δυο χρόνια.