Εργατικό κίνημα
Αντικαπιταλιστική ενότητα εργατών και αγροτών

3/2, Συλλαλητήριο αγροτών στη Θεσσαλονίκη. Φωτό: 902

Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα, Πολωνία, Ιταλία, Ολλανδία, Ιταλία, σε όλη την Ευρώπη, οι αγρότες έχουν ξεσηκωθεί προχωρώντας σε μπλόκα, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία. Κοινά αιτήματα σε όλες τις κινητοποιήσεις είναι αυτά που αφορούν αντίμετρα στην τεράστια αύξηση του κόστους παραγωγής (ενέργεια, λιπάσματα, νερό, εξοπλισμός, φάρμακα κλπ). Κόστος που συνεπάγεται υπερχρέωση των αγροτών ενώ οι μειούμενες επιδοτήσεις της Ε.Ε όχι μόνο δεν καλύπτουν τη χασούρα -που διογκώνεται περαιτέρω από τις καταστροφές που φέρνει η κλιματική αλλαγή- αλλά λειτουργούν προωθητικά μόνο για τις μεγάλες μονάδες παραγωγής που συνδέονται με τις βιομηχανίες και τα καρτέλ της μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων.

Αυτή είναι η εικόνα στην Ελλάδα, στην ΕΕ και σε όλο τον κόσμο. Οι μικροί αγρότες και οι εργάτες στον πρωτογενή τομέα παίρνουν ελάχιστα από τα προϊόντα που παράγουν την ώρα που οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι αναγκάζονται να δίνουν όλο τους το μισθό για να τα αγοράσουν.

Την ώρα που οι τιμές για λιπάσματα, ζωοτροφές, πετρέλαιο, ρεύμα ακόμη και το νερό, εκτινάσσονται ανεβάζοντας στα ύψη το κόστος παραγωγής -μέσα από μια πολιτική που το προηγούμενα χρόνια φρόντισε να ιδιωτικοποιήσει όλους αυτούς τους κλάδους- οι πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ βρίθουν από φοροαπαλλαγές και ενισχύσεις που εκτινάσσουν τα κέρδη των καπιταλιστών. 

«Μεταρρυθμίσεις» εξαγγέλλονται στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης» την ώρα που οι πρακτικές των μεγάλων πολυεθνικών των τροφίμων, από τους μεταλλαγμένους σπόρους μιας χρήσης μέχρι τη χρήση επικινδύνων παρασιτοκτόνων και μονοκαλλιεργειών, συνεχίζουν να προκαλούν ανεπανόρθωτη καταστροφή για το περιβάλλον με επικίνδυνες θλιβερές συνέπειες για την ποιότητα των προϊόντων που καταναλώνουμε, οδηγώντας σε πανδημίες, όπως συνέβη με τον covid 19. 

Και ακόμη και αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» χρησιμοποιούνται σαν όχημα από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις που τις προστατεύουν προκειμένου να βγάλουν από τη μέση τους μικρούς αγρότες. Ή για να τσακίσουν τους ανταγωνιστές τους στο ίδιο ή κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, φτάνοντας σε πολέμους που επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή ενω απειλούν με επισιτιστική κρίση. 

Την ώρα που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούν να θρέψουν επαρκώς όλη την ανθρωπότητα, η παραγωγή τροφίμων λειτουργώντας με μοναδικό κριτήριο το κέρδος και την ανταγωνιστικότητα της κάθε εταιρίας, ομίλου, χώρας ή συμμαχίας χωρών αφήνει ολόκληρους πληθυσμούς έρμαια της πείνας. 

Για να μπορούν οι παραγωγοί να ζήσουν από την εργασία τους, για να μπορούν οι εργαζόμενοι να τραφούν από το μισθό τους, για να σταματήσει η πείνα σε ολόκληρες περιοχές του πλανήτη, για να μπορούν όλοι οι άνθρωποι να έχουν πρόσβαση σε μια υγιεινή, πλούσια και καλή διατροφή, χωρίς να απειλείται η περιβαλλοντική ισορροπία του πλανήτη, χρειάζεται ένα διαφορετικό μοντέλο αγροτικής παραγωγής. Ένα μοντέλο που θα χρησιμοποιεί όλα τα σύγχρονα μέσα για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι για να αυγατίζει τα κέρδη. Για να γίνει αυτό ένας μόνο τρόπος υπάρχει: Η παραγωγή, η μεταποίηση και η διανομή των τροφίμων -καθώς και όλοι οι τομείς που εμπλέκονται σε αυτήν τη διαδικασία, τράπεζες, ενέργεια, λιπάσματα, κλπ- να περάσουν κάτω από δημόσιο και εργατικό έλεγχο, σε ένα ενιαίο δημόσιο φορέα τροφίμων, βγάζοντας από τη μέση όλους τους μεσάζοντες, τους μεγαλοβιομήχανους, τους εμπόρους.

Βέβαια οι αγρότες δεν αποτελούν μια ενιαία τάξη. Όμως η πλειοψηφία των αγροτών, κτηνοτρόφων, αλιέων (σε αντίθεση με τη πλούσια μειοψηφία αυτών των κλάδων που βλέπουν συμφέροντα τον εναγκαλισμό τους με τις επιχειρήσεις) που συνθλίβεται και εν τέλει προλεταριοποιείται από τις πολιτικές της ΕΕ και των καπιταλιστών, έχει φυσικό της σύμμαχο την εργατική τάξη. Καταρχάς, πολλοί από τους ίδιους ούτως ή άλλως εργάζονται σαν μισθωτοί γιατί το αγροτικό εισόδημα δεν τους φτάνει για να ζήσουν. Επιπλεόν τους ενώνει η κοινή εκμετάλλευση με το μισό εκατομμύριο των εργαζομένων στην βιομηχανία τροφίμων και στα σούπερ μάρκετ της που αποτελούν την άλλη πηγή κέρδους για τα ίδια ακριβώς αφεντικά που κερδοσκοπούν σε βάρος του ιδρώτα των αγροτών. 

Αλλά αυτή η οργάνωση της εκμετάλλευσης σε μαζική κλίμακα αποτελεί και αχίλλειο πτέρνα για τα αφεντικά. Η συνεχής πίεση των καπιταλιστών, των «θεσμών» και των κυβερνήσεων που τους εκπροσωπούν, για ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση και συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, συγκεντροποιεί και ενώνει το δικό τους μεγάλο «νεκροθάφτη» που περιλαμβάνει τους μικρούς αγρότες, τους ολοένα και περισσότερους εργάτες γης και τους εργαζόμενους στην βιομηχανία και εμπορία τροφίμων. Δημιουργεί επίσης τους όρους για κοινωνικοποίηση ενός μεγάλου μέρους των αγροτικών εκτάσεων, της μεταποίησης και της διανομής των τροφίμων που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο βρίσκονται σήμερα κάτω από τον έλεγχο των πολυεθνικών. 

Έλεγχος

Οι αγρότες σε συνεργασία με τους εργάτες γης, τους εργαζόμενους στη βιομηχανία και την διανομή τροφίμων, μαζί με όλους τους εξειδικευμένους επιστήμονες που εργάζονται σε αυτές τις εταιρίες και στις δημόσιες υπηρεσίες, έχουν όλη την τεχνογνωσία που χρειάζεται για να μπορέσουν συλλογικά να οργανώσουν από κοινού τη αγροτική παραγωγή καλύτερα από κάθε ΚΑΠ που εκφράζει μόνο την πολιτική των αφεντικών, φτάνει να πάρουν οι ίδιοι τον έλεγχό της. 

Οι ιδέες του Αντόνιο Γκράμσι, αν και περίπου ένα αιώνα πριν, παραμένουν επίκαιρες: «Η οικονομική αναζωγόνηση των αγροτών πρέπει να αναζητηθεί στην ταξική αλληλεγγύη με το βιομηχανικό προλεταριάτο που με τη σειρά του χρειάζεται την αλληλεγγύη των αγροτών... Επιβάλλοντας τον εργατικό έλεγχο θα διευθύνει τη βιομηχανία στην παραγωγή αγροτικών μηχανημάτων, ρούχων και παπουτσιών για τους αγρότες. Τσακίζοντας τις αυταρχικές σχέσεις στα εργοστάσια, καταστρέφοντας τον καταπιεστικό μηχανισμό του καπιταλιστικού κράτους και εγκθιδρύοντας το κράτος των εργατών... οι εργάτες θα σπάσουν όλες τις αλυσίδες που δένουν τους αγρότες στην φτώχεια και την απελπισία. Εγκαθιδρύοντας τη δικτατορία των εργατών που θα έχουν στα χέρια τους τη βιομηχανία και τις τράπεζες το προλεταριάτο θα κατευθύνει την τεράστια δύναμη του κρατικού μηχανισμού στην ενίσχυση των αγροτών». 

Αυτή η προοπτική χτίζεται στους αγώνες του σήμερα. Μεταφράζεται σε σύγκρουση με τους βιομήχανους και τους εμπόρους των τροφίμων και ανατροπής της κυβέρνησης Μητσοτάκη που πιστά τους υπηρετεί. Περνάει μέσα από το δίκαιο αίτημα των αγροτών για μη εφαρμογή της ΚΑΠ, που χρόνο το χρόνο και δεκαετία την δεκαετία, διαλύει τα φτωχά αγροτικά στρώματα, και στην ουσία του ισοδυναμεί με σύγκρουση και έξοδο από την Ε.Ε των πολυεθνικών και τις πολιτικές που απαρέγκλιτα έχουν εφαρμόσει.

Όπως στους αγώνες του σήμερα χτίζεται και η συμμαχία των μικρών παραγωγών με την εργατική τάξη. Στηρίζοντας σε κάθε συνδικάτο και χώρο δουλειάς τα δίκαια αιτήματα των αγροτών ενάντια στις συκοφαντίες της κυβέρνησης. Προτάσσοντας τον συντονισμό εργατών, αγροτών, φοιτητών, σε ένα κοινό συντονισμένο απεργιακό μέτωπο που θα στείλει στον αγύριστο την ΚΑΠ, τον Μητσοτάκη, την ΕΕ και κυρίως τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. 


Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ: Για τα κέρδη των καπιταλιστών

Για πολλές δεκαετίες, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, και όχι μόνο, παρουσίαζαν την ΕΟΚ και στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ένα «παράδεισο» για τους αγρότες. Ενα ψέμα που συνήθως συνοδευόταν από τη σχετική προπαγάνδα για τους αγρότες που «κάθονται» και περνάνε «ζωή και κότα αρμέγοντας τις επιδοτήσεις». Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν μπορούν να σταθούν σήμερα ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά. Η νέα αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που αφορά τα επόμενα τέσσερα χρόνια βρίσκεται παντού στο στόχαστρο των αγροτικών κινητοποιήσεων.

Αλλά η ΚΑΠ, από την καθιέρωσή της το 1962 μέχρι και σήμερα, ποτέ δεν είχε σαν στόχο ούτε εν γένει την ενίσχυση όλων των αγροτών ούτε να ικανοποιήσει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού με φθηνά τρόφιμα. Η ΕΟΚ ο πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) τη θεσμοθέτησε αρχικά με στόχο την «αυτάρκεια» και τη λιγότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές στο πλαίσιο των ανταγωνισμών του Ψυχρού Πολέμου με την ΕΣΣΔ, καθορίζοντας ελάχιστες τιμές για τα γεωργικά προϊόντα, δασμούς στις εισαγωγές και επιδοτήσεις στις εξαγωγές. Μια άλλη σκοπιμότητα που εξυπηρετούσε η ΚΑΠ στο εσωτερικό της ΕΟΚ ήταν να αντισταθμίσει τα προνόμια που αυτή έδινε μέσα από την τελωνειακή ένωση στην Γερμανία και στον υπόλοιπο βιομηχανικό βορρά, χρηματοδοτώντας και παραχωρώντας κάποια προνόμια στην Γαλλία και στην Ιταλία και αργοτερα στο διευρυμένο αγροτικό νότο της ΕΟΚ. 

Αυτό όμως που ήταν κοινό σε όλες τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ από το 1968 μέχρι σήμερα είναι ότι είχαν σαν στόχο την ενίσχυση των μεγάλων παραγωγών σε βάρος των μικρών, τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση της αγροτικής παραγωγής σε λίγα χέρια και την υποταγή της στην κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα της μεγάλης βιομηχανίας και εμπορίας τροφίμων. 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Κοινή Αγροτική Πολιτική οδήγησε σε αύξηση της αγροτικής παραγωγής που κατεληξε να θεωρείται «πλεονασματική» -τα διαβόητα «βουνά από βούτυρο» που τα κράτη μέλη της ΕΕ στο τέλος κατέστρεφαν και τα αγροτικά προϊόντα που κατέληγαν στις χωματερές. Η αύξηση της παραγωγής -αντί να είναι ευλογία για τα εκατομμύρια ανθρώπων που λιμοκτονούσαν και λιμοκτονούν σε όλο τον πλανήτη- εξελίχθηκε σε «μειονέκτημα» καθώς δεν μεταφραζόταν σε  κερδοφορία επειδη η παραγωγή ήταν μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε να απορροφήσει «η αγορά» μέσα απο τις εξαγωγές. Το γεγονός δημιουργούσε και επιπλέον εντάσεις ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε, καθώς ήδη με την είσοδο της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, η Γερμανία είχε να χρηματοδοτεί όλο και περισσότερο και η Γαλλία να παίρνει όλο και λιγότερο, ενώ οι τιμές διεθνώς έπαιρναν την κάτω βόλτα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 αυτές οι εξελίξεις -σε συνδυασμό με την κατάρρευση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη από τη μια και την επερχόμενη δημιουργία της Ε.Ε και το άνοιγμα σε περισσότερες χώρες από την άλλη- μεταφράστηκε σε  αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992,  που σημαδεύτηκε από την κατάργηση των ελάχιστων τιμών, την διευκόλυνση των εισαγωγών, την κατάργηση των επιδοτήσεων των εξαγωγών. Οι καπιταλιστές υποστήριξαν ότι η λύση -και στο τομέα της αγροτικής παραγωγής- θα ήταν να αφήσουν «τις δυνάμεις της αγοράς να κάνουν τη δουλειά τους».

Αλλά επειδή αυτή η αλλαγή ήταν τόσο βίαιη, απειλώντας κυριολεκτικά να εξαλείψει τους αγρότες σε μαζική κλίμακα, η Ε.Ε εισήγαγε ένα πολύπλοκο μοντέλο επιδοτήσεων για την αγροτική παραγωγή, με στόχο από τη μια να αποφύγει οικονομικούς κινδύνους και κοινωνικές εντάσεις και από την άλλη ο στόχος της συγκεντροποίησης και της συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής να προχωρήσει έστω και με πιο σταδιακό τρόπο. 

Το μέγεθος της συγκεντροποίησης μας δίνουν τα στοιχεία της EUROSTAT για την περίοδο 2003-2013. Μέσα σε δέκα χρόνια στην Ε.Ε μειώθηκε κατά 25% ο συνολικός αριθμός των αγροτο-κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε κατά 50% του μέσο μέγεθός τους. Δηλαδή, περισσότερα στρέμματα σε λιγότερους αγρότες. 

Μέσα από αυτήν την πολιτική, η Ε.Ε έφτασε να έχει σήμερα θετικό γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο αποτελώντας την πρώτη δύναμη στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Με τη διεύρυνση του ισοζυγίου να αφορά όμως τα μεταποιημένα τρόφιμα (και όχι τα πρωτογενή προϊόντα όπου παραμένει αρνητικό) δείχνοντας τους μεγάλους κερδισμένους που δεν είναι άλλοι από τους ομίλους και τα καρτέλ της βιομηχανίας τροφίμων. Αλλά οι όμιλοι τροφίμων θέλουν να αυξήσουν κι άλλο την κερδοφορία τους 

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «η χαμηλή κερδοφορία του γεωργικού τομέα στην Ε.Ε έχει ως βασικότερη αιτία την κατακερματισμένη διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής όταν στις ΗΠΑ το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης ξεπερνά τα 1.800 στρέμματα ενώ στην Ε.Ε είναι μόλις 160». Κάτι που εξηγεί και την πρεμούρα της Ε.Ε, των μεγαλοαγροτών και της βιομηχανίας τροφίμων να προχωρήσουν οι σχετικές «μεταρρυθμίσεις» πιο πιεστικά. Στην Ελλάδα η πρεμούρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ακόμη πιο μεγάλη καθώς ανάμεσα στο 2005-16, ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων σημείωσε μεν μείωση 15% (από 833.590 το 2005 σε 684.950 το 2016) αλλά μικρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Η πτώση αυτή μεταφράστηκε σε μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα σε όλη την Ε.Ε. Στην Ελλάδα, 140.000 αγρότες που στη συντριπτική τους πλειοψηφία κατείχαν το πολύ μέχρι 100 στρέμματα, εγκατέλειψαν την παραγωγή. Έτσι, οι εκμεταλλεύσεις με έκταση μεγαλύτερη των 200 στρεμμάτων από 36,9% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης το 2005, έφτασαν το 2016 στο 56,5%. Η μείωση των μικροκαλλιεργητών συνοδεύτηκε το ίδιο διάστημα από αύξηση κατά περίπου 20% των εργατών γης -χωρίς προφανώς σε αυτό να περιλαμβάνεται η “μαύρη εργασία”. 

Το εργαλείο που χρησιμοποιούν οι αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, προκειμένου να προχωράει αυτή η πολιτική, είναι η δημιουργία «συλλογικών σχημάτων», που περιέχουν μεγαλοαγρότες ή μεγάλους αγροτικούς «συνεταιρισμούς», μεταποιητές (βιομήχανους) και εμπόρους τροφίμων κάτω από την ομπρέλα μιας τράπεζας, με στόχο την άμεση σύνδεση της παραγωγής  είτε με τη βιομηχανία, είτε με τους ομίλους των σούπερ μάρκετ. Οι διεπαγγελματικές ενώσεις, που συστήνονται βάσει κανονισμού της ΚΑΠ ως ΝΠΙΔ και εποπτεύονται από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, περιλαμβάνουν εκπροσώπους αγροτοκτηνοτρόφων-βιομηχάνων, αλλά και εμπόρων. Πίσω από τη βιτρίνα  «οικολογικών», «καινοτόμων» κλπ καλλιεργειών οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ δουλεύουν προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων σε όλη την ΕΕ. 

Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η Barilla ελέγχει, έχοντας καλύψει με συστήματα «γεωργίας ακριβείας», περισσότερα από 500.000 στρέμματα που παράγουν περισσότερους από 246.000 τόνους σιτηρών ετησίως. Και στην Ελλάδα η ΜΕΒΓΑΛ μπορούσε να διεκδικεί χρηματοδότηση 50% από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 για τη δημιουργία μιας νέας γραμμής παραγωγής γιαουρτιού. Συνολικά, το 50% των δαπανών της προηγούμενης ΚΑΠ στην ΕΕ είχαν να κάνουν με επενδυτικά προγράμματα -αναβάθμιση εξοπλισμού, μεταποίηση, καθετοποίηση της παραγωγής, ενεργειακή εξοικονόμηση με χρήση ανανεώσιμων πηγών- που στην ουσία αφορούσαν τους «μεγάλους παίχτες». 

Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τις άμεσες ενισχύσεις της προηγούμενης ΚΑΠ περίπου το 80% των πληρωμών κατέληξε τελικά στο 20% των δικαιούχων. Το 1,5 εκατομμύριο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων πήρε 35,5 δις ευρώ ανά έτος ενώ τα υπόλοιπα 5,5 εκατομμύρια πήραν μόνο 6,6 δισ. Στην Ελλάδα, το 20% πήρε το 68% των ενισχύσεων ενώ το υπόλοιπο 80% συντηρούνταν λαμβάνοντας μικρές άμεσες ενισχύσεις. 

Η νέα ΚΑΠ έρχεται να μειώσει κατά 5% το σύνολο της χρηματοδότησης αλλάζοντας ταυτόχρονα την κατανομή των άμεσων ενισχύσεων που αποτελούν περίπου το 46% του μέσου αγροτικού εισοδήματος στην ΕΕ. 

Στο μεταξύ η εφαρμογή αυτών των πολιτικών έχει πετύχει να εκτοξεύσει τους τζίρους της βιομηχανίας και της εμπορίας τροφίμων. Το 2023 ο τζίρος των σούπερμάρκετ σύμφωνα με  την έρευνα της εταιρίας Circana αυξήθηκε κάτα ένα δις ευρώ στα 11,794 δισ. ευρώ το 2023, από 10,717 δισ. ευρώ το 2022 που στη συντριπτική τους πλειοψηφία (9,180 δισ. ευρώ) αφορούν τις πωλήσεις τροφίμων! Αύξηση του τζίρου σημειώθηκε και στην βιομηχανία τροφίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Τροφίμων, ο κλάδος που απαρτίζεται από 1.225 επιχειρήσεις είχε το 2022 τζίρο 15,5 δισεκατομμύρια. 

Η αύξηση του τζίρου, παρά τον πληθωρισμό, τις αυξήσεις στις τιμές ενέργειας κλπ, για τις επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας τροφίμων μεταφράστηκε σε κέρδη πολλών δις ευρώ με 55 από αυτές μάλιστα να μπαίνουν δίπλα στις τράπεζες και τις εταιρείες ενέργειας στις 500 πιο κερδοφόρες για το 2023. 

Και οι αριθμοί αναδεικνύουν ένα μόνο πράγμα: Ότι τη στιγμή, που για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στην Ελλάδα οι μισθοί και τα εισοδήματα φτάνουν ίσα-ίσα για να καλύψουν τη διατροφή τους, η βιομηχανία και η εμπορία τροφίμων μέσα σε συνθήκες πληθωρισμού και ενεργειακής κρίσης εκτινάσσουν τα κέρδη τους. Σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων παραγωγών που δίνουν τα προϊόντα τους σε εξευτελιστικές τιμές. Και εκμεταλλευόμενες τις εκατοντάδες χιλιάδες των εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτές. 360.000 είναι οι άμεσα ή έμμεσα εργαζόμενοι στις βιομηχανίες ποτών και τροφίμων. Ενώ περίπου 120.000 είναι οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ που δουλεύουν νυχθημερόν με μισθούς πείνας –σε τέτοιο βαθμό ώστε στα τέλη του περασμένου χρόνου, η Ένωση Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας παραπονιόταν ότι της λείπουν περίπου 8.000 εργαζόμενοι, γιατί ο κόσμος δεν πάει να δουλέψει...