Το καλοκαίρι συμπληρώνονται 110 χρόνια από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της μεγαλύτερης αλληλοσφαγής που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα. Ο πόλεμος που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1914 διέφερε από όλους τους προηγούμενους γιατί για χρόνια όλα τα κράτη που συμμετείχαν προετοιμάζονταν για το ενδεχόμενο του ξεσπάσματός του, που με κάθε διπλωματικό επεισόδιο και περιφερειακή κρίση γινόταν όλο και πιο βέβαιο.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις -και κάμποσες μικρότερες- κατέστρωναν λεπτομερή σχέδια επιστράτευσης, κατασκεύαζαν διπλές σιδηροδρομικές γραμμές για την ταχύτατη μεταφορά μονάδων στο μέτωπο, κατήρτιζαν σχέδια επιχειρήσεων που τα αναθεωρούσαν τακτικά. Και βέβαια, ξόδευαν γιγάντια ποσά σε εξοπλισμούς: τότε δεν ήταν τα F-35 η «τελευταία λέξη», αλλά τα θωρηκτά και τα κανόνια. Και όλα αυτά τα συνόδευε μια συστηματική ιδεολογική εκστρατεία εθνικισμού και μιλιταρισμού.
Σε όλα αυτά καλούταν να απαντήσει η Αριστερά της εποχής, χρόνια πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Και οι απαντήσεις που δίνονταν προοιώνιζαν τη μεγάλη ρήξη ανάμεσα στη ρεφορμιστική και την επαναστατική Αριστερά. Η αντιπαράθεση έγινε στους κόλπους της Σοσιαλιστικής, της Δεύτερης, Διεθνούς συνολικά και στο μεγαλύτερο κόμμα της, τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Το SPD ήταν το κόμμα-πρότυπο για τους σοσιαλιστές όλου του κόσμου και το κόμμα που περηφανευόταν ότι αντλούσε πρόγραμμα και ιδέες κατευθείαν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς.
Τον Ιούλη του 1911 ξέσπασε αυτό που ονομάστηκε «Κρίση του Αγκαδίρ» ή «Δεύτερη Κρίση του Μαρόκου». Η Γαλλία και η Γερμανία είχαν συμφωνήσει ότι ο πολιτικός έλεγχος του Μαρόκο θα ανήκε στην πρώτη η οποία όμως θα έπρεπε να παίρνει υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα της δεύτερης (φυσικά κανείς δεν είχε ρωτήσει το μαροκινό λαό για αυτήν τη διευθέτηση). Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1911 αυτή η συμφωνία παραλίγο να καταρρεύσει. Η γερμανική κυβέρνηση έστειλε και μια κανονιοφόρο, τον Πάνθηρα, στο λιμάνι του Αγκαδίρ. Η βρετανική κυβέρνηση μπήκε στον καυγά. Τελικά, η κρίση καταλάγιασε μέχρι το τέλος της χρονιάς: η Γαλλία έκανε το Μαρόκο προτεκτοράτο και αποζημίωσε την Γερμανία με εκτάσεις από το γαλλικό Κονγκό.
Στην κορύφωση, όμως, της κρίσης στους κόλπους της Σοσιαλιστικής Διεθνούς μπήκε η πρόταση ότι η ηγεσία της πρέπει να πάρει δημόσια θέση. Όμως, η ηγεσία του SPD τορπίλισε κάθε πρωτοβουλία. Πρόβαλε δυο λόγους για αυτή την στάση: Η κρίση δεν ήταν και τόσο σημαντική γιατί ούτε η κυβέρνηση ούτε οι καπιταλιστές ήταν διατεθειμένοι να πάνε σε γενικευμένο πόλεμο για ένα ορυχείο της εταιρείας Τίσεν. Και, ο βασικός λόγος: πάμε για εκλογές (τον Γενάρη του 1912) τον «κόσμο» τον ενδιαφέρουν τα καθημερινά ζητήματα, όπως η φορολογία. Δεν θα αποξενώσουμε ψηφοφόρους με αντιπολεμικές κηρύγματα που θα δώσουν στη δεξιά ευκαιρία να πει ότι δεν είμαστε πατριώτες.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της, ξεσηκώθηκαν ενάντια σε αυτή την «αδράνεια». Μετέτρεψαν κομματικές εκδηλώσεις, πχ στο Βερολίνο, σε αντιπολεμικές συγκεντρώσεις. Κι η Ρ. Λούξεμπουργκ βγήκε ανοιχτά στην σοσιαλιστική εφημερίδα της Λειψίας (που ήταν το «βήμα» της επαναστατικής αριστεράς) για να δώσει πολιτικές απαντήσεις.
Καταρχήν εξηγούσε τη σοβαρότητα της συνολικής κατάστασης. Έγραφε σε ένα άρθρο με τίτλο Σχετικά με το Μαρόκο: «Το παιχνίδι που παίζεται στο ηφαιστειακό έδαφος των διεθνών συγκρούσεων είναι, ακόμη και για μυαλά μεγαλύτερα από τους υπουργούς, ένα παιχνίδι τυφλής μπλόφας. Ο Μάνεσμαν και ο Τίσεν (μεγάλοι βιομήχανοι του χάλυβα) από μόνοι τους δεν καθορίζουν την περαιτέρω πορεία της περιπέτειας, η οποία, όπως όλες οι παγκόσμιες γκάφες, μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τα χέρια εκείνων που την οργάνωσαν και να εξελιχθεί από ένα επιπόλαιο παιχνίδι με σπίρτα σε μια παγκόσμια πυρκαγιά».
Χάσμα
Η Λούξεμπουργκ εξηγούσε ότι οι επιλογές στην εσωτερική πολιτική: «είναι οργανικά συνδεδεμένες με τον μιλιταρισμό, τη ναυτική πολιτική, την αποικιακή πολιτική». Και συμπέραινε, αναδεικνύοντας το χάσμα ανάμεσα στον κοινοβουλευτικό δρόμο και τον επαναστατικό:
«Έχουμε ακούσει τόσα πολλά για τη ‘θαυμάσια κατάσταση’ στην οποία βρισκόμαστε ενόψει των εκλογών του Ράιχσταγκ, και ταυτόχρονα μας έχουν προειδοποιήσει επανειλημμένα να μην χαλάσουμε αυτή την ‘κατάσταση’ με κάποια απερίσκεπτη ενέργεια, προηγουμένως ήταν ο αγώνας για το καθολικό δικαίωμα ψήφου στην Πρωσία και τώρα είναι η αναταραχή για το Μαρόκο. Πιστεύουμε ότι η ‘υπέροχη κατάσταση’ δεν είναι ένας τυχαίος εξωτερικός σχηματισμός που μπορεί κανείς να διαταράξει με μια απερίσκεπτη πράξη. Αντίθετα, είναι προϊόν ολόκληρης της ιστορικής εξέλιξης των τελευταίων δεκαετιών εντός και εκτός Γερμανίας. Ο καλύτερος τρόπος για να πετάξουμε το πλεονέκτημα αυτής της ‘κατάστασης’ θα ήταν να αρχίσουμε να εξετάζουμε όλη την κομματική ζωή και όλα τα καθήκοντα της ταξικής πάλης απλά από την οπτική γωνία της κάλπης».
Έντεκα χρόνια πριν, η Λούξεμπουργκ είχε γράψει το περίφημο βιβλίο Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση; Σ’ αυτό συγκρουόταν με τις απόψεις του Έντουαρντ Μπερνστάιν που έλεγε ότι ο Μαρξ είχε διαψευσθεί, ο καπιταλισμός είχε εξημερωθεί κι ότι ο δρόμος μπροστά ήταν η σοσιαλδημοκρατία να αναγνωρίσει και επίσημα αυτό «που πραγματικά είναι: ένα δημοκρατικό κόμμα των μεταρρυθμίσεων». Η Ρόζα απαντούσε ότι όποιος διαλέγει το δρόμο της μεταρρύθμισης αντί της επανάστασης δεν διαλέγει ένα πιο αργό και σίγουρο δρόμο για τον ίδιο σκοπό, αλλά ένα εντελώς διαφορετικό σκοπό, τις «επιφανειακές αλλαγές στην παλιά κοινωνία».
Το 1911 η άποψη ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος είναι δυνατή μέσα από ένα αργό «πόλεμο φθοράς» στον οποίο η Αριστερά θα κατακτούσε θέσεις στο κράτος, ήταν πλέον η άποψη του Καρλ Κάουτσκι, του «Πάπα του μαρξισμού» όπως είχε γνωστός διεθνώς. Και αυτή η στρατηγική καθόριζε και την ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Ο Κάουτσκι υποστήριξε σε μια σειρά άρθρων του εκείνη τη χρονιά ότι η σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να επιδιώξει μια πολιτική συμμαχίας με τα «ειρηνόφιλα» τμήματα της τάξης των καπιταλιστών. Η «μεγάλη πλειοψηφία» της άρχουσας τάξης, έγραφε, δεν έχει «συμφέρον» από την κούρσα των εξοπλισμών και τους ανταγωνισμούς της «παγκόσμιας πολιτικής» (τον ιμπεριαλισμό). Η απάντηση στην απειλή του πολέμου θα ήταν οι διεθνείς συμφωνίες για τον περιορισμό των εξοπλισμών και η διπλωματία για «ειρηνικές διευθετήσεις» των «διαφωνιών».
Πάλι η Ρόζα Λούξεμπουργκ βγήκε μπροστά για να συγκρουστεί με αυτές τις αντιλήψεις που τις αποκάλεσε Ειρηνικές Ουτοπίες (ο τίτλος ενός άρθρου της). Εξηγούσε ότι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί πηγάζουν από τον ίδιο τον καπιταλισμό, τον τυφλό ανταγωνισμό για το κέρδος ανάμεσα σε διαφορετικά κεφάλαια που το καθένα στηριζόταν στο κράτος του. Εγραφε ότι το καθήκον της Αριστεράς ήταν να επιμείνει ότι η ιδέα:
«Ενός μερικού περιορισμού των εξοπλισμών είναι ένα ανέφικτο ημίμετρο, και να προσπαθήσει να καταστήσει σαφές ότι ο μιλιταρισμός είναι στενά συνδεδεμένος με την αποικιοκρατική πολιτική, με τη δασμολογική πολιτική και με την παγκόσμια πολιτική και ότι τα σημερινά κράτη, επομένως, αν πραγματικά επιθυμούν σοβαρά και ειλικρινά να σταματήσουν την κούρσα των εξοπλισμών, θα πρέπει να ξεκινήσουν με τον αφοπλισμό στον τομέα της εμπορικής πολιτικής και εγκαταλείποντας τις αποικιακές ληστρικές εκστρατείες... και την παγκόσμια πολιτική των σφαιρών επιρροής σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Με λίγα λόγια, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική τους πολιτική, θα έπρεπε να κάνουν το ακριβώς αντίθετο από όλα όσα απαιτεί η φύση της σημερινής πολιτικής ενός καπιταλιστικού ταξικού κράτους».
Το SPD πήρε 4,2 εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές του 1912 και έγινε ισχυρότερο κόμμα στη γερμανικό κοινοβούλιο. Ο κοινοβουλευτικός δρόμος έμοιαζε ότι δικαιώνεται και οι αναλύσεις και πολεμικές της Λούξεμπουργκ και των «ριζοσπαστών» συντρόφων της (όπως τους ονόμαζε η ηγεσία) έμοιαζαν απλά σεχταριστικές γκρίνιες. Δυο χρόνια μετά, αυτό το κόμμα -και μαζί του ο Κάουτσκι- θα ψήφιζε τις έκτακτες πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο και θα στήριζε ολόψυχα την άρχουσα τάξη και τη μοναρχία στη σφαγή που ξεκινούσε.
Αυτή ήταν η «ρεαλιστική» επιλογή και όλες οι διακηρύξεις για τον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στον πόλεμο μπήκαν στο συρτάρι. Η Λούξεμπουργκ, ο Λήμπνεχκτ και χιλιάδες άλλοι σύντροφοί τους στην Γερμανία συγκρούστηκαν με αυτή την προδοσία. Η απάντηση στον πόλεμο, επέμεναν μαζί με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, δεν είναι οι αυταπάτες για μια μελλοντική ειρηνική επίλυση. Είναι η εργατική επανάσταση.