Από την Πέμπτη 8/2 προβάλλεται η νέα ταινία της Σοφίας Εξάρχου με τίτλο Animal, ενώ αυτήν την Παρασκευή (14/2) η απογευματινή προβολή της ταινίας στο Άστορ συνοδεύτηκε από μία συζήτηση επί της ταινίας με τη σκηνοθέτρια, την ηθοποιό Φλωμαρία Παπαδάκη που υποδύεται το ρόλο της Εύας, καθώς και τους Αλέξανδρο Βούλγαρη και Γιάννη Βεσλεμέ.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε μία σχεδόν γεμάτη κινηματογραφική αίθουσα, μία ελπιδοφόρα εικόνα που σπάει τη μαυρίλα του κλεισίματος όλο και περισσότερων αιθουσών στο κέντρο της πόλης. Βασικό θέμα της ταινίας είναι η εργασία στη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, δηλαδή τον τουρισμό, μέσα από μία ομάδα ανιματέρ που εργάζονται σε ένα πολυτελές all-inclusive ξενοδοχείο ενός ελληνικού νησιού. Η αφήγηση της ταινίας επικεντρώνεται σε δύο χαρακτήρες, της Κάλλια που εργάζεται σεζόν στο συγκεκριμένο επάγγελμα από τα 16 της, συμπληρώνοντας 19 χρόνια εργασίας, και την Εύα που λίγο πριν τα 18 της και έχοντας φύγει από το σπίτι της στην Πολωνία εδώ και 2 χρόνια, πηγαίνει να εργαστεί για πρώτη φορά στο συγκεκριμένο επάγγελμα αναζητώντας παράλληλα και μία ταυτότητα/αίσθηση του ανήκειν.
Η εργασία στην τουριστική βιομηχανία είναι ένα θέμα που έρχεται στην καθημερινή συζήτηση όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, λόγω και της σταδιακής μετατροπής της χώρας σε ένα απέραντο τουριστικό θέρετρο. Καθώς αυτή η μετάβαση εντείνεται, όλο και μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε διάφορες υπηρεσίες της τουριστικής βιομηχανίας με εξοντωτικές 12ωρες βάρδιες 7/7 και πολλές φορές σε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Κάθε καλοκαίρι μαζί με τις ειδήσεις για αύξηση του τουρισμού, διαβάζουμε όλο και περισσότερες καταγγελίες για τις εργασιακές συνθήκες στη σεζόν.
Η Σοφία Εξάρχου, στην ταινία της, πετυχαίνει να απεικονίσει την εργασία στο ελληνικό καλοκαίρι του “live your myth in Greece” χωρίς να ωραιοποιήσει ή να ρομαντικοποιήσει οποιοδήποτε κομμάτι αυτής. Η ομάδα που παρουσιάζεται έχει ουσιαστικά μία πολύ επιφανειακή και τεχνητή αίσθηση κοινότητας/οικογένειας στην οποία απουσιάζει η πραγματική αλληλοβοήθεια και φροντίδα. Μέσω των δύο βασικών χαρακτήρων ξεδιπλώνονται στοιχεία της εμπειρίας «γυναίκα εργαζόμενη στον τουρισμό» και μάλιστα σε ένα επάγγελμα που αποτελεί το διασκεδαστή των τουριστών. Σε ένα επάγγελμα που η σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος θεωρείται δεδομένη ενώ οι εργαζόμενες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν διαρκώς ένα χαρούμενο πρόσωπο και έναν ατελείωτο ενθουσιασμό. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου στο ρόλο της Κάλλιας δίνει μία συγκλονιστική και πολύ απαιτητική ερμηνεία ενσαρκώνοντας την ηρωίδα παγιδευμένη μέσα στον εργασιακό της ρόλο και έτοιμη να εκραγεί.
Μέσω της πορείας αυτής, ο καθένας μπορεί να δει στοιχεία της ζωής του βγαίνοντας από το στενό πλαίσιο της εργασίας στην τουριστική βιομηχανία. Η πορεία αυτή αποτελεί ουσιαστικά ένα σταθερό βηματισμό προς της εξάντληση. Έναν εγκλωβισμό άρρηκτα συνδεδεμένο με την άρνηση αντικειμενικής ματιάς στην πραγματικότητα. Μέσα από τα χρόνια εργασίας στη συγκεκριμένη βιομηχανία και τον τρόπο ζωής που αυτή συνεπάγεται, προσωπική και επαγγελματική ταυτότητα έχουν γίνει ένα, ενώ η εργασιακή πίεση έχει πλέον ορατά αποτελέσματα στην υγεία. Καθώς οι ρυθμοί εργασίας γίνονται όλο και πιο εντατικοί σε όλους τους εργασιακούς κλάδους, καθώς ο εργασιακός χρόνος διαρκώς αυξάνεται σε βάρος του προσωπικού χρόνου ενώ οι περιορισμένες απολαβές σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος ζωής όλο και περιορίζουν τις δυνατότητες για «ζωή έξω από τη δουλειά», η ταυτότητα του ατόμου όλο και περιορίζεται στην εργασία του.
Εργασιακό burnout
Οι επιπτώσεις του φαινομένου αυτού στη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου είναι σοβαρότατες καθώς η φράση «εργασιακό burnout» εμφανίζεται όλο και συχνότερα. Μία εξίσου σημαντική παράμετρος του φαινομένου αυτού όμως είναι και πόσο εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό από το άτομο που το βιώνει και όταν αυτό γίνει, ποια ρεαλιστική διαφυγή υπάρχει. Όταν κάθε άλλη ατομική ταυτότητα έχει χαθεί, απώλεια της εργασίας μπορεί να σημαίνει για το άτομο και απώλεια του ίδιου του του εαυτού, ενώ η προσωπική ανασφάλεια και αβεβαιότητα σχετικά με το βιοπορισμό στην οποία εισέρχεται με μία τέτοια κίνηση δρα ως πολύ σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας.
Κλείνοντας, μία συζήτηση η οποία θα μπορούσε να ανοίξει μέσα από την ταινία συνδέεται και με το βιοπορισμό στα λεγόμενα καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Η ομάδα των ανιματέρ δεν χαρακτηρίζεται απλά από εργαζόμενους στον τουρισμό αλλά και από άτομα που εμφανώς έχουν αφιερώσει χρόνο στο να χτίσουν τις ικανότητές τους στο χορό και το τραγούδι και να φαντάζονταν διαφορετικό το βιοπορισμό τους μέσα από αυτά. Η καλλιτεχνική εργασία εν γένει θα μπορούσε να διαχωριστεί από άλλα επαγγέλματα από το χαρακτηριστικό ότι δίνει κάτι πίσω στον καλλιτέχνη μέσω της δημιουργικότητας και της προσωπικής έκφρασης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο κατά πόσο μπορεί να οριστεί ως καλλιτεχνική αυτή η εργασία η οποία όχι μόνο δεν δίνει πίσω κάτι αλλά ωθεί τους εργαζομένους στην πνευματική και δημιουργική εξάντληση; Ο προβληματισμός αυτός μπορεί να γενικευθεί προς όλους τους καλλιτέχνες που ξεκινούν με όνειρα προσωπικής έκφρασης αλλά καταλήγουν να κάνουν τυποποιημένες δουλειές που δεν τους γεμίζουν ώστε να μπορέσουν να επιζήσουν. Βλέποντας τα credits της ταινίας παρατηρεί κανείς τις πολλές πηγές χρηματοδότησής που χρειάστηκαν για να μπορέσει να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα.
Αυτό δείχνει και την πρακτική δυσκολία πραγματοποίησης του δημιουργικού οράματος ενός σκηνοθέτη που πρέπει παράλληλα με αυτό να φροντίσει και για το βιοπορισμό του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το όραμα αυτό μπόρεσε να παρουσιαστεί στη μεγάλη οθόνη, αλλά σε πόσες περιπτώσεις αυτό τελικά δεν συμβαίνει;