Ιστορία
Μάρτης ‘44: Δυο δρόμοι της Αντίστασης

Απρίλης ‘44, Κίνημα του στρατού στη Μέση Ανατολή

 

Μάης ‘44, Διάσκεψη του Λιβάνου

 

Στις αρχές Μάρτη του 1944 η «Ελεύθερη Ελλάδα», δηλαδή οι περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, απέκτησαν τη δική τους κυβέρνηση, την «Κυβέρνηση του Βουνού». Ήταν η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) που συγκροτήθηκε στις 10 εκείνου του μήνα. 

Η «Ελεύθερη Ελλάδα» είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα από τα τέλη του 1942 και επεκτάθηκε αλματωδώς από το φθινόπωρο του 1943 όταν ο ιταλικός στρατός κατοχής κατέρρευσε μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Όταν πλέον συγκροτείται η ΠΕΕΑ η εξουσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στις περιοχές που έλεγχε έχει τα χαρακτηριστικά κρατικής εξουσίας. Εκεί κατοικούσαν περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι (σύμφωνα με την απογραφή του 1940 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν περίπου 7,5 εκατομμύρια). 

Εκτός από την ένοπλη δύναμη του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής, λειτουργούσαν οι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, η λαϊκή δικαιοσύνη με τα δικαστήρια και τους δικαστές της, και μια σειρά οργανώσεις και θεσμοί που ρύθμιζαν τις οικονομικές λειτουργίες. Όπως ανέφερε σε έκθεσή του ένας βρετανός αξιωματικός: «Μπορείς να ταξιδέψεις από τη Φλώρινα μέχρι τα περίχωρα των Αθηνών απλώς με ένα διαβατήριο του ΕΑΜ». 

Η συγκρότηση της ΠΕΕΑ ήρθε να «επισημοποιήσει» αυτή την πραγματικότητα, στέλνοντας ένα πολύ ισχυρό μήνυμα επιβεβαίωσης της ζωτικότητας και της δυναμικής του κινήματος της Αντίστασης και του ριζοσπαστισμού του. 

Γι’ αυτό έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και έξω από την κατεχόμενη Ελλάδα. Στον στρατό της Μέσης Ανατολής η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ), στην οποία πρωταγωνιστούσαν μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που είχαν βρεθεί εκεί και δεν είχαν σύνδεση με το κόμμα, είχε αποκτήσει τεράστια επιρροή, οι επιτροπές της έλεγχαν μονάδες πεζικού και τον στόλο. Και στα τέλη Μάρτη, σύμφωνα με τα λόγια του Γιάννη Σάλα, του ηγέτη της η ΑΣΟ αποφάσισε: «Είναι η στιγμή που όπως λεν το ατσάλι κολλάει στη βράση του».

Μέχρι τις αρχές του Απρίλη οι φαντάροι και οι ναύτες πήραν τον έλεγχο στρατοπέδων και πλοίων, έδιωξαν ή συνέλαβαν αντιδραστικούς αξιωματικούς και απαίτησαν από την κυβέρνηση του Τσουδερού την αναγνώριση της ΠΕΕΑ. Η απάντηση της κυβέρνησης του Καΐρου και των Βρετανών ιμπεριαλιστών ήταν η καταστολή του κινήματος. Χιλιάδες φαντάροι οδηγήθηκαν στα «σύρματα» στην έρημο. 

Ο Σάλας εξηγούσε ότι από το 1942 η ΑΣΟ είχε αποφασίσει ότι αν «βρεθούμε στο μέσο μιας Κυβέρνησης στην Ελλάδα και μιας εδώ, να της καταφέρουμε αυτής ένα θανάσιμο πλήγμα και να στρέψουμε την προσοχή του λαού μέσα κι έξω από τη χώρα μας προς την Κυβέρνηση που θα προέκυπτε στην κατάλληλη στιγμή μέσα από τον απελευθερωτικό αγώνα». 

Πίεση

Όμως, ο λόγος που η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να προχωρήσει στην συγκρότηση της ΠΕΕΑ -και στη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου, με εκλογές ακόμα και στην κατεχόμενη Αθήνα τον Μάη- ήταν πολύ διαφορετικός. Ασκούσε πίεση για την επίτευξη του βασικού της στόχου: την συγκρότηση μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», με τους αστούς πολιτικούς και την κυβέρνηση του Καϊρου που κρατούσαν στη ζωή οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές. Σκοπός της ήταν ο συμβιβασμός και όχι η ανατροπή, η «εθνική ενότητα» όχι το «θανάσιμο πλήγμα». 

Δέκα μέρες πριν τελειώσει τις εργασίες το Εθνικό Συμβούλιο στις Κορυσχάδες, ξεκινούσε η Διάσκεψη του Λιβάνου, στην οποία συμμετείχαν, πέρα από τους εκπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, η εξόριστη κυβέρνηση της Μ. Ανατολής στην οποία πρωθυπουργός είχε γίνει ο Παπανδρέου και εκπρόσωποι των παλιών κομμάτων. Οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ βάζουν στις 20 Μάη την υπογραφή τους στο «Εθνικόν Συμβόλαιον», το τελικό κείμενο της Διάσκεψης. Στην ουσία αποδέχονταν ότι το ΕΑΜ θα έπαιρνε μια δευτερεύουσα θέση στην κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητος» του Καΐρου (και του βασιλιά). 

Όσο για τους φαντάρους και τους ναύτες που είχαν ξεσηκωθεί στην Αίγυπτο, στο Α΄ Κεφάλαιο του «Εθνικού Συμβολαίου» διακηρύσσονταν ότι: «Όλοι εμείναμεν σύμφωνοι ότι η στάσις της Μέσης Ανατολής απετέλεσεν έγκλημα εναντίον της Πατρίδος. Όλοι επίσης εμείναμεν σύμφωνοι ότι η ανάκρισις πρέπει να συνεχισθή και ότι οι υποκινηταί της στάσεως πρέπει να τιμωρηθούν αναλόγως προς τας ευθύνας των».

Η «Συμφωνία του Λιβάνου» όπως έμεινε γνωστή προκάλεσε κατακραυγή στις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ -και στο ίδιο το Εθνικό Συμβούλιο. Όμως, η κατακραυγή για να πιάσει τόπο χρειαζόταν δυο πράγματα. Μια ξεκάθαρη εναλλακτική στρατηγική που θα είχε στο κέντρο της την εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία και να αλλάξει την κοινωνία. Και τις μορφές οργάνωσης που θα επέτρεπαν σε αυτή τη στρατηγική να πάρει σάρκα και οστά. 

Και τα δύο χρειάζονταν ένα επαναστατικό κόμμα που θα πάλευε για να ξεδιπλωθεί αυτή η δυναμική. Όμως, οι επαναστατικές οργανώσεις της εποχής ήταν πολύ μικρές και απομονωμένες για να παίξουν αυτό το ρόλο. Το ΚΚΕ ηγεμόνευε πολιτικά και οργανωτικά, κι αυτό σήμαινε ότι παρά τις ανησυχίες και την αμφισβήτηση οι επιλογές της ηγεσίας του επιβάλλονταν. 

Η πολιτική της «εθνικής ενότητας» πήγαζε από τη συνολική στρατηγική του ΚΚΕ από τη δεκαετία του ’30. Από το 1934 το κόμμα είχε εγκαταλείψει την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης γιατί υποτίθεται ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν καθυστερημένος και εξαρτημένος και άρα η εργατική τάξη δεν είχε τη δύναμη να επιβάλλει τη δικιά της εξουσία. Αυτό που χρειαζόταν, υποστήριζε η ηγεσία, ήταν ένα «ενδιάμεσο στάδιο», η «ολοκλήρωση της δημοκρατικής επανάστασης». Σύντομα και οι αναφορές στην όποιου τύπου επανάσταση εγκαταλείφθηκαν με την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων, δηλαδή της επιδίωξης μιας συνεργασίας με «προοδευτικά» και «δημοκρατικά» αστικά κόμματα. 

Στις συνθήκες του Δεύτερου Παγκοσμίου αυτή η στρατηγική έφτασε στις απώτατες συνέπειες της εφαρμογής της, γιατί αυτό απαιτούσε η διπλωματία του Στάλιν με τον Τσόρτσιλ και τον Ρούζβελτ. Ο Στάλιν παζάρευε με τους άλλους «μεγάλους συμμάχους» και το τελευταίο που επιθυμούσε ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα να δώσουν το ελεύθερο στις απόψεις που έλεγαν «το ατσάλι κολλάει στη βράση του». Αντίθετα, έπρεπε να αποδείξουν -ξανά και ξανά- ότι δεν έχουν επαναστατικές επιδιώξεις. 

Διαδικασίες

Η ΠΕΕΑ είχε σχεδιαστεί ώστε να μπλοκάρει τις μορφές οργάνωσης από τα κάτω. Ούτε η ίδια ούτε το Εθνικό Συμβούλιο προήλθαν από διαδικασίες των δομών της «λαϊκής εξουσίας» στα χωριά ή του Εργατικού ΕΑΜ στις πόλεις. Οι «εθνοσύμβουλοι» εκλέχτηκαν με ατομική ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν όσοι ψηφοφόροι πήραν τα ψηφοδέλτια που κυκλοφόρησε το ΕΑΜ. Και σε μια συμβολική κίνηση, δικαίωμα συμμετοχής στο Εθνικό Συμβούλιο με ψήφο είχαν όλοι οι βουλευτές της βουλής του 1936 (μόνο 22 το επέλεξαν τελικά). Η ηγεσία διεκδικούσε τη «συνέχεια του κράτους» και των θεσμών του. 

Λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο, οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έπαιρναν τη θέση τους στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Και τον Σεπτέμβρη με τη Συμφωνία της Καζέρτας, ο ΕΛΑΣ έμπαινε κάτω από τις διαταγές Άγγλου στρατηγού και του απαγορευόταν να μπει στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. 

Τις μέρες που ανακοινωνόταν η ίδρυση της ΠΕΕΑ οι εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά άρχισαν να γνωρίζουν τη βαρβαρότητα των «μπλόκων». Στις 15 Μάρτη του 1944 πραγματοποιήθηκε στην Καλογρέζα το πρώτο μεγάλο μπλόκο της Αθήνας, με τη συμμετοχή του συνόλου των δυνάμεων της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας. Οι λιγνιτωρύχοι της Καλογρέζας και συνολικά οι εργάτες/τριες της Ν. Ιωνίας ήταν «παλιοί γνώριμοι» με τους χωροφύλακες και τους ασφαλίτες. Τον Αύγουστο του ’43 μια διαδήλωσή τους είχε δεχτεί τα δολοφονικά πυρά αποσπάσματος της Χωροφυλακής. Τον Σεπτέμβρη, ο επικεφαλής του ταγματάρχης εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ της περιοχής. Τον Μάρτη του 1944 το «μπλόκο» κατέληξε στη δολοφονία 22 εργατών και τη σύλληψη εκατοντάδων άλλων. 

Το 1943 το εργατικό κίνημα είχε καθορίσει τις εξελίξεις, με κομβικό σταθμό τη Γενική Απεργία του Μάρτη που είχε υποχρεώσει τους ναζί κατακτητές να ανακαλέσουν το μέτρο της επιστράτευσης. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 η απάντηση στα μπλόκα ήταν τα «χτυπήματα» της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ, αλλά όχι η συγκρότηση και ανάπτυξη των μορφών οργάνωσης στους χώρους δουλειάς με την προοπτική να μπει η σφραγίδα τους στην Απελευθέρωση που πλησίαζε.

Η ηγεσία της Αριστεράς επιτάχυνε τους συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές προσδοκώντας ότι μεταπολεμικά θα γινόταν ο ρυθμιστής των εξελίξεων κοινοβουλευτικά και κυβερνητικά. Γι’ αυτό άρχισε να πατάει φρένο στο κίνημα σε όλα τα επίπεδα. Όμως, η δυναμική ενός τόσο ισχυρού και ριζοσπαστικού κινήματος δεν μπορούσε να εξαφανιστεί σε μια στιγμή. Οι ελπίδες του απογειώθηκαν με την απελευθέρωση τον Οκτώβρη και μπήκε σε μια τροχιά σύγκρουσης με τους «απελευθερωτές», τον βρετανικό ιμπεριαλισμό και την άρχουσα τάξη. Η συγκρουση τελικά ξέσπασε στον Κόκκινο Δεκέμβρη, αλλά και πάλι αντιμετώπισε τον συμβιβασμό της Βάρκιζας.