Οι κυβερνήσεις ξελάσπωσαν τις τράπεζες...

Μία αξιοσημείωτη εξέλιξη είναι πόσο η άρχουσα τάξη έχει ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της μετά τον τεράστιο πανικό όταν η Λίμαν Μπράδερς φαλίρισε το Σεπτέμβρη του 2008. Ο Φίλιπ Στίβενς, ο οποίος είναι ένας αρκετά οξυδερκής αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς το επεξήγησε σε ένα κομμάτι του πριν από δυο βδομάδες.

Ο Στίβενς διευκρινίζει ότι, παρά τα μεγάλα λόγια των πολιτικών για μια καινούργια εποχή ρύθμισης και ελέγχου των οικονομικών αγορών, οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν κρατήσει την ανεξέλεγκτη δύναμη τους. Συμπεραίνει: «τρία χρόνια μετά, τα πράγματα είναι αρκετά ίδια όπως ήταν, εκτός από το γεγονός ότι οι περισσότεροι από μας είμαστε πιο φτωχοί. Οι αγορές κυβερνούν. Εντάξει;»

Προφανώς δεν είναι εντάξει. Αλλά ο Στίβενς έχει δίκιο ότι οι μεγάλες αμερικάνικες και ευρωπαϊκές τράπεζες που προκάλεσαν την κρίση έχουν καταφέρει να αποφεύγουν τις προσπάθειες για να ελεγχθούν.

Ο συνάδελφος του, Τζον Γκάπερ έγραψε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς: «Αυτήν την εβδομάδα, οι παγκόσμιοι ελεγκτές έθεσαν νέα κριτήρια για το τραπεζικό κεφάλαιο και την ρευστότητα, κανόνες που υποτίθεται θα ήταν υπόδειγμα για την παγκόσμια συνεργασία και αποφασιστικότητα απέναντι στις προσπάθειες των τραπεζών να ξεφύγουν από τους ελέγχους. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών,όμως, αποδυνάμωσε προηγούμενες εισηγήσεις και έδωσε στις τράπεζες περιθώριο...οχτώ χρόνια να συμμορφωθούν».

Αυτή ήταν η τελευταία από μια σειρά νίκες για τις τράπεζες. Λίγο πριν ο Μπάρακ Ομπάμα υπογράψει τον Νόμο για τη Μεταρρύθμιση του Χρηματοπιστωτικού Τομέα τον τελευταίο μήνα, οι Νιου Γιορκ Τάιμς έγραφαν: «Το μελάνι δεν έχει ακόμα στεγνώσει για τους τελευταίους κανόνες για τη Γουόλ Στριτ και ήδη οι τραπεζίτες είναι ένα βήμα πιο μπροστά από κάθε άλλον. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, η μεταρρύθμιση θα «ροκάνιζε» κέρδη από τις τράπεζες. Έτσι, αφού ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια για να πιέσουν ενάντια στη νομοθεσία, οι τραπεζίτες γυρνάνε στο σχέδιο Β. Προσαρμόζονται στους κανόνες και τους γυρίζουν προς όφελος τους».

Φούσκα

Μετά έγιναν τα «τεστ αντοχής» στις 91 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες. Ήταν μια προσπάθεια να καθησυχάσουν τις οικονομικές αγορές ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ήταν σε καλή κατάσταση μετά τον πανικό του Μαΐου για την Ελλάδα -μια δύσκολη επιχείρηση δεδομένου ότι πολλές από τις υποτιθέμενες γερές γερμανικές τράπεζες είχαν κάνει υπερανάληψη σε αμερικάνικα τοξικά ομόλογα κατά τη διάρκεια της φούσκας ακινήτων.

Στο τεστ μόνο 5 ισπανικές τράπεζες μαζί με μία στη Γερμανία και μία στην Ελλάδα απέτυχαν. Αυτό αποδοκιμάστηκε ως στημένο. Ο Γερμανός σχολιαστής Βόλφγκανγκ Μούνχαου ήταν εκτός εαυτού: «Αν δοκίμαζες να τσεκάρεις την ασφάλεια των αυτοκινήτων ή τα παιχνίδια των παιδιών χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποίησε στα τεστ αντοχής στις τράπεζες, θα κατέληγες στη φυλακή. Ο σκοπός αυτής της κυνικής άσκησης ήταν να προσποιηθεί η ΕΕ ότι λύνει ένα πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα δεν το έκανε».

Όλα αυτά είναι αποδείξεις για τη δύναμη του λόμπι των τραπεζών και στις δύο μεριές του Ατλαντικού. Αλλά το πιο σημαντικό παράδειγμα της δύναμης τους προέρχεται από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σε όλη την Ευρώπη.

Η κρίση ξεκίνησε στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ο αντίκτυπος της περιορίστηκε με μια τεράστια αύξηση της δημόσιας παρέμβασης. Οι οικονομολόγοι Μαρκ Ζάντι και Άλαν Μπλάιντερ υπολογίζουν ότι η αμερικάνικη παραγωγή θα είχε πέσει το 2009-10 κατά δώδεκα τοις εκατό αντί για την πτώση του 4 τοις εκατό που σημειώνεται τώρα, χωρίς το 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια που έχει ξοδέψει η αμερικάνικη κυβέρνηση.

Αλλά τώρα, φυσικά, οι ξέφρενες προσπάθειες των κυβερνήσεων να συγκρατήσουν το δημόσιο χρέος που γιγαντώθηκε από τις παρεμβάσεις ρίχνουν τα βάρη στον δημόσιο τομέα. Αυτή είναι μια ακόμα νίκη για τις τράπεζες που στην κυριολεξία πήραν τα λεφτά και τρέχουν.

Υπάρχει όμως ένα «αγκάθι» σε αυτήν την ιστορία. Αν η πολιτική λιτότητας ηττηθεί, τότε η όλη προσπάθεια να αποκατασταθεί η κυριαρχία των αγορών θα αποτύχει. Το στοίχημα για τους αγώνες που ξεδιπλώνονται από την Ελλάδα ως τη Βρετανία είναι πολύ μεγάλο.