Όμως δεν μένει εκεί. Θάνατος, έρωτας και πόθος (πρωταρχική γραμμή παρουσίας που συνδέει τις τελείες όλων των διαδρομών), αγάπη, μοναξιά, απόρριψη, ματαιοδοξία, έπαρση και αυτοκριτική, συμπόνοια αλλά και ο κυνισμός της ρουτίνας, δεν απομένουν απλά κατακάθια στον πάτο του ποτηριού. Γίνονται σκαλοπάτια, πατήματα για την συνέχεια. Σαν να μην τελειώνει ποτέ η στιγμή. Στο σκοτεινό δωμάτιο πάντα υπάρχει μια πόρτα. «Η προσμονή πίσω από το συρματόπλεγμα». Το πριν συνδέεται με το τώρα και αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς για το μετά.
Ο Γιαννόπουλος δεν αποδέχεται απλά μια γραμμική παρουσία της γνώσης. Μπλέκεται με την πράξη. Αναλαμβάνει δράση ακόμα και αν δεν είναι σίγουρος για αυτή. Βάζει το χέρι στα δύσκολα. «Ξυρίζει το νεκρό». Και μετά δεν αφήνεται στην μέθη της στιγμής. Ανακρίνει την παρουσία του, την τσιγκλάει. Βρίσκει την ύπαρξή του μέσα σε αυτή. Αναπαράγει την καθημερινότητα για να την αντιπαραβάλει με τα όνειρα του χτες και τα όνειρα για το αύριο. Για ένα καλύτερο αύριο.
Πάντα βρίσκει μια καινούρια ευκαιρία στην συγχώρεση, στην ανάπαυση «εκεί που ο άκυρος λόγος μας, ελπίζει ν´ ανακτήσει τη χαμένη του εγκυρότητα».
Μπορεί να είναι «τα κρίματά μας πολλά...», και εμείς να είμαστε κληρονόμοι ενός έρημου βασιλείου, όμως «το θωρακισμένο τρένο του λόγου μεταφέρει το αίνιγμα: να έχεις χάσει τα πάντα και να ξαναρχίζεις απ´ την αρχή», ακόμα και αν επιστατώντας τα σύνορα της ύπαρξής σου, χρειαστεί να ακουμπήσεις όρια.
Το «Θέρος των Βροτών» δεν δημιουργεί αυταπάτες. «Ο δρόμος είναι σκληρός, ανελέητα πετρώματα, εργάτες που σκάβουν τη γη». Όμως η ίδια η πτώση έχει σημασία. Ένας βόμβος ή οι ανάσες μες στη νύχτα, οι λιτές αχλαδιές ή μια αμυγδαλιά στο χαντάκι, ένα διάφανο δάκρυ, μια τοιχογραφία ή μια φωτογραφία, μια γυναίκα λουσμένη στο φως ή ένα παιδί. Ο Θάνατος. Όλα στάσεις στην ίδια διαδρομή. Σε αυτό το ταξίδι που δεν τελειώνει ούτε όταν καίγονται οι Ανακριτές, οι βασανιστές και οι στρατοδίκες, οι επιδόσεις και οι επιτάξεις. Δεν τελειώνει ούτε όταν «ένα παιδί πυρπολεί το ναό». Δεν τελειώνει γιατί το χέρι που μας απίθωσε στη λήθη του χρόνου, δεν είναι δικό μας. Αλλά «ο εαυτός μας είναι οι άλλοι».
Μια λογοτεχνική δουλειά που συνάμα με τα σχέδια του Κυριάκου Λαζαρίδη φαντάζει πραγματικά ολοκληρωμένη. Μια δυναμική ολοκλήρωση όμως που δεν παγιώνεται αλλά μετατρέπεται σε φινιστρίνι. Μια ανοιχτή πόρτα που σου δίνει βήμα εξόδου και παράγει την αναγκαία αγωνία για την συνέχεια.