Αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα
Η δίκη της Χ.Α.: Οι επιθέσεις στους φωτορεπόρτερ έγιναν μπούμερανγκ για τους Ναζί

Αντιφασιστική κινητοποίηση στο Εφετείο. Φωτό: Μάνος Νικολάου

Τρεις φωτορεπόρτερ, ο Γιάννης Λιάκος, ο Μενέλαος Μυρίλλας και η Συμέλα Παντζαρτζή, κατέθεσαν στη δευτεροβάθμια δίκη της Χρυσής Αυγής την Τετάρτη 27 Μάρτη (82η δικάσιμος). Και οι τρεις -όπως και οι Γιάννης Κέμμος και Μάριος Λώλος που κατέθεσαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις- είχαν κληθεί από τις ανακρίτριες Κλάπα και Δημητροπούλου, αμέσως μετά την επίθεση χρυσαυγιτών εναντίον τους στο Εφετείο Αθηνών τον Ιούλη του 2014. «Αυτό που μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε είναι το “οργάνωση”, αυτό μπορώ να το υπογράψω», ήταν τα λόγια με τα οποία ο Μ. Μυρίλλας συμπύκνωσε το λόγο της παρουσίας όλων τους ως μαρτύρων κατηγορίας στο δικαστήριο.

Ο Γιάννης Λιάκος, που κατέθεσε πρώτος, έδωσε το γενικό περίγραμμα της επίθεσης. Ο ίδιος όπως και οι συνάδελφοί του κάλυπτε μεταγωγή Μιχαλολιάκου, Λαγού και Παππά στο Εφετείο. Στην είσοδο της Λουκάρεως είχαν συγκεντρωθεί 200 περίπου χρυσαυγίτες με επικεφαλής Κασιδιάρη και Παναγιώταρο. Όταν έφτασαν οι κρατούμενοι, στα φανάρια Αλεξάνδρας και Λουκάρεως, οι συγκεντρωμένοι κινήθηκαν προς τις κλούβες και έγιναν επεισόδια με την αστυνομία. Οι φωτορεπόρτερ που μέχρι τότε βρίσκονταν στο μπαλκόνι του Εφετείου, κατέβηκαν για να τα καλύψουν.

Όπως περιέγραψε αρχικά ο μάρτυρας, τότε τους επιτέθηκε «μια ομάδα δέκα ατόμων, ομοιόμορφα ντυμένοι, μαύρα μπλουζάκια, ξυρισμένα κεφάλια», χτυπώντας τη Λουίζα Γκουλιαμάκη από το Γαλλικό Πρακτορείο και τη Συμέλα Παντζαρτζή από το ΑΠΕ. Η δεύτερη δέχτηκε χτύπημα στα πλευρά, όπου είχε πρόσφατα εγχειριστεί. Επιβεβαίωσε την παρουσία του Γιάννη Κέμμου στο Εφετείο που, όπως έμαθε εκ των υστέρων, επίσης χτυπήθηκε σε άλλο σημείο. «Βγήκαν από την ευρύτερη ομάδα των χρυσαυγιτών, συντεταγμένα, μας περικύκλωσαν», πρόσθεσε κατά τις ερωτήσεις της έδρας και της Πολιτικής Αγωγής στη συνέχεια, όπως και ότι κρατούσαν «καδρόνια, στειλιάρια». Ενώ τόνισε ότι κανένας από τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους δεν προσπάθησε να αποτρέψει την επίθεση.

Τα παραπάνω επιβεβαίωσε ο Μ. Μυρίλλας. «Μαύρα ρούχα, ξυρισμένοι, όλοι ίδιοι για να μην μπορείς να τους αναγνωρίσεις, παραταγμένοι, συντεταγμένοι, ευθυγραμμισμένοι, με αποστάσεις μεταξύ τους, κάποιοι έλεγχαν τους συντεταγμένους, θύμιζε στρατό, ίσως όχι στην τόση τελειότητά του αλλά σαν να προσπαθούσαν να το μιμηθούν», ήταν κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές περιγραφές του για τους χρυσαυγίτες. Ο μάρτυρας είδε το χτύπημα στη Λουίζα Γκουλιαμάκη -«έφυγαν τα γυαλιά από το κεφάλι της», είπε. Ενώ ήταν παρών και στην επίθεση στο Γιάννη Κέμμο. «Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα, μιλούσαμε, μας πλησίασαν τρία τέσσερα άτομα, μας λένε “τι τραβάτε” και κοπανάνε τον Κέμμο. Παραπάτησε, έπεσε στην άσφαλτο και τότε τον κλώτσησαν στο κεφάλι, στο στόμα ή στη μύτη. Σοκαρίστηκα, χτύπησε το κεφάλι του πίσω», περιέγραψε, τονίζοντας στη συνέχεια ότι θα μπορούσαν να τον έχουν σκοτώσει.

Για το λόγο που διάλεξαν τον Κέμμο, ο μάρτυρας απάντησε ότι ίσως η επιλογή έγινε «γιατί είναι μισός από εμένα» ή «γιατί είναι πιο υπερπαραγωγή ο φωτογραφικός εξοπλισμός του». Ενώ μίλησε συνολικότερα για τη στάση της Χρυσής Αυγής προς τους φωτορεπόρτερ και τους δημοσιογράφους. «Έχω βρεθεί μια δυο φορές στις συγκεντρώσεις τους για τα Ίμια. Πάλι δομημένο το όλο πράγμα, πλήθος στο δρόμο αλλά και οργανωμένο κομμάτι με πυρσούς, ίδιο ντύσιμο, διακριτικά. Εκεί δεν μας έλεγαν τίποτα, ήθελαν να φωτογραφηθούν. Όταν αρχίζουν να δέρνονται, τότε δεν θέλουν. Θυμάμαι βέβαια και μια ομιλία Μιχαλολιάκου που ήθελα να τον φωτογραφίσω από μια γωνία και ήρθε ο Κασιδιάρης να μου πει “μην τραβάς από εδώ” -ψιλοβριστήκαμε και έφυγα. Ενώ είναι το μόνο κόμμα που μας έλεγε να μην τραβάμε στην κοινοβουλευτική του ομάδα».

«Κουνήθηκε όλη η σπονδυλική μου στήλη», είπε η Σ. Παντζαρτζή για την κλωτσιά που δέχτηκε στα πλευρά αμέσως μετά την προσπάθεια κάποιου να της σπάσει τη μηχανή. Παρότι οι πρώτες εξετάσεις της δεν έδειξαν κάτι, το χτύπημα είχε ως αποτέλεσμα «φριχτούς πόνους» και λίγο μετά διάγνωση για «κάταγμα ισχύου» που πέρασε «με τέσσερις μήνες ακινησία». «Από τότε έχω προβλήματα, δεν μπορώ να δουλέψω όπως πριν», συμπλήρωσε. Όπως και οι δυο προηγούμενοι μάρτυρες, μίλησε για την αδράνεια της αστυνομίας η οποία παρότι παρούσα δεν κουνήθηκε για να προστατέψει τους φωτορεπόρτερ. Αντίθετα, σημείωσε πως όταν περνούσε μετά το χτύπημα κουτσαίνοντας μπροστά από τις διμοιρίες, άκουσε τους ΜΑΤατζήδες να της φωνάζουν ειρωνικά «μήπως μας χρειάζεστε τώρα;».

Ιεραρχία

Η μαρτυρία της ανέδειξε τον ρόλο Κασιδιάρη και Παναγιώταρου ως καθοδηγητές. «Έκαναν διαρκώς συνεννόηση με νεύματα σαν να έδιναν άδεια. Είναι καταγεγραμμένα αυτά, στα βίντεο. Καταλάβαινα ότι υπάρχει ιεραρχία. Ο βουλευτής έκανε νεύμα σε κάποιον κι αυτός πήγαινε στους άλλους», είπε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το διακριτό ρόλο των δύο ναζιστών. Όπως θύμισε, λίγους μήνες νωρίτερα, το Γενάρη του 2014, η ίδια και οι συνάδελφοί της είχαν δεχτεί ξανά επίθεση από πενήντα χρυσαυγίτες πάνω στο μπαλκόνι του Εφετείου, κατά την αναμονή απόφασης για προφυλάκιση των Γερμενή και Ηλιόπουλου.

«Όταν ακούστηκε ότι προφυλακίστηκαν, η αστυνομία εξαφανίστηκε και μείναμε μόνοι μας με αυτούς. Ο Παναγιώταρος ήταν εριστικός μαζί μας. Έκανε νόημα με το χέρι του, προσπαθούσε να μην φαίνεται σε μας, οι υπόλοιποι άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Νιώσαμε τον κίνδυνο, μας έβριζαν και πετούσαν πράγματα. Χτύπησα το τζάμι της εισόδου, οι αστυνομικοί είχαν κλειδώσει από μέσα, τους ζήτησα να ανοίξουν. Τις ίδιες ειρωνείες αντιμετώπισα. Τελικά τους έκανε νόημα ο Κασιδιάρης να σταματήσουν. Φυγαδευτήκαμε με τρόμο από την Αλεξάνδρας βοηθώντας ο ένας τον άλλο», περιέγραψε. Ενώ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει την αντίδραση των συναδέλφων της δημοσιογράφων, κάμεραμεν και φωτορεπόρτερ την επόμενη μέρα, όταν κατέβασαν μικρόφωνα και κάμερες στον Κασιδιάρη που αρνήθηκε να καταδικάσει την επίθεση.

Η ίδια έφερε επίσης την εμπειρία της από τον Άγιο Παντελεήμονα και συγκεκριμένα από συγκέντρωση χρυσαυγιτών στην πλατεία κόντρα σε προγραμματισμένη διαδήλωση και συναυλία αντιρατσιστικών-αντιφασιστικών οργανώσεων. Όπως είπε, η αντιφασιστική κινητοποίηση που είχε στόχο να ανοίξει την παιδική χαρά [σ.σ που οι χρυσαυγίτες είχαν κλείσει τότε με τον τσαμπουκά στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν τρομοκρατία στην περιοχή], μπλοκαρίστηκε από την αστυνομία πριν φτάσει στο σημείο. Ενώ οι χρυσαυγίτες, με μπλούζες της οργάνωσης, κράνη, ξύλα, αφού συγκρούστηκαν με την αστυνομία που «αποχώρησε ξανά σε μια κρίσιμη στιγμή», κυνήγησαν τους φωτορεπόρτερ.

Στο τέλος της δικασίμου, δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία γιατί οι ανακρίτριες είχαν εντάξει τους συγκεκριμένους μάρτυρες στο υλικό τους. Ολόκληρη η τοποθέτηση του Μ. Μυρίλλα ήταν: «Έχω την εντύπωση ότι το δικό μας περιστατικό δεν είναι τόσο σοβαρό. Αυτό όμως που μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε είναι το “οργάνωση”, αυτό μπορώ να το υπογράψω. Το αν είναι και “εγκληματική” θα το αποφασίσει το δικαστήριο».

Η ειρωνεία είναι ότι η συγκεκριμένη απάντηση δόθηκε σε ερώτηση της υπεράσπισης, που στόχος της ήταν να υποβαθμίσει την επίθεση και να υποστηρίξει ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό κάποιων «θερμόαιμων οπαδών» και άρα οι συγκεκριμένοι μάρτυρες δεν έχουν τίποτα να εισφέρουν στην υπόθεση. Αντί για αυτό, στο δικαστήριο έγινε καθαρό ότι η εγκληματική οργάνωση, με τα τάγματα εφόδου υπό την καθοδήγηση Κασιδιάρη, Παναγιώταρου και λοιπών “διευθυντών”, συνέχισε να λειτουργεί ακόμα και μετά τις διώξεις του 2013.

 

Επόμενες δικάσιμοι

Απρίλης: 5, 10, 16, 22, 24, 26/4