Διεθνή
Φονικό αδιέξοδο του Νετανιάχου

Αποχώρησε για δεύτερη φορά από την Χαν Γιούνις στη νότια Γάζα, ο ισραηλινός στρατός αφήνοντας πίσω του μια μικρή δύναμη. Οι επιστρέφοντες κάτοικοι αναφέρουν ότι το 90% της πόλης είναι κατεστραμμένο και ότι δυσωδία βγαίνει μέσα από τα χαλάσματα – με τους καταπλακωμένους αγνοούμενους σε ολόκληρη την Γάζα να φτάνουν περίπου τις 8.000 και τους επιβεβαιωμένους νεκρούς Παλαιστίνιους να έχουν ξεπεράσει τις 33.000 στους έξι μήνες πολέμου.  

Το κράτος του Ισραήλ, όπως ακριβώς και πριν από δύο μήνες, ανακοίνωσε ότι αποχωρεί έχοντας εξαλείψει την Χαμάς, αλλά όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ισραηλινή εφημερίδα Χάαρετζ: «Η ισραηλινή κοινωνία θα πρέπει να μάθει την αλήθεια. Ο τεράστιος αριθμός θανάτων και η καταστροφή που αφήνουν πίσω τους οι IDF στη Γάζα, μαζί με αρκετές απώλειες από την πλευρά μας, δεν μας φέρνουν προς το παρόν πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων του πολέμου».

Στην πραγματικότητα η αδυναμία του ισραηλινού στρατού να τσακίσει την παλαιστινιακή αντίσταση το οδηγεί σε ολοένα και πιο προκλητικά εγκλήματα, σαν και αυτό της επίθεσης που άφησε νεκρούς τους έξι εργαζόμενους της ΜΚΟ που έκανε συσσίτια, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εσωτερική κατακραυγή στις χώρες της Δύσης και μαζί της και η διεθνής πίεση πάνω στο Ισραήλ.

Στο εσωτερικό του Ισραήλ, η πολιτική κρίση οξύνεται οδηγώντας την κυβέρνηση Νετανιάχου από το ένα αδιέξοδο στο άλλο. Το κλείσιμο των έξι μηνών από τις 7/10 συνοδεύτηκε από νέες μαζικές διαδηλώσεις που ζητούν συμφωνία για την επιστροφή των ισραηλινών ομήρων καταγγέλλοντας την κυβέρνηση Νετανιάχου για τους χειρισμούς της. Ενώ από την άλλη, η φασιστική και ακραία σιωνιστική πτέρυγα της ισραηλινής κυβέρνησης απειλεί: Ο υπουργός Εθνικής Ασφαλείας Μπεν Γκβιρ προειδοποίησε τον Νετανιάχου ότι «χωρίς την επίθεση στη Ράφα, δεν έχει εντολή να υπηρετήσει ως πρωθυπουργός». 

Tο Ισραήλ, που επιδιώκει κλιμάκωση του πολέμου στην Μέση Ανατολή ελπίζοντας σε ακόμη πιο ενεργή εμπλοκή των ΗΠΑ στο πλευρό του, περιμένει να δει την απάντηση του Ιράν στον βομβαρδισμό της πρεσβείας του στη συριακή πρωτεύουσα από τον ισραηλινό στρατό - με τον αρχηγό του επιτελείου του ιρανικού στρατού να δηλώνει ότι «η Τεχεράνη θα επιλέξει τον χρόνο και τον τρόπο της απάντησής της». Σε αυτό το πλαίσιο, ο ισραηλινός στρατός συνέχισε να βομβαρδίζει θέσεις στο Λίβανο (όπου 359 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τις ισραηλινές επιθέσεις) εκδίδοντας μάλιστα και μια ανακοίνωση με τίτλο «Προετοιμασία για τη μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση» στην οποία αναφέρει ότι ολοκλήρωσε τη «νέα φάση προετοιμασίας πολέμου στα σύνορα με το Λίβανο». Αλλά η μέχρι στιγμής στάση του Ιράν και της Χεσμπολά στο Λίβανο, παρά τις κλιμακούμενες ισραηλινές προκλήσεις δείχνουν ότι προτιμούν απαντήσεις «χαμηλής έντασης». 

Σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται στο Κάιρο, η Χαμάς διέψευσε (8/4) τις συνήθεις διαρροές που ανέφεραν ότι «σημειώνεται πρόοδος» επαναλαμβάνοντας ότι το Ισραήλ δεν αποδέχεται τα αιτήματα για μόνιμη κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, επιστροφή των Παλαιστινίων στα σπίτια τους στο βόρειο τμήμα της Γάζας, απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων, ανταλλαγή αιχμαλώτων και παράδοση επισιτιστικής βοήθειας. Μια μέρα μετά ο Νετανιάχου ανακοίνωσε ότι ορίστηκε η ημερομηνία χερσαίας επέμβασης στη Ράφα χωρίς να αναφέρει το πότε.

Όπως σημείωσε στο CNN, ο Ν. Thrall, ειδικός στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, οι περισσότερες προσπάθειες για την εξεύρεση εναλλακτικών σχεδίων δεν είναι ρεαλιστικές λόγω της θέσης του Ισραήλ: 

 «Ο Γκαντζ μπορεί να ζητά εκλογές, να επισκέπτεται τις ΗΠΑ και για πολλούς να θεωρείται ως εναλλακτική στον Νετανιάχου μπροστά στο αδιέξοδο, αλλά μοιράζεται τις ίδιες ιδέες και το ίδιο σχέδιο. Δεν έχει σημαντικά διαφορετικές ιδέες για τη Γάζα ή για το μέλλον του Ισραήλ, της Παλαιστίνης ή για την παλαιστινιακή κυριαρχία». 

Η μόνη απάντηση βρίσκεται στην κλιμάκωση του παγκόσμιου κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη που και την περασμένη εβδομάδα συνέχισε να δίνει μηνύματα σθεναρής αντίστασης προχωρώντας σε διαμαρτυρίες σε όλο τον κόσμο. Όπως αυτή του στρατιώτη της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ Larry Hibbert που συνεχίζει την απεργία πείνας μπροστά από τον Λευκό Οίκο απαιτώντας τον τερματισμό του γενοκτονικού πολέμου.