Kυκλοφόρησε η νέα έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου
Φέτος τον Ιούλη συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση της χούντας και το ξεκίνημα αυτού που έχει μείνει στην ιστορία ως η Μεταπολίτευση, η περίοδος των εκρηκτικών αγώνων των εργατών και της νεολαίας που έφτιαξαν τα συνδικάτα και μαζικοποίησαν την Αριστερά. Δηλαδή όλα αυτά που μισεί η άρχουσα τάξη και η κυβέρνηση της ΝΔ. Η «μεταπολίτευση» δεν ήταν ένα απομονωμένο γεγονός. Λίγους μήνες πριν, στις 25 Απρίλη του 1974 στην Πορτογαλία ανατρεπόταν η πιο παλιά δικτατορία του ευρωπαϊκού Νότου. Το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο θυμίζει αυτή την επέτειο με τη νέα του έκδοση «Πορτογαλία 1974-Η Επανάσταση των γαρυφάλλων», του Κρις Χάρμαν.
Τυπικά, η ανατροπή της δικτατορίας ήταν αποτέλεσμα της ανταρσίας των κατώτερων αξιωματικών που ήταν οργανωμένοι στο Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων (MFA). Πολλοί απ’ αυτούς είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά μέσα από τις εμπειρίες του πολέμου ενάντια στα απελευθερωτικά κινήματα στις πορτογαλικές αποικίες της Αφρικής (Γουινέα-Μπισάου, Αγκόλα, Μοζαμβίκη). Το δικτατορικό καθεστώς ήταν σε τόσο βαθιά κρίση (σήψη, ακριβέστερα) ώστε όταν οι μονάδες που κινήθηκαν τα ξημερώματα της 25 Απρίλη δεν συνάντησαν κανέναν που να ρισκάριζε να το υπερασπίσει. Οι φαντάροι έβαλαν κόκκινα γαρύφαλλα στα όπλα τους για να συμβολίσουν την αδελφοσύνη τους με τον κόσμο που βγήκε στους δρόμους.
Η ανατροπή της δικτατορίας δεν ήταν το τέλος της επανάστασης. Όπως αναφέρει ο Κρις Χάρμαν: «Οι εργάτες κι οι εργάτριες της Πορτογαλίας γιόρτασαν την Πρωτομαγιά ελεύθερα για πρώτη φορά στη ζωή τους. Εκατό χιλιάδες βγήκαν διαδηλώνοντας στους δρόμους της Λισαβόνας, κρατώντας κόκκινα πανό και ακούγοντας τις ομιλίες των ηγετών της Αριστεράς που μόλις είχαν επιστρέψει από την εξορία. Αλλά μετά, οι εργάτες δεν πήγαν απλά στα σπίτια τους περιμένοντας από αυτούς τους ηγέτες να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που υπόσχονταν. Κάθε κλάδος και κάθε χώρος δουλειάς είχε αιτήματα που συσσωρεύονταν επί χρόνια. Τώρα, προχωρούσαν όλοι σε απεργία για να απαιτήσουν την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων. Ούτε έβαζαν μόνο οικονομικές διεκδικήσεις: απαιτούσαν saneamento –μια λέξη που σήμαινε κυριολεκτικά ‘κάθαρση’ από τους φασίστες διευθυντές και τους χαφιέδες, το ξήλωμα όλων αυτών. ‘Σε πολλούς χώρους αυτό συνεπαγόταν απόλυση όλων αυτών των γουρουνιών’, δήλωνε ένας συνδικαλιστής’».
Τον Φλεβάρη του 1975, οι επίσημες πηγές έδειχναν ότι 12.000 άτομα είχαν απομακρυνθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα από τις προηγούμενες θέσεις τους με νόμιμα ή παράνομα μέσα, παρά τις εκκλήσεις για μετριοπάθεια τόσο από το Σοσιαλιστικό Κόμμα όσο και από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Μέσα σε λίγους μήνες είχαν συγκροτηθεί περισσότερες από πέντε χιλιάδες εργατικές επιτροπές -οι Comissoes de Trabalhadores- οργανώθηκαν με μαζικές συνελεύσεις –plenarios- στους χώρους δουλειάς και τα μέλη τους ήταν άμεσα ανακλητά από τους συναδέλφους τους. Εκατοντάδες επιχειρήσεις που εγκατέλειψαν τα αφεντικά πέρασαν στον έλεγχο των εργατών.
Κι όπως επισημαίνει ο Τόνι Κλιφ στο κείμενο “Οι μάζες μπαίνουν στον αγώνα” που περιλαμβάνεται στην έκδοση (γράφτηκε το 1975):
«Οι επιτροπές δεν είναι εναλλακτική πρόταση απέναντι στα σωματεία, αλλά αποτελούνται από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τα κάτω, από την εργατική βάση στους χώρους δουλειάς, και σκοπό έχουν να προσφέρουν μια υπεύθυνη και δημοκρατική ηγεσία στους εργάτες μέσα στο εργοστάσιο. Η επιτροπή του εργοστασίου συντονίζει τους αγώνες σε ημερήσια βάση και όλες οι αποφάσεις που καθορίζουν την πορεία του αγώνα παίρνονται σε μαζικές συνελεύσεις. Υπάρχει συνεχής αναφορά της πορείας των διαπραγματεύσεων με τη διεύθυνση σε όλη τη βάση των εργατών.
Από την αρχή, τα οικονομικά και τα πολιτικά αιτήματα ήταν δεμένα μεταξύ τους στις εργατικές επιτροπές. Η ‘κάθαρση’, το saneamento, σήμαινε κάτι πολύ παραπάνω από το κυνήγι των μελών της μυστικής αστυνομίας. Μια βαθιά, αποτελεσματική και πραγματική κάθαρση σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, την καταστροφή του ίδιου του αστικού μηχανισμού. Κι αυτό, γιατί ένα σύστημα με κύτταρο τα εργατικά συμβούλια, σημαίνει έλεγχο πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, στις τράπεζες, στις εκκλησίες, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους διευθυντές των υπηρεσιών και των εργοστασίων. Μια πλήρης κάθαρση θα σήμαινε καταστροφή ολόκληρης της κοινωνικής ιεραρχίας, από τους διευθυντές επιχειρήσεων μέχρι τον τελευταίο επιστάτη».
Διαστάσεις
Σε κάποιες περιπτώσεις ο εργατικός έλεγχος πήρε θεαματικές διαστάσεις. Οι δημοσιογράφοι και οι υπάλληλοι της εφημερίδας Ρεπούμπλικα κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις, στη διάρκεια μιας οικονομικής απεργίας, και έθεσαν την εφημερίδα στη διάθεση των οργανώσεων του μαζικού κινήματος. Κάτι παρόμοιο έγινε και στην περίπτωση του ραδιοφωνικού σταθμού Ρενασένσα (της Καθολικής Εκκλησίας).
Το μεγάλο ναυπηγείο Λισνάβε στη Λισαβόνα έγινε το κέντρο του μαχητικού συντονισμού των εργοστασιακών επιτροπών από 38 μεγάλα εργοστάσια της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας που έμεινε γνωστός ως Inter-Empressas. Στις 7 Φλεβάρη 1975 πήραν την πρωτοβουλία για μια διαδήλωση ενάντια στην ανεργία. Το σύνθημα ήταν «Η ανεργία είναι το αναπόφευκτο προϊόν του καπιταλισμού. Γι’ αυτό οι εργάτες θα τον καταστρέψουν και θα χτίσουν μια άλλη κοινωνία».
Ένα ακόμα σύνθημα προστέθηκε την τελευταία στιγμή: «Έξω το ΝΑΤΟ». Το κέντρισμα το έδωσε η επίσκεψη του αμερικάνικου στόλου. Η κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει τη διαδήλωση να φτάσει στην αμερικάνικη πρεσβεία. Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα. Οι αλεξιπτωτιστές που έστειλε να φυλάνε την πρεσβεία και να εμποδίσουν τη διαδήλωση ήταν με τη μεριά των εργατών. Έστρεψαν τα πρόσωπα –και τα όπλα τους- προς την πρεσβεία και ένωσαν τις φωνές τους με εκείνες των διαδηλωτών.
Η τελευταία φορά που μονάδες του στρατού ενώθηκαν με απεργούς εργάτες που διαδήλωναν στην Ευρώπη ήταν τον Φλεβάρη του 1917 στην Πετρούπολη της Ρωσίας. Στις σελίδες του βιβλίου βρίσκουμε μια εντυπωσιακή περιγραφή από τον Σεπτέμβρη του 1975:
«Επικεφαλής της διαδήλωσης ήταν 2.000 ναύτες και φαντάροι σε στρατιωτικά τζιπ και φορτηγά… αγνοώντας τους αξιωματικούς τους που τους είχαν διατάξει να επιστρέψουν τα οχήματα στους στρατώνες. Ακολουθούσαν εκατοντάδες εργάτες των ναυπηγείων Λισνάβε φορώντας τις φόρμες και τα κράνη εργασίας. Πίσω τους η πορεία εκτεινόταν για πάνω από τρία χιλιόμετρα με αντιπροσωπείες από εκατοντάδες εργατικές επιτροπές, επιτροπές κατοίκων και επιτροπές αγρεργατών και φτωχών αγροτών πάνω στα τρακτέρ τους. Σε κάθε εργάτη κι εργάτρια που βάδιζε στη διαδήλωση αντιστοιχούσε άλλος ένας στο πεζοδρόμιο που χειροκροτούσε, φώναζε τα συνθήματα και σήκωνε ψηλά τη σφιγμένη γροθιά του… Οι στρατιώτες φώναζαν ξανά και ξανά “Οι φαντάροι πάντα στο πλευρό του λαού” και αυτό το σύνθημα το άρπαζε και το επαναλάμβανε όλη η διαδήλωση».
Χρειάστηκε να φτάσει το τέλος του 1975 και οι αρχές του 1976 για να μπορέσει να «σταθεροποιηθεί» σχετικά ο πορτογαλικός καπιταλισμός και η «διεθνής κοινότητα» να βγάλει ένα στεναγμό ανακούφισης.
Η επανάσταση στην Πορτογαλία ήταν κομμάτι της παγκόσμιας ανόδου του κινήματος που ακολούθησε τον Μάη του ’68. Από όλες τις εκρήξεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας που σάρωσαν τον πλανήτη εκείνη την περίοδο –τον ίδιο τον γαλλικό Μάη, το «καυτό φθινόπωρο» της Ιταλίας, την «άνοιξη της Πράγας», το αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ σε ΗΠΑ και Ευρώπη, την εξέγερση του Πολυτεχνείου και το απεργιακό τσουνάμι της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, και αλλού– στην Πορτογαλία έφτασε σε μια πραγματική επαναστατική κατάσταση που δεν απείχε πολύ από την ανατροπή του καπιταλισμού σε μια χώρα της Ευρώπης. Κι όπως επισημαίνει ο πρόλογος του βιβλίου:
«Μέχρι που μπορούσαν να φτάσουν τα κινήματα που ξεπηδούσαν μέσα από την κρίση των δικτατοριών; Στην ‘αποκατάσταση της δημοκρατίας’ ή στην ανατροπή του καπιταλισμού; Η Πορτογαλία έδειχνε στην πράξη ότι ο δεύτερος δρόμος, ο επαναστατικός δεν ήταν ιδεολόγημα κάποιων ρομαντικών».