Ήταν Δευτέρα του Πάσχα του 1914 στον καταυλισμό των απεργών ανθρακωρύχων στο Λάντλοου στο Κολοράντο, όταν η Εθνοφρουρά άρχισε να γαζώνει με σφαίρες τις τέντες που έμεναν οι απεργοί. Την προηγούμενη μέρα, 19 του Απρίλη, οι Έλληνες απεργοί είχαν οργανώσει ένα μεγάλο πασχαλινό γλέντι στον καταυλισμό για όλους τους συναδέλφους τους, με σούβλες, χορούς, μουσικές και… μπέιζμπολ. Από τη μανία της επίθεσης ο καταυλισμός πήρε φωτιά και καταστράφηκε ολοσχερώς. Δεκάδες απεργοί, γυναίκες και παιδιά δολοφονήθηκαν, μεταξύ αυτών κι ο ηγέτης τους, ο Λούης Τίκας ή αλλιώς Ηλίας Σπαντιδάκης όπως τον ήξεραν στο χωριό του στο Ρέθυμνο.
Η απεργία στα ορυχεία του Κολοράντο κράταγε από τον Σεπτέμβρη της περασμένης χρονιάς και περισσότερο θύμιζε πολεμική σύρραξη. Οι ανθρακωρύχοι απαιτούσαν την αναγνώριση του συνδικάτου των Ενωμένων Ανθρακωρύχων (UMWA), την εφαρμογή του οκταώρου, δίκαιη πληρωμή για τον άνθρακα που εξόρυσαν, το δικαίωμα να εκλέγουν τον δικό τους εργοδηγό για το ζύγισμά του (με βάση το οποίο πληρώνονταν), την πληρωμή όλων των εργασιών που προηγούνταν ή έπονταν μετά την εξόρυξη του άνθρακα, δικαίωμα να συναλλάσσονται σε όποιο κατάστημα επιθυμούν και να επιλέγουν οι ίδιοι τον τόπο διαμονής τους και τον γιατρό τους, την απόσυρση των ένοπλων φρουρών της εταιρείας που τους επιτηρούσαν και την εφαρμογή των νομοθετημένων κανόνων ασφαλείας, τους οποίους οι εταιρείες ορυχείων πάντα αρνούνταν να εφαρμόσουν.
Πολλοί από τους απεργούς είχαν προσληφθεί ως απεργοσπάστες μερικά χρόνια πριν. Τα αφεντικά της Colorado Fuel and Iron Company, ιδιοκτησίας Ροκφέλερ, έχοντας αντιμετωπίσει απεργίες αγγλόφωνων εργατών στο παρελθόν, σκόπιμα προσλάμβαναν μετανάστες εργάτες με την ελπίδα ότι οι διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες θα έστεκαν εμπόδιο στην συνδικαλιστική τους οργάνωση. Βαλκάνιοι, Ιταλοί, Μεξικάνοι, Λατινοαμερικάνοι κι Αφρικανοί, αφού έφταναν στις ΗΠΑ γεμάτοι ελπίδες, έπαιρναν ένα ραβασάκι από κάποιον συμπατριώτη τους Πράκτορα Εργασίας κι έμπαιναν σε ένα τρένο με προορισμό τα Βραχώδη Όρη.
Εκεί στη μέση του πουθενά έρχονταν αντιμέτωποι με τα κάτεργα του Ροκφέλερ. Το Κολοράντο είχε το χειρότερο ρεκόρ ασφάλειας στα ορυχεία των ΗΠΑ, το οποίο με τη σειρά του ήταν το χειρότερο στον κόσμο. Μόνο το 1913 περίπου 646 άνδρες είχαν σκοτωθεί ή σακατευτεί στα ορυχεία του Κολοράντο.
Οι εργάτες έμεναν σε πόλεις που ανήκαν στην εταιρεία. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, το σαλούν, όλα ανήκαν στην εταιρεία εξόρυξης, οι τοπικές αρχές όπως ο δήμαρχος, ο σερίφης ή τα δικαστήρια στελεχώνονταν από αξιωματούχους της εταιρείας, ίσχυαν οι νόμοι που επέβαλε η εταιρεία, υπήρχε ακόμα και ειδικό νόμισμα με το οποίο έπρεπε να συναλλάσσονται οι εργάτες μέσα στην πόλη και η ισοτιμία του οποίου άλλαζε κατά το δοκούν της εταιρείας. Οι εργάτες πληρώνονταν με αυτό και μετά η εταιρεία τα έπαιρνε πίσω καθώς τα εργαλεία της δουλειάς, το μπαρούτι, τα ιατρικά έξοδα, το ενοίκιο, τα πάντα πληρώνονταν από τους εργάτες.
Οι ίδιοι θεωρούνταν αναλώσιμοι. Αν τραυματιζόταν ή έμενε ανάπηρος ένας εργάτης απλά πεταγόταν εκτός δουλειάς και πόλης.
Ωστόσο ούτε το συνδικαλισμό, ούτε την απεργία κατάφεραν να αποφύγουν τα αφεντικά. Ο σπουδαίος σοσιαλιστής δημοσιογράφος Τζον Ριντ σε ένα ρεπορτάζ του από την απεργία του Κολοράντο περιγράφει ότι «για τους εργάτες το συνδικάτο ήταν η πρώτη υπόσχεση ευτυχίας και ελευθερίας. Τους έλεγε ότι με την ενότητα και την αλληλεγγύη θα μπορούσαν να αναγκάσουν το αφεντικό να τους πληρώνει αρκετά για να ζήσουν και να εργάζονται με ασφάλεια. Και στο σωματείο ανακάλυψαν αμέσως χιλιάδες συναδέλφους τους που είχαν περάσει στον αγώνα και ήταν έτοιμοι να τους βοηθήσουν. Αυτή η πλημμύρα ανθρώπινης αλληλεγγύης ήταν κάτι εντελώς καινούργιο για τους απεργούς του Κολοράντο. Όπως μου είπε ένας Μεξικανός: "Βγαίνουμε έξω απελπισμένοι και έρχεται ένα ποτάμι φιλίας από αδέρφια που δεν ξέραμε ποτέ!"».
Το συνδικάτο προτιμούσε να πάει σε διαπραγματεύσεις αντί σε απεργία αλλά η εταιρεία άρχισε να ετοιμάζεται για πόλεμο. Έφερε κάθε λογής τραμπούκους, από το Τέξας, το Νέο Μεξικό, τη Δυτική Βιρτζίνια και το Μίσιγκαν και τους έδωσε τουφέκια, πολυβόλα και αξιώματα. Οι άντρες του διαβόητου γραφείου ντετέκτιβ Μπάλντουιν - Φελτς, που υπήρχε για να δολοφονεί συνδικαλιστές και να τρομοκρατεί απεργούς, διορίστηκαν ως βοηθοί σερίφηδων. Έφτιαξε μέχρι κι ένα αυτοσχέδιο τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο στην κορυφή του για να απειλεί τους απεργούς.
Σκηνές
Η απεργία αποφασίστηκε ομόφωνα σε μια συνάντηση αντιπροσώπων από όλα τα ορυχεία της περιοχής για τις 22 Σεπτεμβρίου. Ήξεραν ότι θα διωχθούν από τα σπίτια τους κι έτσι έστησαν καταυλισμούς με σκηνές στους πρόποδες των ορυχείων, για να περιφρουρούν τους δρόμους απ’ όπου θα έρχονταν οι απεργοσπάστες. Από τους 13.000 εργάτες, οι 11.000 βγήκαν αμέσως στην απεργία. Άρχισαν να οπλίζονται και οι ίδιοι με όποιον τρόπο μπορούσαν. H θρυλική σοσιαλίστρια Mother Jones των IWW, έτρεξε να ενισχύσει τους απεργούς. Στους καταυλισμούς στήθηκαν σχολεία, ιατρεία και χώροι διασκέδασης. Οι άποροι εργάτες γίνονταν δεκτοί και τους δίνονταν συνδικαλιστικά επιδόματα, σαν να ήταν απεργοί.
Ο πιο μεγάλος καταυλισμός ήταν αυτός του Λάντλοου. «Υπήρχαν εκεί περισσότεροι από 1.200 άνθρωποι, χωρισμένοι σε 21 εθνικότητες, οι οποίοι βίωσαν τη θαυμάσια εμπειρία να ανακαλύψουν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Όταν έζησαν μαζί για δύο εβδομάδες, οι μικροφυλετικές προκαταλήψεις και οι παρεξηγήσεις που είχαν καλλιεργηθεί από τις εταιρείες άνθρακα για τόσα χρόνια, άρχισαν να καταρρέουν» γράφει ο Ριντ. «Οι Αμερικάνοι άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι οι Σλάβοι, οι Ιταλοί και οι Πολωνοί ήταν εξίσου καλόκαρδοι, χαρούμενοι, αγαπητοί και γενναίοι με αυτούς. Ήταν μια πραγματική συγκόλληση των λαών. Αυτοί οι εξαντλημένοι, βασανισμένοι, σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, δεν είχαν ποτέ πριν χρόνο να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον».
Οι εχθροπραξίες δεν ήρθαν ξαφνικά στις 20 του Απρίλη. Όλους τους μήνες της απεργίας οι επιθέσεις και οι προβοκάτσιες από τον στρατό που είχε φτιάξει η εταιρεία έδιναν κι έπαιρναν. Οι απεργοί που πήγαιναν στην πόλη για την αλληλογραφία ξυλοκοπούνταν. Δεκάδες απεργοί συλλαμβάνονταν και κλείνονταν στη φυλακή. Ακόμα και η Μother Jones θα φυλακιζόταν στην απομόνωση για δυόμιση μήνες. Συχνά πυκνά κάποιο αυτοκίνητο θα πυροβολούσε τις σκηνές τον απεργών. Άλλες φορές οι σφαίρες θα έρχονταν από τους ελεύθερους σκοπευτές που βρίσκονταν σε μόνιμη βάση γύρω από τους καταυλισμούς. Άλλες φορές οι επιδρομές εναντίον των απεργών ήταν πιο βίαιες και πιο οργανωμένες.
Η σφαγή της 20ης Απρίλη ωστόσο ήταν σημείο καμπής για την απεργία. Ακολούθησε η ένοπλη εξέγερση των απεργών. Εξοργισμένοι οι απεργοί επιτέθηκαν σε ορυχεία, κατέστρεψαν εγκαταστάσεις κι εξοπλισμό της εταιρείας, σκότωσαν απεργοσπάστες και φύλακες. Στον καταυλισμό του Αγκιλάρ οι άνδρες της εταιρείας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο ορυχείο και να παγιδευτούν εκεί μέσα, όσο οι απεργοί τους πέταγαν δυναμίτη. Στο Φορμπς, μετά από μια σφοδρή μάχη με πυροβόλα όπλα, οι απεργοί κατέλαβαν το ορυχείο, σκότωσαν εννέα φρουρούς και έκαψαν κτίρια και εξοπλισμό. Παρόμοιες σκηνές διαδραματίστηκαν και σε άλλα ορυχεία σε όλο το Κολοράντο. Κι ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έμενε αμέτοχη όσο δολοφονούνταν απεργοί, τώρα που οι απεργοί αντεπιτίθονταν αποφάσισε να επέμβει στέλνοντας ομοσπονδιακά στρατεύματα για να επιβάλουν την τάξη.
Άπλωμα
Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στις ανθρακουπόλεις του Κολοράντο. Χιλιάδες κατέλαβαν το Πολιτειακό Μέγαρο του Ντένβερ. Διαδηλώσεις οργανώθηκαν στη Νέα Υόρκη κι άλλες πόλεις. Αλλά όπως επισημαίνει ο βρετανός σοσιαλιστής ιστορικός Τζον Νιούσιγκερ παρότι οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες σε όλες τις ΗΠΑ ήταν χρήσιμες αυτό που χρειαζόταν ήταν το άπλωμα της απεργίας.
Εκατοντάδες τοπικές οργανώσεις της UMWA σε όλη τη χώρα ζητούσαν από το εθνικό γραφείο να προκηρύξει πανεθνική απεργία με αφορμή τη σφαγή στο Λάντλοου. «Σε όλη την ιστορία του συνδικάτου, δεν είχε υπάρξει ποτέ καλύτερη στιγμή. Όλη η χώρα υποστήριζε τους ανθρακωρύχους. Τα χρήματα για την ενίσχυση μιας πανεθνικής απεργίας θα έμπαιναν αθρόα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ανθρακωρύχοι παντού, συνδικαλιστές ή μη, θα κατέβαζαν τα εργαλεία τους». Αλλά η απόφαση αυτή δεν πάρθηκε ποτέ. Η συνδικαλιστική ηγεσία υποστήριξε ότι "μπορούμε να βοηθήσουμε καλύτερα τα γενναία αδέρφια μας στο Κολοράντο παραμένοντας στη δουλειά".
Η απεργία κράτησε αρκετούς μήνες ακόμα, μέχρι τον Δεκέμβρη όταν ανεστάλη. Σε πρώτο χρόνο η ήττα της απεργίας έφερε την αντεπίθεση των αφεντικών. Το συνδικάτο τσακίστηκε. Τα δικαστήρια έβγαλαν λάδι τους ανθρώπους της εταιρείας κι ο υιός Ροκφέλερ άρχισε μια εκστρατεία διάσωσης της δημόσιας εικόνας του. Ο ρατσισμός ενισχύθηκε και η τοπική Κου Κλουξ Κλαν δυνάμωσε τα επόμενα χρόνια. Αλλά η απεργία του Κολοράντο κι ο αντίκτυπός της έπαιξε σημαντικό ρόλο στα όσα θα ακολουθούσαν φτάνοντας στην αναγέννηση του συνδικαλισμού και τις μεγάλες εργατικές απεργίες της δεκαετίας του ’30.