Διεθνή
Mιανμάρ: Στο χείλος της κατάρρευσης

Φωτό: AFP/Getty Images

Βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης το καθεστώς της Μιανμάρ; Τρία χρόνια πριν, πραξικοπηματίες στρατηγοί ανέτρεψαν το εκλεγμένο κοινοβούλιο της χώρας της νοτιοανατολικής Ασίας και πήραν την εξουσία. Τώρα το κράτος βρίσκεται σε κρίση.

Αντιστασιακές δυνάμεις έχουν στον έλεγχό τους πάνω από τη μισή επικράτεια της Μιανμάρ και κερδίζουν έδαφος καθημερινά στην ύπαιθρο και στα δάση. Σε πολλές πόλεις ο έλεγχος των δρόμων παίζεται ανάμεσα στις Δυνάμεις Λαϊκής Άμυνας (ΔΛΑ) και τον στρατό.

Το στρατιωτικό καθεστώς απάντησε με το μόνο τρόπο που γνωρίζει. Περισσότεροι αεροπορικοί βομβαρδισμοί και ευρύτερη επιστράτευση. Η αντίσταση αποτελείται από μια συμμαχία πολιτοφυλακών που εκφράζουν διαφορετικές, και κάποιες φορές ανταγωνιστικές μεταξύ τους, εθνότητες. Αυτό που τις ενώνει είναι ότι θέλουν να διώξουν τους στρατηγούς ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν πιο εύκολα αναγνώριση ξεχωριστών εθνικών κρατών. Οι πολιτοφυλακές έχουν εκπαιδεύσει χιλιάδες νέους από τις πόλεις που νωρίτερα είχαν συμμετάσχει στο δημοκρατικό κίνημα το οποίο κατέστειλαν οι στρατηγοί.

Οι διαδηλωτές κατέφυγαν στην ασφάλεια της υπαίθρου όταν το καθεστώς εξαπέλυσε ένα κύμα βάναυσης καταστολής από το 2021 και έπειτα. Τώρα αυτοί οι μαχητές αποτελούν τη βάση του κινήματος των ΔΛΑ. Η ένωση των νεαρών μαχητών με τις ριζωμένες αντιστασιακές οργανώσεις βάζει πλέον το κράτος κάτω από τεράστια πίεση.

Η Πολιτεία Καγίν, στα νότια της χώρας, είναι χαρακτηριστική για το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο στρατός. Οι πολιτοφυλακές της Αντίστασης πήραν τον έλεγχο της μεθοριακής πόλης Μιαουαντί στις αρχές Απρίλη. Η πόλη βρίσκεται πάνω σε ένα κρίσιμο εμπορικό άξονα προς την Ταϊλάνδη. Η νίκη των ανταρτών ήταν σοβαρό χτύπημα για το καθεστώς. Φοβούμενοι ότι θα χάσουν κι άλλο έδαφος, οι στρατηγοί έστειλαν ενισχύσεις για να ανακαταλάβουν την πόλη. Αλλά η πρώτη επίθεση συνετρίβη από την Αντίσταση η οποία κατέστρεψε πολλά οχήματα και πήρε στα χέρια της όπλα του στρατού. Παρόμοιες επιθέσεις έγιναν στην πόλη Ζαγκάιν στο κέντρο της χώρας και στο Ιγουανγκαν στα δυτικά. 

Η δύναμη των ανταρτών προέρχεται από τη λαϊκή υποστήριξη σε όλη τη χώρα και το μίσος για τη δικτατορία. Αλλά η ενότητά τους μάλλον είναι προσωρινή. Δρουν περισσότερες από είκοσι πολιτοφυλακές που εκπροσωπούν διάφορες εθνικές μειονότητες. Ορισμένες παλεύουν εδώ και δεκαετίες για αυτονομία, ενώ κάποιες συγκρούονται μεταξυ τους για τον έλεγχο του πλούσιου σε κοιτάσματα εδάφους.

Κάποιες μειονότητες έχουν περισσότερα κοινά με λαούς της Κίνας, της Ινδίας και της Ταϊλάνδης παρά με τους Μπαμά, τη μεγαλύτερη εθνότητα της Μιανμάρ. Αυτές οι εντάσεις σημαίνουν ότι αν καταρρεύσει ο στρατός, το πιθανότερο είναι ότι η συμμαχία της αντίστασης θα θρυμματιστεί και θα υπάρξει κενό εξουσίας.

Η μεγαλύτερη δύναμη στην περιοχή, η Κίνα, θέλει πάση θυσία να αποφύγει κάτι τέτοιο. Η μεγαλύτερη ανησυχία της κινέζικης άρχουσας τάξης είναι ότι οι συγκρούσεις στην Μιανμάρ θα ξεφύγουν από τα σύνορά της και θα ανάψουν ταραχές στην περιοχή. Θέλει όμως και να εξασφαλίσει ότι η Δύση δεν θα εκμεταλλευτεί την κατάρρευση του καθεστώτος για να προωθήσει τα συμφέροντά της στα σύνορα με την Κίνα.

Οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική προσπάθεια για επιβολή στη Μιανμάρ το πιθανότερο είναι να επαναλάβει τις αποτυχίες του παρελθόντος και να ξανανάψει τον εμφύλιο πόλεμο. Αν οι συνδυασμένες δυνάμεις της Αντίστασης ρίξουν το στρατιωτικό καθεστώς, θα πρόκειται για τεράστια επιτυχία. Αλλά θα είναι τραγωδία αν αυτός ο δρόμος οδηγήσει σε καινούργιες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων που συγκροτούν την Αντίσταση. Η ελπίδα βρίσκεται στο να συνειδητοποιήσουν οι εργάτες και οι φτωχοί ότι έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους παρά με τις άρχουσες τάξης της κάθε εθνότητας.

Γιούρι Πρασάντ