Εκπαίδευση και νεολαία
Βία ανηλίκων: Η διάλυση της Δημόσιας Παιδείας οξύνει το πρόβλημα

Οι κοινοί αγώνες των εκπαιδευτικών και της νεολαίας είναι η απάντηση. Φωτό από το πανελλαδικό συλλαλητήριο των φοιτητικών καταλήψεων με συμμετοχή εκπαιδευτικών στις 8/2/2024

Το Υπουργείο Παιδείας δημοσίευσε πρόσφατα μια σειρά απο «δραστικά» μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας ανηλίκων και του σχολικού εκφοβισμού που όχι απλά αποτελούν παιδαγωγικές προσεγγίσεις παλαιότερων δεκαετιών, αλλά δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να λύσουν το ζήτημα της βίας, καθώς είναι τα ίδια κομμάτι του προβλήματος. Η βία ανηλίκων είναι πράγματι ένα ανησυχητικό φαινόμενο εντός και εκτός σχολείων. Η Πανελλήνια Έρευνα του ΕΠΙΨΥ (2022) αναφέρει ότι σχεδόν 1 στους 3 (30,7%) εφήβους στην Ελλάδα έχει πρόσφατα εμπλακεί σε βίαιο καυγά, ενώ 1 στους 8 (12,1%) εφήβους στην Ελλάδα έχει πολύ πρόσφατα συμμετάσχει σε εκφοβισμό άλλου/ης μαθητή/ριας και σε ποσοστό 7,1% έχει κάνει ηλεκτρονικό εκφοβισμό. Αλλά γιατί εκπλησσόμαστε για την ύπαρξη βίας σε μια ολοένα και πιο βίαιη κοινωνία; Και πώς μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά; 

Τάξις και (σωφρονιστική) ηθική

Το πρόσφατο διαφημιστικό σποτ του ΥΠΑΙΘ αναπαράγει με τον ίδιο μονοδιάστατο τρόπο των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ την εικόνα βίαιων συμμοριών εφήβων, χωρίς να επιχειρεί μια πιο ουσιαστική προσέγγιση (και λύση) του φαινομένου. Μάλιστα το σποτ κλείνει προτρέποντας γονείς και παιδιά να καταγγείλουν περισταστικά βίας σε ηλεκτρονική πλατφόρμα και διαβεβαιώνει ότι το σχολείο και μια «ομάδα ειδικών» θα αναλάβουν δράση. Εννοούν τους εξαντλημένους και υποστελεχωμένους συλλόγους διδασκόντων, καθώς και κοινωνικών λειτουργών, παιδοψυχολόγων και σχολικών νοσηλευτών που δεν υπάρχουν ως μόνιμο προσωπικό στην συντριπτική πλειοψηφία των σχολικών μας μονάδων. Αντιθέτως, η προτεραιότητα δίνεται στο νέο ποινολόγιο που επαναφέρει την πενθήμερη αποβολή και μια πιο σωφρονιστική λογική εν γένει. Τα «όπλα» για την αντιμετώπιση ενός τόσο σύνθετου και πολυπαραγοντικού φαινομένου, λοιπόν, είναι οι επιπλήξεις, οι αποβολές, ο αποκλεισμός από πάσης φύσεως δράσεις/εκδρομές και η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. 

Τα μέτρα του Υπουργείου προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα σχολείο που θα επιβλέπει και θα καταστέλλει. Οι δηλώσεις του Υφ. Υγείας κ. Βαρτζόπουλου περί «βιολογικής βάσης» των γυναικοκτονιών και παράλληλα «συμμόρφωσης» των «επιθετικών παιδιών που γεννιούνται από γονείς που έχουν μια επιθετική συμπεριφορά» δείχνουν την προσπάθειά τους αφενός να τα ρίξουν όλα πάνω στα παιδιά, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, αφετέρου να απαλλάξουν από την εξίσωση της βίας ανηλίκων τον πιο σημαντικό παράγοντα: την κοινωνία της βίας που διαμορφώνουν οι εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές. Παρόμοια είναι και η προσπάθεια εκφοβισμού και σωφρονισμού των εκπαιδευτικών με μια σειρά διώξεων και απειλών προς έναν ολόκληρο κλάδο που αντιστέκεται με απεργίες, κινητοποιήσεις, μαζικές ΓΣ και την απεργία-αποχή ενάντια στην αξιολόγηση και την ευρύτερη επίθεση που δέχεται η δημόσια δωρεάν Παιδεία.

Η δικιά μας πραγματικότητα

Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και τα παιδιά μας βιώνουμε τα πράγματα διαφορετικά από τον επιφανειακό -και ενορχηστρωμένο- ηθικό πανικό του Υπουργείου. Γνωρίζουμε ότι η βία ενός ολόκληρου συστήματος σε κρίση είναι στην πραγματικότητα αυτή που αντανακλάται σε κάθε εκδήλωση βίας ανηλίκων: η βία του ανταγωνισμού, της επιβολής του επικρατέστερου προς τον αδύναμο, της ατομικότητας, του εγκλωβισμού μπροστά σε μια οθόνη που αναπαράγει κανιβαλιστικά, ξενοφοβικά και σεξιστικά πρότυπα. Η βία της φτωχοποίησης, της διάλυσης του κράτους πρόνοιας, των δομών Ψυχικής Υγείας και των προγραμμάτων κοινωνικής και συναισθηματικής ενδυνάμωσης περιθωριοποιημένων ομάδων. Η βία των εξουθενωτικών εργασιακών ωραρίων, για να μπορέσουν οι γονείς να πληρώσουν το νοίκι, τους λογαρισμούς και τα φροντιστήρια, χωρίς όμως να έχουν ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους ή δημόσιους χώρους για ξεκούραση και αποφόρτιση.

Η βία βρίσκεται επίσης (και αναπαράγεται) στους πυλώνες του ίδιου του εκπαιδευτικού μας συστήματος που υψώνει ταξικά εμπόδια από την Α’ δημοτικού έως την Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η δικιά μας πραγματικότητα είναι ότι σε ένα τέτοιο σύστημα, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να γεφυρώσουν χαώδεις γνωσιακές διαφορές σε πολυπληθή τμήματα που φτάνουν και τα 27 παιδιά, ώστε να μπορέσουν τα τελευταία να ανταποκριθούν στις ατελείωτες εξετάσεις, τα σταθισμένα τεστ κτλ. Η επιθετική εξεταστικοποίηση της εκπαίδευσης αφενός οδηγεί μαζικά μαθητές/τριες στον ανταγωνισμό της βαθμοθηρίας ή στην ακαδημαϊκη «αποτυχία» (δημιουργώντας συχνά αίσθημα αδικίας, θυμού, ματαίωσης, ακόμα και μίσους προς το σχολείο) αφετέρου «φτύνει» εκατονταδες παιδιά στο περιθώριο, όπου ως «αποτυχημένα» πια, είναι πολύ πιο πιθανό να δράσουν βίαια ή παραβατικά.

Έτσι, λοιπόν, η σχολική κοινότητα εγκλωβίζεται σε ένα τεχνοκρατικό πρόγραμμα σπουδών, όπου δεν υπάρχουν ή υποτιμώνται ολοσχερώς  τα καλλιτεχνικά μαθήματα, οι κοινωνικές επιστήμες, οι ομαδοσυνεργατικές και δημοκρατικές δραστηριότητες, η επαφή με τη φύση, η πρακτική δημιουργία, το παιχνίδι. Επιπρόσθετα, η ελληνική PISA που προσπαθεί να καθιερώσει το Υπουργείο, υπερφορτώνει ακόμα πιο πολύ μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς, φτάνοντας φέτος τις εξετάσεις σε 330 δημοτικά και σε άλλα τόσα γυμνάσια! Το ανταγωνιστικό σχολείο των λίγων και εκλεκτών κλιμακώνεται με την Τράπεζα Θεμάτων, τον κόφτη της ΕΒΕ και την ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων. 

Παράλληλα, η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών μεταμορφώνει την δημόσια και δωρεάν παιδεία των ίσων ευκαιριών σε εμπορεύσιμο προϊόν και ανάγει την λύση για τη βία στους εκπαιδευτικούς. Ενδεικτικά, στους δείκτες «Σχέσεις – κλίμα» της αξιολόγησης που προσπαθεί να επιβάλλει το υπουργείο τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ παιδιών, σχολείου και γονέων βαραίνουν κατά αποκλειστικότητα τους εκπαιδευτικούς. Δεν είναι λίγες φορές που υπεύθυνοι για περιστατικά βίας σε σχολεία υποδεικνύονται οι υπεύθυνοι τάξης ή οι «σύμβουλοι σχολικής ζωής», εκπαιδευτικοί δηλαδή που καλούνται να μεσολαβήσουν μεταξύ μαθητών/τριών και σχολείου. 

Πόσο υποκριτικοί είναι αυτοί οι δείκτες και αυτές οι πρακτικές, όταν οι παιδοψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί που χρειάζονται σε καθημερινή βάση μοιράζονται σε 5 σχολεία τη βδομάδα, όταν τα (επίσης υποστελεχωμένα) αρμόδια ΚΕΔΑΣΥ πρέπει να διαχειριστούν τεράστιες λίστες αναμονής σχετικά με γνωματεύσεις μαθησιακών δυσκολιών και ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης; Είναι μεθοδολογικό και πολιτικό λάθος να θεωρεί κανείς ότι η κατασταλτική βία εκ μέρους των σχολείων ή η «ατομική ευθύνη» μπορούν να λύσουν το πρόβλημα.

Αντίσταση

H βία ανηλίκων δεν είναι νέο φαινόμενο (μάλιστα η έρευνα της ΕΠΙΨΥ συμπεραίνει ότι μέσα στην τελευταία δεκαετία μειώνεται σταδιακά το ποσοστό των εφήβων που αναφέρουν πρόσφατη εμπλοκή σε περισταστικά βίας) ούτε ανήκει μονάχα σε «περιθωριακά στοιχεία». Αυτό που έχει αλλάξει είναι δυο πραγματα. Πρώτον, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων σε συνδυασμό με τις κυρίαρχες ιδέες του σεξισμού, της πολεμοκαπηλείας, του ρατσισμού που προβάλλονται μέσω των πολιτικών της κυβέρνησης, των κυρίαρχων ΜΜΕ & social media, ακόμα και των επίσημων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Δεύτερον, η προσπάθεια μετάλλαξης του σχολείου σε ένα στείρο πανοπτικό θεσμό για εκπαιδευτικούς και μαθητές/τριες, με προσπάθειες καταστολής τόσο της δημοκρατικότητας και των αγώνων, όσο και της παιδικής-εφηβικής ευαισθησίας και αναζήτησης. 

Αν και η ανάλυση ενός τόσο σημαντικού και σύνθετου φαινομένου δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα άρθρο, το σίγουρο είναι πως η ευθύνη της απάντησης ενάντια στη βία του συστήματός τους, είναι δική μας. Στα σχολεία μας έχουμε την ζωντανή πραγματικότητα της αντίστασης και του αγώνα για ένα σχολείο που όχι μόνο θα δίνει προτεραιότητα στην δημοκρατικότητα, τη συμπερίληψη και την αποδοχή, αλλά θα πλάθει νεανικές συνειδήσεις που θα ορθώνονται συλλογικά απέναντι σε κάθε μορφή βίας. Αυτά μας διδάσκουν και οι μαθητές/τριες μας, άλλωστε, με μια σειρά δράσεις και κινητοποιήσεις για την κλιματική καταστροφή, τον ρατσισμό, τις γυναικοκτονίες, το έγκλημα των Τεμπών, αλλά και τον πόλεμο στην Παλαιστίνη. 

Τα σχολεία μας δεν έχουν ανάγκη ποσοτικούς δείκτες αξιολόγησης, ούτε επιθεωρητισμό, αλλά μαζικές μονιμοποιήσεις εκπαιδευτικών, ειδικών παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, για να μπορούμε πρωτίστως να κάνουμε παιδαγωγική δουλειά και όχι να τρέχουμε με την ψυχή στο στόμα στον βωμό μιας βιομηχανίας εξετάσεων ή των «φωτογραφικών» δράσεων για την αξιολόγηση. Το σχολείο πρέπει να σταματήσει να προτάσσει την ανθρωποφαγία, τον βαθμοθηρικό ανταγωνισμό και τους βίαιους ταξικούς φραγμούς, αλλά να έχει περισσότερο χρόνο για συνελεύσεις τάξης, τέχνες, κοινωνικές επιστήμες, συνύπαρξη και ελευθερία. Την καλύτερη απάντηση προς αυτή την κατεύθυνση, δίνουν οι μάχες του εκπαιδευτικού κινήματος. Είναι, λοιπόν υπόθεση του κλάδου, αλλά και του αντιρατσιστικού, αντισεξιστικού κινήματος, και ολόκληρης της εργατικής τάξης να γίνει αντίβαρο στην αντιδραστική προπαγάνδα κυβέρνησης και ΜΜΕ, που γεννούν τη βία και τον ανταγωνισμό.

Εύα Ηλιάδη,
αναπληρώτρια εκπαιδευτικός, μέλος του δικτύου “Η Τάξη μας”