Όταν στα τέλη Μάρτη του 1968 μερικές εκατοντάδες φοιτητές και φοιτήτριες καταλάμβαναν κτίρια του πανεπιστημίου της Ναντέρ -σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστολή μιας σχετικά μικρής διαδήλωσης ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ- η κυβέρνηση του προέδρου Ντε Γκολ ένιωθε αρκετά ισχυρή να στείλει τα ΜΑΤ να τους ξυλοφορτώσουν. Η Ναντέρ είχε «παρελθόν» στις κινητοποιήσεις: ένα χρόνο πριν, το ζήτημα ήταν η απαγόρευση στις φοιτήτριες να δέχονται φοιτητές στην εστία τους. Αλλά η δεξιά κυβέρνηση και μαζί όλοι οι περισπούδαστοι σχολιαστές θεωρούσαν ότι τέτοιες «μειοψηφίες» ήταν απομονωμένες. Στις αρχές του Μάη η Λε Μοντ, μια από τις μεγάλες εφημερίδες, κυκλοφορούσε με ένα σχόλιο που ισχυριζόταν: «η Γαλλία βαριέται».
Λίγες μέρες μετά και συγκεκριμένα τη νύχτα 10 με 11 Μάη, χιλιάδες φοιτητές συγκρούονταν για ώρες με την αστυνομία στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού. Η «νύχτα των οδοφραγμάτων» έγινε ο πυροδότης αυτού που κρυβόταν κάτω από τη «βαρεμάρα» και την «απάθεια»: της συσσωρευμένης οργής της εργατικής τάξης. Ο γαλλικός καπιταλισμός ζούσε τη «χρυσή 30ετία» του, οι θεωρίες για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης έδιναν κι έπαιρναν, και «ξαφνικά» αυτή η τάξη μίλησε.
Οι ηγεσίες των συνδικάτων αποφάσισαν να καλέσουν μια 24ωρη απεργία στις 13 Μάη σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία. Εκείνη τη μέρα 10 εκατομμύρια εργάτες-τριες κατέβηκαν σε απεργία. Αυτός ο αριθμός ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το σύνολο των συνδικαλισμένων εργατών στη Γαλλία. Η διαδήλωση στο Παρίσι, σχεδόν ένα εκατομμύριο κατέβηκε στο δρόμο, ήταν η μεγαλύτερη από την Απελευθέρωση του 1944.
Στις 14 Μάη οι εργάτες στη Σιντ-Αβιασιόν στη Νάντη κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας. Κατέλαβαν το εργοστάσιο και κλείδωσαν τον διευθυντή στο γραφείο του και τον υποχρέωσαν να ακούει ξανά και ξανά τη Διεθνή στη διαπασών. Την επόμενη μέρα καταλήφθηκε η Ρενό-Κλεόν και στις 16 του μηνός η απεργία και οι καταλήψεις απλώθηκαν σε όλα τα εργοστάσια της Ρενό.
Κι όπως θυμόταν αργότερα ένας εργάτης στη Ρενό Μπιγιανκούρ: «Περίπου 25.000 εργάτες απεργούσαν στο εργοστάσιό μας. Η Ρενό Μπιγιανκούρ είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργατών. Γι’ αυτό το λόγο η απεργία εκεί ήταν τόσο σημαντική. Ο πρόεδρος Ντε Γκολ αναγκάστηκε να επιστρέψει άρον άρον από την επίσημη επίσκεψή του στη Ρουμανία εξαιτίας της κατάληψής μας. Ο Ζορζ Πομπιντού, ο πρωθυπουργός, σχολίασε μόλις έμαθε τα νέα: ‘Τώρα το πράγμα σοβαρεύει’». Στις 20 Μάη απεργούσαν εννιά εκατομμύρια. Και όχι μόνο η βιομηχανική εργατική τάξη. Οι χορεύτριες στα Φολί Μπερζέ, ποδοσφαιριστές, δημοσιογράφοι, εμποροϋπάλληλοι.
Διαδηλώσεις
Στις 24 Μάη ο Ντε Γκολ βγήκε στην τηλεόραση να κάνει διάγγελμα, που κατέληξε σε υστερικές αναφορές στον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου. Ο Ντε Γκολ είχε περάσει με επιτυχία τις φουρτούνες ενός Παγκοσμίου Πολέμου, της κρίσης της Αλγερίας, είχε γίνει πρόεδρος το 1958 με απέραντες υπερεξουσίες. Κι όμως, όπως είχε εξομολογηθεί στον Πομπιντού: «Για πρώτη φορά διστάζω». Αντί να τρομοκρατήσει με το διάγγελμα, κατάφερε να πυροδοτήσει νέο κύκλο διαδηλώσεων που απλώθηκαν σε περίπου 500 πόλεις.
Στις 25-26 Μάη η CGT (η συνομοσπονδία που ελεγχόταν από το ΓΚΚ) υπέγραψε τις Συμφωνίες της Γκρενέλ με την κυβέρνηση και τον γαλλικό ΣΕΒ. Πρόβλεπαν 30% αυξήσεις στον κατώτερο μισθό, που μεταφραζόταν σε μια γενική αύξηση των μισθών κατά 10%. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες (και οι κομματικές) πανηγύριζαν: μια μεγάλη νίκη! Τα στελέχη τους ξεχύθηκαν στα εργοστάσια να πείσουν για έγκριση των συμφωνιών και επιστροφή στη δουλειά. Πήγαν και αρχικά εισέπραξαν τη μια απόρριψη μετά την άλλη.
Στις 29 του μηνός ο Ντε Γκολ εξαφανίστηκε από το Παρίσι και σύντομα μαθεύτηκε ότι πήγε στην Γερμανία, στην έδρα των γαλλικών τμημάτων του ΝΑΤΟ. Ο στρατηγός Μασού («ήρωας» των αποικιακών πολέμων σε Βιετνάμ και Αλγερία) τον υποδέχτηκε και σύμφωνα με την περιγραφή του ο άλλοτε αγέρωχος πρόεδρος του είπε: «Όλα έχουν γαμηθεί. Οι κομμουνιστές έχουν παραλύσει τη χώρα. Δεν ελέγχω τίποτα». Ο Ντε Γκολ (ή ο Μασού) υπερέβαλε και τέλος πάντων σύντομα βρήκε την ψυχραιμία του. Την επόμενη μέρα ανακοίνωσε ότι «τη λύση θα τη δώσει ο λαός» σε εκλογές. Αλλά πρώτα έπρεπε να επανέλθει η «ομαλότητα». Ο «λαός της δεξιάς» άρχισε να βγαίνει στο δρόμο, αλλά τα πάντα θα κρίνονταν στα εργοστάσια.
Η ηγεσία του Γαλλικού ΚΚ υπέκυψε στο δίλημμα που είχε βάλει ο Ντε Γκολ, όπως έκανε άλλωστε συνεχώς από τη δεκαετία του ’40. Στις 29 Μάη οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές/τριες φώναζαν «Αντίο Ντε Γκολ». Όμως, για την ηγεσία του ΓΚΚ αυτή η προοπτική, η παραίτηση του Προέδρου από την πίεση της γενικής απεργίας, ήταν «τυχοδιωκτισμός». Τη λύση θα έδιναν οι κάλπες, σε συνθήκες ηρεμίας, όχι απεργιών. Η επαναστατική Αριστερά ήταν πολύ μικρή και άπειρη για να προσφέρει εναλλακτική ηγεσία απέναντι σε αυτή την προοπτική. Οι απεργίες σταμάτησαν, η ώρα της κάλπης ήρθε κι ο Ντε Γκολ νίκησε. Μια επαναστατική ευκαιρία είχε χαθεί.
Όμως, τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά. Ο Μάης του ’68 ξανάφερε μετά από μισό αιώνα την προοπτική της επανάστασης σε όλο τον πλανήτη. Η Γαλλία λειτούργησε σαν έμπνευση για όλο τον κόσμο, η φλόγα άρχισε να απλώνεται σε όλες τις χώρες. Η «κοινή λογική» έλεγε μέχρι τότε ότι η επανάσταση ανήκει στο παρελθόν τουλάχιστον όσον αφορά τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Όμως, τώρα η προοπτική της ανατροπής του συστήματος έμπαινε μέσα στα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς.
Την επόμενη χρονιά, στη διάρκεια του «καυτού φθινοπώρου» των απεργιών στην Ιταλία οι εργάτες στη Φιατ στο Τορίνο διαδήλωναν μέσα στο εργοστάσιο φωνάζοντας «Ανιέλι, η Ινδοκίνα βρίσκεται εδώ». Στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία το 1974 χιλιάδες εργάτες της Λισαβώνας διαδήλωναν μαζί με εξεγερμένους ένοπλους φαντάρους πίσω από ένα πανό με το σύνθημα «ενάντια στο ΝΑΤΟ και τον καπιταλισμό».
Οι φοιτητές ανακάλυψαν ξανά την εργατική τάξη σαν τη δύναμη που μπορεί να αλλάξει συθέμελα την κοινωνία. Το σύνθημα στο πανό των φοιτητών της Σορβόννης που έφτασαν στη Ρενό Μπιγιανκούρ όταν ξεκίνησε η κατάληψη του εργοστασίου έγινε οδηγός για χιλιάδες από τη Γαλλία μέχρι την Αμερική ακόμα και τις χώρες του υποτιθέμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» που ζούσαν τους δικούς τους Μάηδες: «Ο πυρσός πρέπει να περάσει από τα αδύνατα χέρια των φοιτητών στα δυνατά χέρια της εργατικής τάξης».
Η αμφισβήτηση στον καπιταλισμό δεν περιορίστηκε μόνο μέσα στα εργοστάσια, αλλά απλώθηκε στην τέχνη, στην σύγκρουση με τους «κανόνες» της προσωπικής ζωής. Το «προσωπικό» έγινε και «πολιτικό», οι γυναίκες συγκρούστηκαν με τον σεξισμό και τις απόψεις που κυκλοφορούσαν και οι ομοφυλόφιλοι βγήκαν ανοιχτά να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην σεξουαλική διαφορετικότητα.
Αυτό το καλοκαίρι συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση της χούντας και τη Μεταπολίτευση. Όπως έγραφε η Μ. Στύλλου στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω στα είκοσι χρόνια από τον Μάη:
«Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του1973 μπορεί να καταστάλθηκε, αλλά το καλοκαίρι του 1974 μετά την πτώση της Χούντας το κίνημα μπήκε ξανά ορμητικά στο προσκήνιο. Οι απεργίες της Μεταπολίτευσης σάρωσαν τα εργοστάσια, η ριζοσπαστικοποίηση του 1965 που ήταν ακόμα ζωντανή έσμιξε με το νέο κύμα της ριζοσπαστικοποίησης του Μάη, η επαναστατική Αριστερά έκανε ξανά την εμφάνισή της ύστερα από δεκαετίες. Ήταν μια πρώτη εμφάνιση που δεν προλάβαινε να καθορίσει τις εξελίξεις. Αλλά ήταν μια αρχή, μια νέα περίοδος που ποτέ οι επαναστατικές ιδέες δεν μπήκαν στο περιθώριο όπως πριν από τον Μάη του ’68».