Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1934 τρεις μεγάλες απεργίες έδειξαν και στους πιο δύσπιστους ότι το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ είχε περάσει στην αντεπίθεση. Κι αυτή η νέα πραγματικότητα έφερε μια συνολική στροφή στο πολιτικό σκηνικό.
Στις 12 Απρίλη ξεκινούσε η απεργία στο εργοστάσιο ανταλλακτικών αυτοκινήτων της Auto-Lite στο Τολέδο του Οχάιο. Οι απεργοί διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς και αναγνώριση του συνδικάτου από την εργοδοσία, δηλαδή το δικαίωμα να υπογράφει συλλογική σύμβαση. Η απεργία δεν ξεκίνησε καλά και φαινόταν ότι θα έμπαινε στο μακρύ κατάλογο των τσακισμένων από την εργοδοσία αγώνων.
Όμως, εκείνη τη στιγμή στην απεργία παρενέβη μια δύναμη που της έδωσε νέα πνοή. Το «Αμερικάνικο Εργατικό Κόμμα», μια οργάνωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, κινητοποίησε χιλιάδες ανέργους για να ενισχύσουν τις απεργιακές φρουρές αγνοώντας επιδεικτικά τις δικαστικές αποφάσεις που τις απαγόρευαν.
Στις 24 Μάη η Εθνοφρουρά προσπάθησε να διαλύσει ένα πλήθος δέκα χιλιάδων που είχε «σφραγίσει» το εργοστάσιο. Δυο ώρες μπαράζ δακρυγόνων -ακόμα και από αεροπλάνο- ακολούθησε έφοδος με ξιφολόγχες και πυροβολισμούς στο ψαχνό. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν όλο το βράδυ. Οι απεργοί δεν λύγισαν. Δυο βδομάδες μετά, η απεργία νίκησε.
Την ώρα που η «μάχη του Τολέδο» κορυφωνόταν, 700 χιλιόμετρα μακριά, στη Μινεάπολις της Μινεσότα, οι «τήμστερς» έδιναν έναν απεργιακό αγώνα που έμεινε στην ιστορία. Τήμστερς είναι οι οδηγοί φορτηγών. Στις αρχές της χρονιάς την ηγεσία του τοπικού παραρτήματος του συνδικάτου την πήρε μια ομάδα επαναστατών μελών της τροτσκιστικής οργάνωσης που είχαν δουλέψει συστηματικά για να κερδίσουν τους συναδέλφους τους στην προοπτική της σύγκρουσης με τ’ αφεντικά. Μια νέα «ανακάλυψη» ήταν η κινητή απεργιακή φρουρά. Δηλαδή ομάδες απεργών πάνω σε φορτηγά και μοτοσυκλέτες που επενέβαιναν εκεί που χρειάζονταν. Τα αυτοκίνητα και τα φορτηγάκια των απεργών επιστρατεύτηκαν για το κυνήγι των απεργοσπαστικών εταιρικών φορτηγών. Οι εργάτες στην Αμερική είχαν τη δυνατότητα να έχουν αυτοκίνητο (πολυτέλεια ακόμα για τους ευρωπαίους συναδέλφους τους). Όμως αυτό δεν τους έκανε λιγότερο μαχητικούς και ριζοσπαστικούς.
Οι συνασπισμένοι εργοδότες της πόλης, η Συμμαχία Πολιτών ήταν αποφασισμένοι να τσακίσουν το Παράρτημα του συνδικάτου των Τήμστερς. Κι οι επαναστάτες στην ηγεσία του σήκωσαν το γάντι. Άνοιξαν τις πύλες του συνδικάτου σε όλους τους εργαζόμενους στις μεταφορές και τις αποθήκες, οργάνωσαν μεγάλες γενικές συνελεύσεις, ενημέρωση. Και εξασφάλισαν την οργανωμένη μαζική συμμετοχή χιλιάδων απεργών, συμπαραστατών και των οικογενειών τους στη μάχη.
Όπως έγραψε ο Φάρελ Ντομπς στο κλασσικό πλέον βιβλίο του Teamster Rebellion:
«Σπάνια είχε υπάρξει οπουδήποτε τέτοια καλά προετοιμασμένη απεργία. Όταν ανέτειλε ο ήλιος στις 16 Μάη 1934, το αρχηγείο του συνδικάτου στη Σικάγο Άβενιου αρ. 1900, ήταν ένα μελίσσι δραστηριότητας. Ξυλουργοί και υδραυλικοί, όλοι μέλη του συνδικάτου, εγκαθιστούσαν φούρνους γκαζιού, νεροχύτες και πάγκους σερβιρίσματος στην αίθουσα τροφοδοσίας. Το Συνδικάτο Μαγείρων και Σερβιτόρων είχε στείλει τους ‘ειδικούς’ του στο μαγείρεμα μεγάλων ποσοτήτων για να οργανώσουν την κατάσταση και να εκπαιδεύσουν εθελοντές. Περισσότεροι από εκατό εθελοντές, σε δυο δωδεκάωρες βάρδιες, σερβίριζαν καθημερινά τέσσερις με πέντε χιλιάδες ανθρώπους».
Διεργασίες
Το παράδειγμα του Φάρελ Ντομπς είναι χαρακτηριστικό για τις διεργασίες στα «βάθη» της εργατικής τάξης που εκτυλίσσονταν στα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης μετά το Κραχ του 1929. Το 1928 ήταν ένας συντηρητικός Ρεπουμπλικάνος που είχε πανηγυρίσει την εκλογή του Χέρμπερτ Χούβερ στην προεδρία. Οι εμπειρίες της κρίσης τον ριζοσπαστικοποίησαν προς τα αριστερά. Το 1933 εντάχθηκε στον τροτσκιστικό Κομμουνιστικό Σύνδεσμο όντας μέλος του συνδικάτου των Τήμστερς.
Το συνδικάτο έφτιαξε το δικό του ιατρικό κέντρο για τη φροντίδα των τραυματιών, ώστε να μην τους συλλαμβάνουν στα νοσοκομεία. Μέχρι και κέντρο με ασύρματο που παρακολουθούσε τις συχνότητες της αστυνομίας έστησε.
Στις 21 Μάη η αστυνομία επιτέθηκε στις κινητές απεργιακές φρουρές στο κέντρο της πόλης. Όμως, οι επιτιθέμενοι αστυνομικοί βρέθηκαν ξαφνικά περικυκλωμένοι από εκατοντάδες απεργούς οπλισμένους με ρόπαλα του μπέιζμπολ που είχε εγκαταστήσει το συνδικάτο με ένα τέχνασμα σε ένα κοντινό κτήριο. Η μάχη κρίθηκε όταν κατέφθασαν οι μηχανοκίνητες ενισχύσεις των απεργών που έδωσαν στην αστυνομία μια γεύση από τις μεθόδους της. Έτρεχαν με ταχύτητα πάνω στις γραμμές των μπάτσων, αυτοί άνοιγαν και οι απεργοί ξεχύνονταν στα ρήγματα.
Την επόμενη μέρα (22 Μάη) διεξάχθηκε μια ακόμα μάχη για τον έλεγχο της ίδιας περιοχής. Την αστυνομία ενίσχυε ένας μεγάλος αριθμός «βοηθών» που είχε προμηθεύσει η Συμμαχία Πολιτών, κάποιοι είχαν έρθει φορώντας τα κράνη του πόλο. Νόμιζαν ότι θα πάνε σε ένα διασκεδαστικό κυνήγι των πληβείων. Τους Τήμστερς ενίσχυαν εκατοντάδες οικοδόμοι που είχαν κατέβει σε απεργία αλληλεγγύης. Στη «Μάχη της Τρεχάλας των Βοηθών» (όπως έμεινε γνωστή) που ακολούθησε, δυο «βοηθοί» σκοτώθηκαν. Η απεργία έληξε με ένα προσωρινό συμβιβασμό, ουσιαστικά μια ανακωχή.
Η δεύτερη απεργία των Τήμστερς ξεκίνησε στις 17 Ιούλη. Το συνδικάτο είχε μαζικοποιηθεί σε εντυπωσιακό βαθμό και είχε ιδρύσει μια ένωση ανέργων που το βοηθούσε, με πέντε χιλιάδες μέλη. Επίσης είχε ξεκινήσει την έκδοση μιας βδομαδιάτικης εφημερίδας, του Organizer, με υπεύθυνο τον Μαξ Σάχτμαν, μέλος της κεντρικής ηγεσίας της τροτσκιστικής οργάνωσης. Στη διάρκεια της απεργίας η εφημερίδα έγινε καθημερινή.
Αυτή η απεργία χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την πίεση του κυβερνήτη της Πολιτείας της Μινεσότα, του Όλσεν. Ήταν επικεφαλής του λεγόμενου «εργατο-αγροτικού» κόμματος, στην ουσία το τοπικό παράρτημα των Δημοκρατικών. Ο Όλσεν ήταν «φίλος των εργατών» και των συνδικάτων, φτάνει να του εξασφάλιζαν ψήφους και να μην έκαναν «φασαρίες». Έστειλε την Εθνοφρουρά να καταλάβει το αρχηγείο των απεργών και να συλλάβει την ηγεσία τους. Η αστυνομία φυλούσε τα απεργοσπαστικά φορτηγά.
Οργάνωση
Όμως, η απεργία άντεξε. Η ηγεσία των εργατών προσάρμοσε την οργάνωση του αγώνα στις νέες συνθήκες. Ένα πυκνό δίκτυο «παρατηρητηρίων» εξασφάλιζε ότι οι απεργοί μπορούσαν να χτυπάνε κατά το δοκούν τους απεργοσπάστες. Όμως ακόμα πιο σημαντικό ρόλο έπαιξε η ξεκάθαρη πολιτική των επαναστατών. Δεν είχαν καμιά αυταπάτη για τον προοδευτικό Όλσεν και δεν έπεσαν στην παγίδα να αναστείλουν την απεργία ως «χειρονομία καλής θέλησης» και «αποκλιμάκωσης της έντασης».
Η απεργία των Τήμστερς είχε στρατηγική σημασία. Αν η παραγωγή είναι η καρδιά του καπιταλισμού, οι μεταφορές, ιδιαίτερα σε μια «ηπειρωτική οικονομία» όπως η αμερικάνικη, είναι το κυκλοφορικό του σύστημα. Και η στάση του συνδικάτου των τήμστερς αποδείχτηκε κρίσιμη στην τρίτη μεγάλη μάχη που εκτυλίχτηκε εκείνους τους μήνες: τη μεγάλη απεργία των λιμενεργατών του Σαν Φρανσίσκο στην πραγματικότητα σε όλα τα λιμάνια της Δυτικής Ακτής.
Στην απεργία του Σαν Φρανσίσκο ηγετικό ρόλο έπαιζαν αγωνιστές του ΚΚ ΗΠΑ όπως ο Χάρι Μπρίτζες, ο χαρισματικός συνδικαλιστής λιμενεργάτης και ο Σαμ Ντάρσι, ο γραμματέας του κόμματος στο Σαν Φρανσίσκο. Για να το κατορθώσουν χρειάστηκε να βγουν «εκτός γραμμής» της σταλινικής Κομιντέρν. Εγκατέλειψαν σιωπηλά την σεχταριστική πολιτική των «ταξικών, κόκκινων συνδικάτων» και οργάνωσαν τη βάση των λιμενεργατών στο υπάρχον συνδικάτο κόντρα στην ηγεσία του. Κομβικός ήταν ο ρόλος μιας μικρής εφημερίδας που κυκλοφορούσε ουσιαστικά παράνομα σε όλα τα λιμάνια, με τίτλο Waterfront Worker.
H απεργία ξεκίνησε την πρώτη βδομάδα του Μάη και στην καρδιά των αιτημάτων ήταν ένα ζήτημα: ποιος θα ελέγχει τις προσλήψεις, οι εταιρείες ή το συνδικάτο; Και η απεργία συνεχίστηκε για βδομάδες. Παλιότερα το συνηθισμένο κόλπο των αφεντικών ήταν να επιστρατεύουν τον ρατσισμό για να σπάνε απεργίες. Για παράδειγμα έφερναν Μαύρους ανέργους για απεργοσπασία. Όμως, αυτή τη φορά, το κόλπο δεν έπιασε. Η ηγεσία των απεργών έκανε μια συστηματική αντιρατσιστική δουλειά. Ούτε ένας μαύρος δεν εμφανίστηκε σαν απεργοσπάστης.
Η αποφασιστική καμπή ήρθε με τη «ματωμένη Πέμπτη» -5 Ιούλη- όταν η αστυνομία δολοφόνησε δυο απεργούς (ο ένας από αυτούς ήταν ο Νικ Γκουντεράκης, μετανάστης από το Ρέθυμνο, μάγειρας και μέλος του ΚΚ). Η κηδεία των δυο απεργών ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός που έχει αποθανατιστεί ακόμα και σε αστυνομικά μυθιστορήματα.
Η συνέχεια ήταν η απόφαση των τήμστερς να κατέβουν σε απεργία, κλείνοντας ουσιαστικά τη μεταφορά εμπορευμάτων στο λιμάνι. Οι λιγοστοί απεργοσπάστες που δούλευαν έμειναν άπραγοι. Και στις 14 Ιούλη το εργατικό κέντρο του Σαν Φρανσίσκο αποφάσισε γενική απεργία που ξεκίνησε στις 16 του μηνός με τη συμμετοχή 150 χιλιάδων εργατών και εργατριών. Ακόμα και τα σινεμά, τα εστιατόρια και τα νυχτερινά κέντρα έκλεισαν, εκτός από εκείνα που είχαν ειδική άδεια από την απεργιακή επιτροπή.
Τυπικά η απεργία έληξε με έναν συμβιβασμό. Αλλά τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Η γενική απεργία ήταν μέχρι τότε ονειροπόληση μικρών ομάδων επαναστατών και είχε γίνει πραγματικότητα. Η αυτοπεποίθηση που είχε γεννήσει η απεργία μεταφράστηκε σε εκατοντάδες «αστραπιαίες» απεργίες για κάθε ζήτημα. Και οι ιδέες άλλαζαν: οι λιμενεργάτες ενός συνεργείου απαίτησαν την απόλυση ενός εργοδηγού γιατί «βρίζει τους έγχρωμους {μαύρους} αδελφούς μας».
Αυτές οι μάχες του 1934 άνοιξαν το δρόμο για τη μεγάλη έφοδο της αμερικάνικης εργατικής τάξης το 1936-37 και σηματοδότησαν μια μεγάλη περίοδο ευκαιριών και ενίσχυσης για την Αριστερά.