Οικονομία και πολιτική
Οι αγώνες μας τσάκισαν την «κυριαρχία» του 41%

28/2, Πανεργατική Απεργία στην Αθήνα. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

Το ράπισμα των ευρωεκλογών δεν ήταν για την κυβέρνηση του Μητσοτάκη «κεραυνός εν αιθρία». Τα γκάλοπ έδειχναν ανάγλυφα από τις αρχές τις χρονιάς κιόλας την οργή του κόσμου απέναντι στην αλαζονεία της κυβέρνησης της «ισχυρής εντολής του 41%». Πριν από έξι περίπου μήνες η Καθημερινή (που μόνο για αντικυβερνητισμό δεν μπορεί να κατηγορηθεί) παρουσίαζε με αυτά τα λόγια την εικόνα της κυβέρνησης:

«Τα ποσοστά όσων πιστεύουν ότι η κυβέρνηση αποτυγχάνει στην αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων, όπως η εγκληματικότητα, η διαφθορά, η ακρίβεια, οι φυσικές καταστροφές, η φορολογία, η δημόσια Υγεία, η Παιδεία, είναι μεγάλα. Όλα είναι πάνω από 60%, στις πρώτες τέσσερις θεματικές μάλιστα είναι τραγικά, κυμαίνονται περί το 70%. Για να έχουμε ένα μέτρο: τέτοια αρνητικά ποσοστά –λένε οι ειδικοί– δεν εμφανίζονται διεθνώς παρά μόνο σε περιπτώσεις που μια κυβέρνηση είναι σε αποδρομή –και όχι, βέβαια, όταν έχει τέτοια κυριαρχία σαν αυτήν που απολαμβάνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη… Η κυριαρχία της σημερινής κυβέρνησης είναι ανάπηρη».

Η πιο θεαματική επίδειξη αυτής της οργής ήταν, φυσικά, η ήττα του Κώστα Μπακογιάννη στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών από τον Χάρη Δούκα –παρά τις τριάντα μονάδες που τους χώριζαν στον πρώτο γύρο. Οι δημοτικές εκλογές –όχι μόνο στην Αθήνα– έδειξαν ξεκάθαρα ότι το κομμάτι που μισεί τη Νέα Δημοκρατία είναι πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία. 

Οι αποτυχίες και οι επιθέσεις της κυβέρνησης έπαιξαν ρολό για το μαύρισμά της στις Ευρωεκλογές. Αλλά όχι από μόνες τους. Το 28% δεν ήταν αυτόματο: αυτό που έστειλε τη Νέα Δημοκρατία στα τάρταρα ήταν το κίνημα –οι απεργίες, οι καταλήψεις των φοιτητών, τα αντιρατσιστικά συλλαλητήρια, οι διαδηλώσεις ενάντια στον σεξισμό, οι συγκεντρώσεις ενάντια στην γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Οι κινητοποιήσεις αυτές έδειξαν όχι μόνο πόσο απομονωμένη είναι η κυβέρνηση αλλά –το κυριότερο– ότι το κίνημα έχει τη δύναμη να την νικήσει. 

Η πρώτη αναμέτρηση ήρθε «με το καλημέρα σας», πέρυσι λίγες ημέρες μόνο μετά τον «θρίαμβο του 41%». Στα τέλη του Ιούλη, μέσα σε συνθήκες καύσωνα, η ΑΔΕΔΥ οργάνωσε δυο πανελλαδικές στάσεις εργασίας με συγκεντρώσεις έξω από το υπουργείο  Οικονομικών στην Αθήνα ενάντια στο νομοσχέδιο και τις «αυξήσεις» κοροϊδίας του Χατζηδάκη. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τελικά, αλλά όπως φάνηκε στη συνέχεια οι κινητοποιήσεις του Ιούλη δεν ήταν παρά η αρχή.

Ο ξεσηκωμός στη Υγεία ενάντια στις ελλείψεις και τη διαλυτική πολιτική του Υπουργείου συνέχισαν να δίνουν τον τόνο μέσα στους δέκα περίπου μήνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στον Ιούνη του ‘23 και τον Μάιο του ‘24. Οι εργαζόμενοι στα Νοσοκομεία κατέβηκαν σε 48ωρη απεργία στις 29 και 30 Νοέμβρη ενάντια στην διάλυση του ΕΣΥ. Όπως έγραφε το ρεπορτάζ της Εργατικής Αλληλεγγύης: 

«Στα περισσότερα νοσοκομεία η συμμετοχή στην απεργία ακύρωσε τις βασικές λειτουργίες, τα τακτικά χειρουργεία έμειναν κλειστά, όπως και πολλές κλινικές και εξωτερικά ιατρεία. Πολλά σωματεία έβγαλαν τα ίδια το προσωπικό ασφαλείας, μην επιτρέποντας στις διοικήσεις να λειτουργούν απεργοσπαστικούς μηχανισμούς σε ημέρα απεργίας. Και τις δύο μέρες την απεργία στήριξε όλο το προσωπικό, από τους γιατρούς μέχρι το νοσηλευτικό, διοικητικό, βοηθητικό και τεχνικό προσωπικό».

Μαζική κινητοποίηση

Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Δεκέμβρη, ακολούθησε μια ακόμα μαζική κινητοποίηση στην Υγεία ενάντια «στον εμπαιγμό της κυβέρνησης σε βάρος των συμβασιούχων-επικουρικών, μετά την ανακοίνωση του Χρυσοχοΐδη ότι θα πάρουν εξάμηνη, για κάποιους τρίμηνη, παράταση και όχι ετήσια. Για δεύτερη συνεχόμενη βδομάδα, μετά τη μεγαλύτερη απεργία της 29-30/12, χιλιάδες εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία πλημμύρισαν ξανά τον δρόμο μπροστά στο Υπουργείο Υγείας, διεκδικώντας μονιμοποίηση των συμβασιούχων και να φύγουν οι εργολάβοι».

Ο κατάλογος των απεργιών, των στάσεων εργασίας και των εργατικών διαδηλώσεων είναι μακρύς και δεν περιορίζεται στον χώρο της Υγείας. Οι συγκεντρώσεις της Πρωτομαγιάς ήταν φέτος μεγάλες, παρά τις κουτοπονηριές της κυβέρνησης. Και οι εργάτες δεν ήταν μόνοι. Μέσα στους μήνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στο 41% και τις ευρωεκλογές το αντιρατσιστικό κίνημα έδωσε πολλές δυναμικές και μαζικές μάχες: συλλαλητήριο στις 17 Γενάρη, στην επέτειο της δολοφονίας του Σαχζάτ Λουκμάν, στα Πετράλωνα, διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στις 16 Μάρτη, την παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού και του φασισμού, συναυλία και συλλαλητήρια στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και την Καλαμάτα ενάντια στο έγκλημα της Πύλου. Οι κινητοποιήσεις αυτές είχαν άμεσες και ορατές νίκες: η εκλογή του Κασιδιάρη στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας ακυρώθηκε, ο Μιχαλολιάκος επέστρεψε στη φυλακή και οι 9 υποτιθέμενοι «διακινητές» του ναυαγίου της Πύλου αθωώθηκαν – ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και για την νομική καταδίκη των πραγματικών υπευθύνων της «τραγωδίας», δηλαδή του Λιμενικού, της Frontex και της κυβέρνησης.

Η 8η Μάρτη ήταν και φέτος -όπως όλα τα τελευταία χρόνια- απεργιακή. Χιλιάδες κόσμος κατέβηκε στα συλλαλητήρια για να διαδηλώσει, όχι μόνο ενάντια στον σεξισμό αλλά και ενάντια στο έγκλημα των Τεμπών και την συνεχιζόμενη, προκλητική απόπειρα της κυβέρνησης να συγκαλύψει τις ευθύνες της. Η μαζική υποστήριξη του ψηφίσματος με το οποίο οι συγγενείς των θυμάτων ζητάνε δικαιοσύνη για τους ανθρώπους που έχασαν -έχουν υπογράψει πάνω από ένα εκατομμύριο τριακόσιες πενήντα χιλιάδες μέχρι τώρα- έδειξε και δείχνει εξόφθαλμα πως αντιμετωπίζει η πλειοψηφία τα ψέματα της κυβέρνησης. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, οι ψήφοι που πήρε η Νέα Δημοκρατία στις ευρωεκλογές είναι λιγότερες από τις υπογραφές που έχει μέχρι αυτή τη στιγμή συγκεντρώσει το ψήφισμα. Όλες σχεδόν οι συγκεντρώσεις που έχουν οργανωθεί ενάντια στις γυναικοκτονίες -με αποκορύφωμα τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα μπροστά από την είσοδο του αστυνομικού τμήματος των Αγίων Αναργύρων- είχαν μαζική συμμετοχή. 

Τυπικά οι μαζικές φοιτητικές καταλήψεις και διαδηλώσεις δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την κυβέρνηση να ψηφίσει το νομοσχέδιο για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», όπως άλλωστε δεν την είχε εμποδίσει και το άρθρο 16 του Συντάγματος που ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Αλλά το μόνο που κατάφερε ο Μητσοτάκης είναι να κατακρημνιστεί η ΔΑΠ, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας στα πανεπιστήμια. Η ίδια η ΔΑΠ προσπάθησε να κρύψει την ήττα της με την προσφιλή της μέθοδο: το ψέμα. Ισχυρίστηκε απλά (και συνεχίζει να ισχυρίζεται) ότι είναι «πρώτη δύναμη» στα πανεπιστήμια. Στην πραγματικότητα, όμως, οι φοιτητικές εκλογές ήταν ένα «καμπανάκι» για αυτό που θα ερχόταν, λίγες μέρες αργότερα, στις ευρωεκλογές του Ιούνη.

Ο Μητσοτάκης «απάντησε» στο ράπισμα των ευρωεκλογών με τον ανασχηματισμό. Αλλά η φθορά της κυβέρνησης είναι πλέον «μη αντιστρεπτή». Και αυτό δεν οφείλεται απλά και μόνο στα ποσοστά, στο μέγεθος της πτώσης: το βασικό πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σταματήσει αυτό το κίνημα που έχει ξεσπάσει ενάντια στις επιθέσεις και τις αποτυχίες της. Και που, όπως όλα δείχνουν, θα φουντώσει, αντί να υποχωρήσει, μέσα στους μήνες που έρχονται.