Ο απολογισμός των εκλογών είναι αρνητικός για τα κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο Κασσελάκης προσπάθησε να δείξει ικανοποιημένος: το «άλλοθι του 41% έχει τελειώσει» είπε στην πρώτη δήλωσή του. Από κει και πέρα, όμως, όταν προσπάθησε να κάνει έναν απολογισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που βρήκε να πει ήταν ότι «μειώσαμε τη διαφορά» με τη ΝΔ «από το 23% στο 13%».
Στην πραγματικότητα τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ήταν ακόμα ένα βήμα στην κρίση που ταλανίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Γ. Τσίπρας, που άστραφτε και βροντούσε υπέρ του Κασσελάκη το περσινό φθινόπωρο γράφει στην ΕφΣυν του Σαββατοκύριακου ότι: «από τον περσινό Ιούνιο ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε επιπλέον περίπου 480.000 προς την αποχή και άλλα κόμματα. Πρόκειται για επιτάχυνση του φυλλορροήματος της εκλογικής βάσης, και όχι για πορεία αντιστροφής ή έστω συγκράτησης». Και συμπεραίνει με μια μεγάλη δόση αμηχανίας: «ό,τι αποφεύχθηκε στην προοπτική να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα μικρό κόμμα μιας αυτοαναφορικής Αριστεράς, εξελίσσεται ίσως τώρα με χειρότερους όρους: και μικρό και αυτοαναφορικό στον αρχηγό και λιγότερο πειστικό για το ευρύ δημοκρατικό ακροατήριο και την προοπτική να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα».
Η ηγεσία Κασσελάκη σηματοδότησε ακόμη πιο μεγάλη στροφή προς τα δεξιά και προγραμματικά και ιδεολογικά, διευρύνοντας το χάσμα ανάμεσα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον κόσμο των αγώνων και της Αριστεράς. Σε κάθε μάχη που ξέσπασε την προηγούμενη χρονιά, σε κάθε χαστούκι που έδινε το κίνημα στην κυβέρνηση των δολοφόνων γκρεμίζοντας το ψεύτικο «41τακατό», ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν από απών μέχρι απέναντι.
Όταν η κυβέρνηση έσπευδε να φωτίζει τη Βουλή με τη σημαία του Ισραήλ ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαζε ανακοινώσεις ενάντια «στην τρομοκρατία της Χαμάς» ή αργότερα στο Ιράν. Όταν η κυβέρνηση ετοίμαζε το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο ΣΥΡΙΖΑ άφηνε την πόρτα ανοιχτή για «εποικοδομητική» συζήτηση. Ακόμα χειρότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τις πολεμικές δαπάνες-μαμούθ του προϋπολογισμού και εγκαλούσε την κυβέρνηση ότι κάνει απαράδεκτες παραχωρήσεις στα «εθνικά ζητήματα». Μαζί μ’ αυτά πήγαινε και η υιοθέτηση όλο και πιο ανοιχτά νεοφιλελεύθερων συνταγών. Όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για εργοδότες και εργαζόμενους που υποτίθεται θα μειώσει την ανεργία και θα χτυπήσει την ακρίβεια.
Το κίνημα που έδινε πολιτικές μάχες στο «πεζοδρόμιο», από τις φοιτητικές καταλήψεις και τα αγροτικά μπλόκα και τις απεργίες μέχρι την σύγκρουση με το ρατσισμό και τις σεξιστικές επιθέσεις, το κίνημα που μαζικοποίησε την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, διαμόρφωνε κοινωνικές πλειοψηφίες. Έτσι το έγκλημα των Τεμπών δεν «μπαζώθηκε», οι φοιτητικές καταλήψεις και οι απεργίες δεν απομονώθηκαν, η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη απομόνωσε τους φίλους του Ισραήλ. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με αυτά τα προχωρήματα της «κοινωνικής αντιπολίτευσης», πολύ περισσότερο να τα γενικεύσει και να τα ενισχύσει.
Εξήγηση
Αυτό είναι και το πρόβλημα για την υπόλοιπη αριστερή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Η Νέα Αριστερά πήρε ένα 2,5% δεν κατάφερε να κερδίσει έδρα στην ευρωβουλή. Μέχρι στιγμής η μόνη εξήγηση που έχει δοθεί από στελέχη της, όπως ο Νάσος Ηλιόπουλος, είναι ότι «όλη η Αριστερά περνάει κρίση και εμείς είμαστε κομμάτι της». Τέτοιες εξηγήσεις είναι πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα.
Από την άλλη, ο Κύρκος Δοξιάδης γράφοντας στην ΕφΣυν συμπεραίνει ότι δεν είναι και τόσο κακό το αποτέλεσμα φτάνει να μην το εξετάζουμε με βάση τον «ελιτισμό των ενεργά πολιτικοποιημένων». Και συνεχίζει: «Ακόμη και η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο φθινόπωρο, που οδήγησε στη συγκρότηση της Νέας Αριστεράς, μπορεί να πέρασε απαρατήρητη σε κόσμο που η ενεργητική σχέση του με την κεντρική πολιτική περιορίζεται στην ψήφο του στις εθνικές εκλογές και στις ευρωεκλογές. Πολύς κόσμος μπορεί να μην ψήφισε τη Νέα Αριστερά διότι απλούστατα δεν γνώριζε περί τίνος πρόκειται».
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η Νέα Αριστερά κατάφερε να προσελκύσει μόνο τις 97 από τις 390 χιλιάδες ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ από τις βουλευτικές εκλογές του περσινού Ιούνη. Προφανώς αυτή η τοποθέτηση θεωρεί τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που τον εγκατέλειψαν ως «μη-ενεργά πολιτικοποιημένους». Πώς δεν θα περνούσε απαρατήρητη η Νέα Αριστερά, είναι το ερώτημα που γεννάται. Με μια καλύτερη «διαφημιστική» εκστρατεία, με μεγαλύτερη προβολή του Αλ. Χαρίτση; Ή δίνοντας φωνή στον κόσμο της Αριστεράς που πρωτοστάτησε σε όλες τις μάχες;
Στην πραγματικότητα το φορτίο των συμβιβασμών και της μετατόπισης προς τα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια είναι το βαρίδι που τραβάει κάτω την Νέα Αριστερά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπόρεσε να προβάλλει τον εαυτό της σαν εναλλακτική απέναντι όχι μόνο στον Κασσελάκη αλλά και στον Μητσοτάκη. Κι αυτό δεν αφορά «μόνο» το μνημονιακό παρελθόν των ηγετικών στελεχών της. Εχει να κάνει με ένα παρόν που δεν έρχεται σε ρήξη με ένα ψεύτικο ρεαλισμό που αναζητάει συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη.
Για παράδειγμα τον Μάρτη ο Ευ. Τσακαλώτος έγραφε στην Καθημερινή προσπαθώντας να διαχωριστεί από το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ότι «Οποιαδήποτε μακροοικονομική πολιτική επιλεγεί, για να είναι βιώσιμη, χρειάζεται πόρους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί είτε η αύξηση δαπανών (π.χ. για το κοινωνικό κράτος) είτε η μείωση εσόδων (π.χ. μέσω της μείωσης φόρων) είτε ένα μείγμα των δύο. Μια πρόταση πολιτικής δεν αρκεί να είναι αρεστή, πρέπει να είναι και πιστευτή, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στις εκλογές του 2023 όπου τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν προγράμματα πιο γενναιόδωρα από τη Ν.Δ. αλλά δεν αποκόμισαν εκλογικά οφέλη». Με κηρύγματα κατά της γενναιοδωρίας δεν εμπνέεις τον κόσμο του αγώνα.
Την ίδια πορεία προσαρμογής προς τα δεξιά ακολούθησε το ΜέΡΑ25 και οι δυνάμεις που συνεργάστηκαν μαζί του. Παραμονές των εκλογών φτάσαμε να ακούμε κεντρικά στελέχη όπως ο Κ. Λαπαβίτσας να δηλώνουν ότι η ρήξη με την Ε.Ε δεν είναι στην «ατζέντα» γιατί το 2024 δεν είναι 2015 και προέχει γενικώς η «ανακούφιση» του κόσμου. Κι αυτά την ώρα που η Ε.Ε. παίζει όλο και πιο αντιδραστικό ρόλο από την οικονομία μέχρι τον πόλεμο και τα κλειστά σύνορά της. Η λογική του «στρογγυλέματος» δεν λειτουργεί ούτε στο επίπεδο των ψήφων.
Το ΚΚΕ δήλωνε και δηλώνει ότι διεκδικεί να γίνει ένας πόλος στήριξης για τους αγώνες. Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ δεν κατόρθωσε να γίνει αυτός ο πόλος γιατί ακολούθησε με το δικό του τρόπο την προσαρμογή προς τα δεξιά της κοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Αυτό φαίνεται, καταρχάς, στην στάση του στους αγώνες. Σε κάθε μάχη που ξεδιπλώθηκε, η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν η φωνή του «αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων», η φωνή του κλεισίματος και όχι της κλιμάκωσης. Το φρενάρισμα των αγροτικών μπλόκων τον Φλεβάρη είναι ένα παράδειγμα, αλλά όχι το μόνο. Αν πάμε σε μια κεντρική μάχη για όλη την εργατική τάξη, τη μάχη στα δημόσια νοσοκομεία, για προσλήψεις μονιμοποιήσεις κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις, βλέπουμε τις δυνάμεις του ΚΚΕ να προσπαθούν να βάλουν φρένο στις απεργίες. Αντί η ΟΕΝΓΕ, στην οποία έχει δύναμη του ΚΚΕ, να πιέζει την ΠΟΕΔΗΝ για κλιμάκωση των απεργιών, βλέπουμε το αντίθετο.
Η θεωρία των «αρνητικών συσχετισμών» οδηγεί από την πίσω πόρτα σε πολύ δεξιές πολιτικές επιλογές. Έτσι είδαμε το ΚΚΕ να αναπαράγει την επιχειρηματολογία των Σαμαράδων για το γάμο των ομοφυλόφιλων, να εξαφανίζει από την προεκλογική του εκστρατεία το ρατσιστικό έγκλημα της Πύλου και τη δολοφονική πολιτική των κλειστών συνόρων, να υποβαθμίζει την ανάγκη ρήξης με την ίδια την Ε.Ε.
Μπροστά στη μεγάλη πολιτική κρίση που ξεδιπλώνεται, στους αγώνες που έδωσαν το πιο σκληρό πλήγμα στη ΝΔ φέρνοντάς την κάτω στα επίπεδα του 2012, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση έχασε τις ευκαιρίες γιατί έμεινε δέσμια της αντίληψης ότι ο Μητσοτάκης είναι «παντοδύναμος» και ότι χρειάζεται δεξιά προσαρμογή. Αυτό πλήρωσε στις κάλπες των ευρωεκλογών.