Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιούνη κατέγραψαν και εκλογικά την απονομιμοποίηση της κυβέρνησης της ΝΔ η οποία είχε είδε καταγραφεί στο δρόμο το προηγούμενο διάστημα. Η κυβερνητική παράταξη είδε τα ποσοστά της να πέφτουν από το «παντοδύναμο» 41% στο 28% και να χάνει πάνω από 1 εκατομμύριο ψήφους. Ωστόσο τα αποτελέσματα των εκλογών άνοιξαν ξανά τη συζήτηση για την εκλογική άνοδο της ακροδεξιάς αλλά και τη συντηρητικοποίηση του κόσμου. Μία συζήτηση η οποία παρόλο που ανοίγει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στην Ελλάδα πολλές φορές στέκεται στην υποτιθέμενη συντηρητική, στενόμυαλη και οπισθοδρομική νοοτροπία που έχουν οι Έλληνες από τη «φύση» τους.
Ξεκινώντας με τα ποσοστά των ακροδεξιών κομμάτων στην Ελλάδα, η συνολική άνοδος της τάξης του 3%, ενώ σε απόλυτους αριθμούς το άθροισμα ψήφων Ελληνικής Λύσης, Νίκης και Φωνής Λογικής τον Ιούνη του 2024 είναι μικρότερο από το άθροισμα ψήφων Ελληνικής Λύσης, Νίκης και Σπαρτιατών τον Ιούνη του 2023 κατά περίπου 5 χιλιάδες ψήφους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει ακροδεξιό ακροατήριο ούτε ότι πρέπει να υποτιμήσουμε το χώρο που δίνεται σε ακροδεξιά κόμματα. Ωστόσο η μοιρολατρία για την άνοδο του φασισμού και τα αυθαίρετα συμπεράσματα για το «συντηρητικό DNA» των Ελλήνων, περισσότερο ενισχύουν το ακροδεξιό αφήγημα παρά το καταπολεμούν.
Κανένας λαός δεν έχει «συντηρητικό DNA» ούτε τείνει προς το φασισμό από τη φύση του. Συντηρητική είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και σε μια ταξική κοινωνία κυρίαρχη είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποιούσε από πάντα τον εθνικισμό για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό της. Όπως στις αρχές του 20ού αιώνα χρησιμοποιούσε τη «Μεγάλη Ιδέα» για να δικαιολογήσει τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της προς τη Μικρά Ασία και τη Βόρεια Ήπειρο, έτσι και τώρα προβάλει την «απειλή» για τη Μακεδονία και την επιθετικότητα της Τουρκίας για να εξασφαλίσει την οικονομική της κυριαρχία στα Βαλκάνια και το Αιγαίο. Χρησιμοποιεί τον σεξισμό και την ομοφοβία για να συντηρεί το θεσμό της πυρηνικής οικογένειας, να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού αφαιρώντας από πάνω της οποιοδήποτε κόστος κοινωνικών παροχών. Χρησιμοποιεί τον ρατσισμό για να διχάζει την εργατική τάξη, για να μετατρέπει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες σε φθηνό εργατικό δυναμικό χωρίς δικαιώματα και χωρίς τη δυνατότητα συνδικαλιστικής δράσης.
Απέναντι σε όλα αυτά η απάντηση δεν είναι κάποια εγγενής προοδευτικότητα με ανθρωπιστικό πρόσημο αλλά τα μεγάλα κινήματα της εργατικής τάξης που έχουν τη δυνατότητα και να σταματάνε τις επιθέσεις των από πάνω αλλά και να αλλάζουν τις συνειδήσεις. Αυτό αναδεικνύει και την ανάγκη για μια Αριστερά που κινείται πάνω σε μια διεθνιστική γραμμή αντί να μιλάει για πατριωτισμό, ανάγκη διαφύλαξης της εθνικής κυριαρχίας και να ανεμίζει ελληνικές σημαίες στις συγκεντρώσεις της. Η άνοδος του φασισμού στην Ελλάδα ανακόπηκε από ένα τεράστιο αντιρατσιστικό κίνημα, μέσα από το οποίο εργατικά σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι και οργανώσεις της Αριστεράς κατάφεραν να εξαφανιστούν οι φασίστες από τις γειτονιές μας και τελικά να στείλουν τη Χρυσή Αυγή στη φυλακή σαν εγκληματική οργάνωση.
Την ίδια δυναμική αναπτύσσει και σήμερα το αντιρατσιστικό κίνημα με κέντρο το αίτημα για δικαιοσύνη για τα θύματα του ναυαγίου της Πύλου. Με τις άμεσες κινηματικές απαντήσεις απέναντι στην προκλητική αποφυλάκιση του Μιχαλολιάκου αλλά και την εκλογή Κασιδιάρη στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, που αμφότερες ματαιώθηκαν. Η μαζικότητα των διαδηλώσεων της Παρασκευής για τον ένα χρόνο από το ναυάγιο της Πύλου αποτελούν μήνυμα πως η εργατική τάξη όχι μόνο δε βλέπει την ακροδεξιά ως εναλλακτική αντισυστημική επιλογή αλλά και πως δεν πρόκειται να αφήσει σπιθαμή γης στους φασίστες.
Νικήτας Μέλιος