Πριν από 35 χρόνια, στις 5 Ιούνη του 1989, το κινέζικο καθεστώς έπνιγε στο αίμα την επαναστατική εξέγερση φοιτητών και εργατών, που έμεινε γνωστή ως «η εξέγερση της Τιενανμέν», από το όνομα της κεντρικής πλατείας του Πεκίνου. Ήταν η μεγαλύτερη εξέγερση, «από τα κάτω», που είχε να αντιμετωπίσει το καθεστώς της Κίνας από το 1949.
Η Κίνα δεν ήταν ποτέ σοσιαλιστική. Η κινέζικη επανάσταση του 1949, με την ηγεσία του ΚΚΚ και ηγέτη τον Μάο, ήταν μία ήττα για τον ιμπεριαλισμό και τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής γιατί ούτε οι ΗΠΑ αλλά ούτε και η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν επιθυμούσαν την κυριαρχία του ΚΚΚ. Οι κινέζοι εργάτες δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στην επανάσταση. Αυτό καθόρισε τη «ταξική φύση» και τις οικονομικές προτεραιότητες του καθεστώτος που δημιούργησε το ΚΚΚ μετά την επανάσταση. Ο Μάο και οι υπόλοιποι ηγέτες του ΚΚΚ ήταν πεπεισμένοι ότι: «εάν η Κίνα δεν εκσυγχρονίσει τη βιομηχανία της με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θα συντριβόταν από τους ανταγωνιστές της». Εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν το κράτος και αναπτυξιακό μοντέλο το μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού της Ρωσίας του Στάλιν. Αυτή η διαδικασία δημιούργησε μια γραφειοκρατία, αποκλειστικά από τα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚΚ, για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, του στρατού και των μέσων παραγωγής. Ήταν η βασική κοινωνική δύναμη, η νέα άρχουσα τάξη, που θα καθόριζε την οικονομική και πολιτική πορεία της Κίνας και το ΚΚΚ ήταν η πολιτική της ενσάρκωση. Όμως, παρά τις ανείπωτες θυσίες, τους λιμούς και τις καταστροφές που βίωσε η εργατική τάξη και η αγροτιά, αυτό το μοντέλο δεν «λειτούργησε».
Αγορά
Μετά τον θάνατο του Μάο, το 1976, η κυριαρχία του «μεταρρυθμιστή» Ντενγκ Χσιάοπινγκ, στο ΚΚΚ, έδειξε ότι η άρχουσα τάξη ήταν αποφασισμένη να αποκηρύξει στη πράξη το «μαοϊσμό» και την «κλειστή οικονομία». Τώρα, ο στόχος «να φτάσει η Κίνα την Δύση» μπορούσε να γίνει εφικτός μόνο μέσα από την ελάττωση του κρατικού ελέγχου πάνω στην οικονομία και, πάνω από όλα, με το άνοιγμα στον δυτικό καπιταλισμό προκειμένου να «έρθουν επενδύσεις», ξένη τεχνολογία και τελικά να ανοίξουν οι πόρτες στις κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Χσιάοπινγκ, με το δόγμα της «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς», άνοιξαν το δρόμο που βαδίζει μέχρι σήμερα η Κίνα.
Το 1978, οι συνολικές κινέζικες εξαγωγές ήταν 10 δις δολάρια, το 2008 φτάσανε τα 1.430 δις δολάρια και το 2009 έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών στον κόσμο. Εκατομμύρια αγρότες μεταναστεύαν από την ύπαιθρο για να σχηματίσουν μια νέα εργατική τάξη στα χιλιάδες «πολυεθνικά» και «κινέζικα» εργοστάσια κάτω από συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης, χωρίς πολιτικές ελευθερίες, χωρίς ανεξάρτητα συνδικάτα. Αλλά δεν ήταν μία ομαλή διαδικασία. Οι πιο μεγάλες επιπτώσεις εμφανίστηκαν στις αρχές του 1989.
Το «άνοιγμα στην αγορά» σήμαινε λιτότητα, «ελεύθερες τιμές των εμπορευμάτων», διαφθορά και πλουτισμό στα κεντρικά και στα τοπικά στελέχη του ΚΚ και την εμφάνιση μίας νέας επιχειρηματικής τάξης που σιγά - σιγά άρχιζε να αναδύεται και να συγχωνεύεται με τα ανώτερα κλιμάκια της κομματικής και κρατικής εξουσίας.
Το πρώτο εξάμηνο του 1988 ο πληθωρισμός έφτασε το 30%, το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης μειώθηκε απότομα και η οργή του κόσμου απέναντι στις μεταρρυθμίσεις και το καθεστώς του Ντενγκ αυξήθηκε κατακόρυφα. Όπως έχει συμβεί πολλές φορές από τη δεκαετία του ’60, η πρωτοβουλία για να εκφραστεί μαζικά αυτή η οργή ήρθε από τα πανεπιστήμια και τους φοιτητές.
Ο θάνατος του πρώην ΓΓ του ΚΚΚ, Χου Γιαομπανγκ, στις 15 Απριλίου 1989, λειτούργησε ως σπίθα. Στα μυαλά των φοιτητών, ο Χου Γιαομπάνγκ ήταν ο εμπνευστής της χαλάρωσης πολλών καταπιεστικών κανονισμών και νόμων. Τη μέρα της κηδείας του δεκάδες χιλιάδες φοιτητές αλλά και εργάτες πήγαν να τον τιμήσουν στην πλατεία Τιενανμέν και χρησιμοποίησαν το πένθος ως ευκαιρία για να ξεκινήσουν έναν αγώνα κατά της πολιτικής διαφθοράς, για τον δικαίωμα της οργάνωσης και την ελευθερία του Τύπου. Στις 21 Απρίλη, η αστυνομία ξυλοκοπεί άγρια φοιτητές και φοιτήτριες που έκαναν καθιστική διαμαρτυρία σε μια είσοδο του «Ζονγνκντατάι» της έδρας της κομματικής και κεντρικής ηγεσίας δίπλα στην περίφημη «Απαγορευμένη Πόλη». Το καθεστώς χρησιμοποίησε στην αρχή την συκοφαντία και στη συνέχεια την καταστολή. Το άρθρο της σύνταξης στην εφημερίδα «Λαϊκή Ημερησία» (επίσημο όργανο της ΚΕ του ΚΚΚ), στις 26 Απριλίου, με τίτλο «Πρέπει να πάρουμε ξεκάθαρη θέση ενάντια στις ταραχές», χρησιμοποίησε όρους όπως «αντεπαναστάτες φοιτητές» και «συνωμοσία». Αυτό εξόργισε τους φοιτητές και οδήγησε περισσότερους να βγουν στους δρόμους.
Στις 28 Απρίλη 150.000 διαδηλωτές μπήκαν στην πλατεία. Η διαδήλωση τέλειωσε με καλέσματα για πανεθνικές διαδηλώσεις στην 70η επέτειο της 4ης Μάη (στις 4 Μάη του 1919, οι φοιτητές του Πεκίνου έκαναν μεγάλες αντιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις ενάντια στη Συνθήκη των Βερσαλιών που σημάδεψαν την αρχή της πρώτης Κινέζικης Επανάστασης) με 300.000 διαδηλωτές να διαδηλώνουν στο κέντρο του Πεκίνου, εκείνη τη μέρα, και σε 400 πόλεις σε όλη τη χώρα.
Στις 13 Μάη, 200 φοιτητές και φοιτήτριες, που σύντομα ξεπέρασαν τους 1.000, ξεκίνησαν απεργία πείνας στην πλατεία Τιενανμέν για να πιέσουν το καθεστώς να κάνει δεκτά τα αιτήματα τους. Δίπλα τους κατασκήνωσαν χιλιάδες συμπαραστάτες. Αν και τα αιτήματα ήταν αρκετά μετριοπαθή (απομάκρυνση κάποιων υπουργών, μέτρα κατά της διαφθοράς, κυβερνητική δήλωση που θα ζητάει συγγνώμη για την καταγγελία του κινήματος ως «αντεπαναστατικού»), το καθεστώς δεν συζητούσε καν την διαπραγμάτευση γιατί ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα «άνοιγε τον ασκό του Αιόλου», ένα καπάκι οργής που δεν θα μπορούσε να το κλείσει.
Όμως, η απεργία πείνας πήρε τεράστια δημοσιότητα γιατί ξεκίνησε δυο μέρες πριν την επίσκεψη του Γκορμπατσόφ στο Πεκίνο, στις 15 Μάη, την πρώτη επίσημη επίσκεψη ηγέτη της ΕΣΣΔ στην Κίνα από το 1962. Το καθεστώς σχεδίαζε μια μεγάλη προπαγανδιστική τελετή με τον Ντενγκ και τον Γκορμπατσόφ να χαιρετάνε ευτυχισμένα πλήθη στην πλατεία Τιενανμέν. Αλλά, «η πλατεία ήταν γεμάτη» με οργισμένα και όχι ευτυχισμένα πλήθη και η «επίσημη τελετή» περιορίστηκε στο αεροδρόμιο.
Κινητοποιήσεις
Μεταξύ 15 και 17 Μάη, πάνω ένα εκατομμύριο συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τιέν Αν Μεν, στη μεγαλύτερη μαζική κινητοποίηση μετά τη νίκη της κινεζικής επανάστασης το 1949. Ο τρόμος για το καθεστώς αυξανόταν από την αυξανόμενη συμμετοχή των εργατών στις διαδηλώσεις, που κατέφταναν οργανωμένοι ανά εργοστάσιο ή μεγάλο εργοτάξιο και από τη ραγδαία εξάπλωση και σε άλλες πόλεις. Η κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, στις 20 Μάη, ήταν μονόδρομος για το καθεστώς. «Μεταρρυθμιστές» και «παραδοσιακοί», «νέοι» και «γέροι» – όλες οι τάσεις και οι «φυλές» του καθεστώτος ενώθηκαν απέναντι στην απειλή της ανατροπής «από τα κάτω».
Όταν ο στρατός άρχισε να κινείται στο Πεκίνο, πυροδότησε μια γενικευμένη κοινωνική έκρηξη με εκατομμύρια κόσμου να βγαίνουν στους δρόμους, με εκατοντάδες οδοφράγματα με στόχο να αποτρέψουν ή και να καθυστερήσουν τις στρατιωτικές φάλαγγες να φτάσουν στην πλατεία ώστε οι διαδηλωτές να μπορέσουν να συναδελφωθούν με τους φαντάρους. Όπως περιέγραφε ένας αυτόπτης μάρτυρας: «Όλο το κέντρο της πόλης, σε απόσταση χιλιομέτρων σε κάθε κατεύθυνση, βρίσκεται υπό τον έλεγχο των φοιτητών και των εργατών. Παντού περνάνε φορτηγά με τις καρότσες τους γεμάτες φοιτητές και εργάτες… Κι όλοι τραγουδάνε τη Διεθνή, ξανά και ξανά».
Η σημαία της εξέγερσης πέρναγε από τα «αδύναμα χέρια των φοιτητών στα χέρια της εργατικής τάξης». Η Αυτόνομη Ομοσπονδία Εργατών του Πεκίνου, η «Γκονγκζιλιάν» (Ομοσπονδία στα κινέζικα), που δημιουργήθηκε εκείνες τις μέρες, αποτελούνταν από νέους εργάτες από τις χαλυβουργίες, τους σιδηροδρόμους, τις οικοδομές που έβαζαν με πολύ καθαρό τρόπο τα αιτήματα για δημοκρατία, ενάντια στη διαφθορά των γραφειοκρατών, για να έχουν οι εργάτες λόγο στο χώρο δουλειάς, για το δικαίωμα να «επιβλέπουν» τη διεύθυνση, για να έχουν δικά τους συνδικάτα. Η διακήρυξή της αναφέρει ότι: «Έχουμε υπολογίσει προσεκτικά, με βάση το Κεφάλαιο του Μαρξ, το ποσοστό εκμετάλλευσης των εργατών. Ανακαλύψαμε ότι οι “υπηρέτες του λαού” καταβροχθίζουν όλη την υπεραξία που παράγεται από τον ιδρώτα και το αίμα μας… Υπάρχουν μόνο δυο τάξεις: των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων. Η ιστορία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη».
Η Ομοσπονδία εγκατέστησε το αρχηγείο της στην πλατεία, οργάνωσε ένα «εργατικό σώμα περιφρούρησης», για να τηρεί την τάξη και να προστατεύει τους φοιτητές και τέσσερις «ταξιαρχίες πρόθυμων να πεθάνουν» για την αντίσταση σε τυχόν επίθεση του στρατού και της αστυνομίας. Το σύνθημα της γενικής απεργίας άρχισε να συζητιέται στα σοβαρά μέσα στην εργατική τάξη και στους φοιτητές. Όμως, ο χρόνος που απαιτούνταν για να γίνει κάτι τέτοιο πράξη δεν υπήρχε. Το βράδυ της 3ης Ιούνη τα τανκς άρχισαν να συγκλίνουν προς την πλατεία, όπου έφτασαν τις πρώτες ώρες της 4ης Ιούνη. Η αντίσταση ήταν άγρια, αλλά τελικά κάμφθηκε. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα λουτρό αίματος. Εκατοντάδες εκτελέστηκαν, σαράντα χιλιάδες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.
Η καταστολή της εξέγερσης «χαιρετίστηκε» σε Ανατολή και Δύση. Από τα κρατικοκαπιταλιστικά καθεστώτα της Ανατολής και τα ΚΚ της Δύσης (και από το ΚΚΕ) γιατί, δήθεν, έτσι «σώθηκε ο σοσιαλισμός από την αντεπανάσταση» μέχρι τις ΗΠΑ και την ΕΟΚ γιατί έτσι θα συνέχιζαν οι μπίζνες ανάμεσα στη Δύση και στη Κίνα. Η Γουόλ Στρητ Τζέρναλ θα γράψει ότι «Οι αγορές βγάζουν στεναγμό ανακούφισης καθώς ο Ντενγκ επικρατεί».
Σε όλα αυτά τα τριανταπέντε χρόνια, το φάντασμα της εξέγερσης της Τιενανμέν δεν σταμάτησε να πλανιέται πάνω από την Κίνα, το «μεγαλύτερο εργοστάσιο του πλανήτη». Όπως έγραφε η εργατική διακήρυξή της Ομοσπονδιάς, «η ιστορία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη» και αυτή την τελευταία λέξη θα την πει, σίγουρα, η εργατική τάξη και στην Ανατολή και στη Δύση.