Πάνω από 600 χιλιάδες κόσμος βγήκε στους δρόμους της Γαλλίας το περασμένο Σάββατο για να φράξει τον δρόμο στους φασίστες. Μόνο στο Παρίσι συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από 250 χιλιάδες. Οι δύο γύροι των εκλογών, στις 30 Ιούνη και στις 7 Ιούλη δεν θα γίνουν μέσα σε συνθήκες ησυχίας, πόσο μάλλον σε συνθήκες τρομοκρατίας όπως θα ήθελε η Λεπέν και ο υποψήφιος πρωθυπουργός της, Μπαρντελά. Θα γίνουν με τον κόσμο στον δρόμο και μάλιστα όχι σε υποχώρηση αλλά με διάθεση για έφοδο.
Οι διαδηλώσεις ξέσπασαν αυθόρμητα με το που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών που έφεραν το κόμμα της Λεπέν πρώτο με 31,4%. Η κίνηση του Μακρόν να καλέσει κοινοβουλευτικές εκλογές τού ξέφυγε από τα χέρια και πέρασε στον κόσμο της Αριστεράς. Το δρόμο τον άνοιξαν οι διαδηλωτές, κυρίως νεολαία τα πρώτα βράδια που γέμισε τα κέντρα των πόλεων απαιτώντας δράση ενάντια στους φασίστες. Η Λεπέν έχει καταφέρει σε συνεργασία με τα βασικά κόμματα του συστήματος να πείσει μια σχετική πλειοψηφία του πληθυσμού ότι το κόμμα της δεν είναι πλέον φασιστικό. Όμως, πολύς κόσμος ακόμα το ξέρει και οι διαδηλώσεις το ξαναθύμισαν. Ενώ μπροστά στη Βαστίλη ο κόσμος φώναζε στα ιταλικά “Siamo tutti antifascisti” (Είμαστε όλοι αντιφασίστες), ο Μακρόν πήγαινε στη συνάντηση των G-7 στην Ιταλία και έσκυψε για να φιλήσει το χέρι της Μελόνι. «Καμιά γειτονιά για τους φασίστες, κανένας φασίστας στις γειτονιές μας», συνέχιζαν τα συνθήματα στους δρόμους του Παρισιού.
Αυτός ο ξεσηκωμός ανάγκασε τις ηγεσίες της Αριστεράς να πάρουν πρωτοβουλία για να φτιάξουν το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» όπως το ονόμασαν, για να κατέβουν στις εκλογές μαζί (Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Πράσινοι, Κομμουνιστικό Κόμμα, NPA-L’anticapitaliste και άλλες κινήσεις). Η γραμματέας της συνομοσπονδίας CGT, στη συγκέντρωση του Σαββάτου αναγνώρισε αυτή την πραγματικότητα: «Είμαστε ενωμένοι, γιατί είδαμε τις πολύ μεγάλες διαδηλώσεις, από την Κυριακή το βράδυ, με ένα μεγάλο πλήθος νέων. Υπάρχει μια δύναμη που φουσκώνει στη χώρα». Στη διαδήλωση του Σαββάτου δεν κάλεσαν μόνο οι δυνάμεις που στηρίζουν επισήμως το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ΝΛΜ), αλλά σχεδόν όλα τα συνδικάτα και άλλα κινήματα.
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας Humanite διαβάζουμε δηλώσεις από κόσμο που συμμετείχε. «Έκανα 600 χιλιόμετρα για να έρθω» λέει ο Φαρίντ ο οποίος δηλώνει συνηθισμένος στις αποστάσεις από τη συμμετοχή του στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων: «Όλος ο κόσμος είναι ενωμένος. Πρέπει να παραμείνουμε έτσι για να νικήσει το ΝΛΜ». Οι σημαίες της Νέας Καληδονίας (υπέρ της ανεξαρτησίας από τη Γαλλία) και της Παλαιστίνης ανακατεύονται με τις σημαίες των συνδικάτων και των κομμάτων της Αριστεράς. Η Λουίζ, που ήρθε με τον Γκαμπριέλ, τον δεκάχρονο γιο της στη διαδήλωση λέει: «Ο φασισμός είναι η κόλαση για την οικογένειά μου. Ο γιος μου είναι γαλλο-αλγερινός. Είναι, συνεπώς, μιας μάχη καθημερινή, για μένα και για εκείνον, για το μέλλον».
Όπως παρατηρεί η Humanite: «Για όλους τους διαδηλωτές, ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό βρίσκεται στην καρδιά όλων των άλλων αγώνων».
Προϋπόθεση
Αυτό είναι ένα μήνυμα που χρειάζεται να αναδείξουμε στη συζήτηση που έχει ανοίξει μετά την άνοδο της ακροδεξιάς στις Ευρωεκλογές. Ο αντιρατσισμός δεν είναι απλώς μία μάχη ανάμεσα σε πολλές άλλες. Είναι μια προϋπόθεση για να σταματήσουμε τους φασίστες.
Πολλές δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς κατεβάζουν τη σημαία του αντιρατσισμού, ισχυριζόμενες ότι δεν βοηθάει γιατί δεν συσπειρώνει τον κόσμο απέναντι στον εχθρό. Η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη. Οι φασίστες χρησιμοποιούν το ρατσισμό σαν το παγοθραυστικό με το οποίο έχουν καταφέρει να μετατραπούν σε καθώς πρέπει δυνάμεις του πολιτικού συστήματος, να ξεπλυθούν από τις σβάστικες και τους ύμνους στο Ολοκαύτωμα και να παρουσιαστούν μάλιστα και ως τολμηροί δήθεν «αντισυστημικοί».
Οι φασίστες δεν είναι η πηγή του ρατσισμού. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βάλει στο κέντρο της την πολιτική των κλειστών συνόρων και του μαζικού πνιγμού μεταναστών. Ο Μπάιντεν είναι αυτός που πηγαίνοντας προς τις εκλογές κλείνει τα σύνορα με το Μεξικό και αφήνει μικρά παιδιά μόνα τους μέσα στις φυλακές ή μέσα στην έρημο. Το ελληνικό κράτος σκότωσε τους μετανάστες στην Πύλο. Οι επίσημες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπέγραψαν τα σύμφωνα με τις δικτατορίες στην Αίγυπτο, την Τυνησία, το Μαρόκο, ακόμη και με τις συμμορίες των δολοφόνων στο Σουδάν για να σκοτώνουν μετανάστες.
Μέσα σε αυτή τη μαζική νομιμοποίηση της βίας και του ρατσισμού, οι καθαρόαιμοι πολιτικοί εκπρόσωποι της βαρβαρότητας, οι φασίστες και η ακροδεξιά, βρήκαν το χώρο τους. Ακόμη και εκεί που για διάφορους λόγους τα κράτη είχαν πάρει μέτρα περιθωριοποίησης των φασιστών και έλεγαν ότι έχουν κλείσει και το παραμικρό παράθυρο για την επιστροφή των νοσταλγών του Χίτλερ (Γερμανία), ο ρατσισμός τούς άνοιξε τη μεγάλη πόρτα και επέστρεψαν.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βγήκε δεύτερο κόμμα στις Ευρωεκλογές και ετοιμάζεται για καινούργιες εκλογικές επιτυχίες από τον Σεπτέμβρη. Ήταν εξοργιστικό ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές, η βασική πολιτική αντιπαράθεση με την AfD στη Γερμανία έφτασε να είναι αν κάποια στελέχη είχαν σχέση με κινέζικες εταιρείες ή αν είναι μαλακοί με τον Πούτιν. Αυτά ήταν τα «σκάνδαλα» για το γερμανικό πολιτικό σύστημα, και όχι ότι η AfD θεωρεί τους μετανάστες «υπανθρώπους» και καλλιεργεί το μίσος.
Η Αριστερά που κλείνει τα μάτια στη διαδικασία, νομιμοποιεί τους φασίστες και τους αφήνει κι άλλο χώρο. Το Ινστιτούτο Τσίπρα αυτές τις μέρες οργανώνει συνέδριο και καλεί ανάμεσα σε άλλους, το Μαργαρίτη Σχοινά, τον αρχιδιαφημιστή του Συμφώνου Μετανάστευσης για να μιλήσει για τη «διαχείριση κρίσεων».
Ισλαμοφοβία
Στη Γαλλία για χρόνια οι φασίστες χρησιμοποίησαν την ισλαμοφοβία για να βγουν από το περιθώριο. Οι νοσταλγοί του Πετέν και της συνεργασίας με τους ναζί κατάφεραν να αναβαπτιστούν σε υπερασπιστές της Γαλλικής Δημοκρατίας και κληρονόμους του «ευρωπαϊκού πνεύματος» επειδή έλεγαν πως οι γυναίκες με μαντίλα δεν έχουν θέση στην Ευρώπη. Ήταν όμως το γαλλικό κράτος που απαγόρευσε στις μουσουλμάνες να πηγαίνουν στο σχολείο και στις δημόσιες υπηρεσίες ντυμένες όπως επιθυμούν. Οι φασίστες έδρεψαν τους καρπούς.
Στη Γερμανία, η Αριστερά για χρόνια κρυβόταν πίσω από το κράτος για να αντιμετωπίσει τους φασίστες. Στη συνέχεια κρύφτηκε πίσω από τις συγκυβερνήσεις με τη Σοσιαλδημοκρατία. Και τώρα ένα κομμάτι της συνεχίζει αυτή την πολιτική, ενώ ένα άλλο (το κόμμα της Βάγκενκνεχτ) αποδέχεται ακόμη πιο ανοιχτά το αφήγημα των φασιστών περί «υπερβολικά πολλών μεταναστών», προσπαθώντας να του δώσει «λαϊκό» και «αριστερό» περιεχόμενο.
Η Ιρλανδία είναι το πιο πρόσφατο οφθαλμοφανές παράδειγμα. Ήταν καμάρι της ιρλανδικής Αριστεράς ότι ποτέ δεν υπήρξαν σοβαρές φασιστικές οργανώσεις. Επικρατούσαν οι συνηθισμένες εξηγήσεις με βάση την αντι-αποικιακή ιστορία της χώρας. Κι όμως, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές η ακροδεξιά για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της και εξέλεξε δημοτικούς συμβούλους. Και στις ευρωεκλογές ακροδεξιοί υποψήφιοι μάζεψαν ψήφους παρότι δεν κατάφεραν να εκλεγούν. Ποια είναι η βάση στην οποία συγκροτήθηκαν; Οι εκστρατείες ενάντια στους πρόσφυγες και οι «αυθόρμητες» κινητοποιήσεις έξω από τα κέντρα κράτησης. Η απάντηση του Σιν Φέιν, του μεγαλύτερου ρεφορμιστικού κόμματος της χώρας ήταν η προσαρμογή σε αυτές τις πιέσεις.
Υποτίμησαν τις αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις, μια βουλευτίνα τους έφτασε να συμμετάσχει και να απευθυνθεί στο πλήθος λέγοντάς τους πως «καταλαβαίνει τις αδικίες που βιώνουν» ενώ άλλα στελέχη του κόμματος άρχισαν να μιλάνε για διαχωρισμό ανάμεσα σε μετανάστες και πρόσφυγες ή για την ανάγκη να επιβληθεί μεγαλύτερος έλεγχος στα σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν και το Σιν Φέιν να βγει αποδυναμωμένο και οι φασίστες να νιώσουν δικαιωμένοι.
Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό δεν είναι μειοψηφική μάχη. Ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει σήμερα μεταναστευτική καταγωγή, πρόσφατη ή παλιότερη. Η ρατσιστική πολιτική στρέφεται εναντίον όλων μας. Όχι μόνο γιατί σπέρνει το μίσος και το διχασμό μέσα στους αγώνες. Όχι μόνο γιατί ψάχνει αποδιοπομπαίους τράγους για να ρίξει το φταίξιμο της κρίσης, της φτώχειας και της ανεργίας. Αλλά και γιατί δίνει το δικαίωμα στο κράτος να αυξήσει τον έλεγχό του, να στήσει νέα ένοπλα σώματα, να δώσει κι άλλες εξουσίες στην αστυνομία, στον στρατό και στις μυστικές υπηρεσίες, να οικοδομήσει δεσμούς με δικτατορίες. Αυτή η θεσμική νομιμοποίηση της παράλογης βίας γίνεται θερμοκήπιο για κάθε είδους ιδεολογική ασχήμια: το μίσος κατά των γυναικών, την επιστροφή στο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», τις προτάσεις για περισσότερη «Τάξη και Ασφάλεια».
Η Αριστερά δεν έχει να κερδίσει τίποτα από την προσαρμογή της σε όλη αυτή τη δυσωδία. Αν αποφύγει να συγκρουστεί με το ρατσισμό, η επόμενη σύγκρουση με τους φασίστες γίνεται από χειρότερη θέση. Η σημαία μας είναι τα ανοιχτά σύνορα για όλους, το Όχι σε κάθε είδους διαχωρισμό με βάση την καταγωγή, το χρώμα του δέρματος, το φύλο, τη σεξουαλική ταυτότητα και τη θρησκεία. Την κρίση, τον πόλεμο και την προσφυγιά την προκαλούν τα αφεντικά και τα κέρδη τους. Και οι φασίστες ήταν και είναι υπηρέτες των αφεντικών, φωνακλάδες προπαγανδιστές της ιδεολογίας που εξυπηρετεί τους πλούσιους και τους ισχυρούς.