Ιστορία
Το Λαϊκό Μέτωπο την προηγούμενη φορά

Απεργοί εργάτες της Ρενό το 1936

Την πρώτη βδομάδα του Μάη του 1936 η γαλλική Δεξιά άφριζε από το κακό της. Η καταμέτρηση των ψήφων στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών είχε αναδείξει αδιαμφισβήτητη νικήτρια την Αριστερά που είχε κατέβει συνασπισμένη στο Λαϊκό Μέτωπο. 

Ένας βουλευτής της Δεξιάς, ο Ξαβιέ Βαλά δήλωσε στη Βουλή: «Η αρχαία γη των Γαλατών και των Ρωμαίων για πρώτη φορά στην ιστορία της θα κυβερνηθεί από ένα Εβραίο». Ο εβραίος ήταν ο Λεόν Μπλουμ, ο πρώτος σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Γαλλίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είδε τις έδρες του να εκτοξεύονται από 10 σε 72 και τις ψήφους του να διπλασιάζονται φτάνοντας το 1,5 εκατομμύριο.

Η κατάσταση έμοιαζε πολύ διαφορετική δυο χρόνια πριν. Στις 6 Φλεβάρη του 1934, οι ακροδεξιές, φασιστικές οργανώσεις των «βετεράνων» αποπειράθηκαν να καταλάβουν εξ’ εφόδου το κοινοβούλιο. Η αστυνομία τους απέκρουσε, αλλά κέρδισαν μια πολιτική νίκη. Ο Εντουάρ Νταλαντιέ, του «κεντρώου» Ριζοσπαστικού Κόμματος παραιτήθηκε και τη θέση του πήρε ο Γκαστόν Ντουμέρζ υποστηρικτής της «ισχυρής εξουσίας» που προσπάθησε να κυβερνήσει με διατάγματα. Το πρώτο που έκανε ήταν να βάλει στη θέση του διοικητή της Αστυνομίας του Παρισιού τον «εκλεκτό» των φασιστών. Η ακροδεξιά, το φασιστικό «πεζοδρόμιο» μπορούσε να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Η κρίση των «θεσμών» είχε φτάσει στο απόγειό της. 

Στις 12 Φλεβάρη ήρθε η απάντηση. Οι δυο εργατικές συνομοσπονδίες η CGT και η CGT-U (του Γαλλικού ΚΚ) είχαν καλέσει απεργία ενάντια στους φασίστες. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα κάλεσε σε διαδηλώσεις και το Κομμουνιστικό Κόμμα κάλεσε κι αυτό. Στο Παρίσι οι δυο πορείες ενώθηκαν και το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Ενότητα! Ενότητα!». 

Εκείνη την μέρα έγιναν 346 διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα στις οποίες συμμετείχαν περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι. Στις 161 συμμετείχαν από κοινού κομμουνιστές και σοσιαλιστές. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Η βάση επέβαλε στις ηγεσίες την ενότητα. Μέχρι την προηγούμενη μέρα η ηγεσία του ΚΚ κατάγγελλε το Σοσιαλιστικό Κόμμα ως «σοσιαλφασίστες». Όμως, εκείνη η 12 Φλεβάρη δεν σημαδεύτηκε μόνο από τις επιβλητικές διαδηλώσεις. «Κατέγραψε» την πρώτη επιτυχημένη Γενική Απεργία στην ιστορία της Γαλλίας. Ο συνολικός αριθμός των απεργών έφτασε τα 4,5 εκατομμύρια. Η απειλή της ακροδεξιάς και των φασιστών κέντρισε το εργατικό κίνημα να περάσει στην αντεπίθεση. 

Κι αυτό έβαλε πίεση στις ηγεσίες της Αριστεράς. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς σύναψαν μια «συμφωνία ενότητας». Δεν πρόβλεπε τίποτα συγκεκριμένο σαν δράση. Όμως, υπήρξε συνέχεια. Στις τοπικές εκλογές του Οκτώβρη του 1934 και του Μάη του 1935 οι ψήφοι του Κομμουνιστικού Κόμματος αυξήθηκαν, σε κάποιες περιπτώσεις θεαματικά. Το ίδιο και των Σοσιαλιστών. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, αντίθετα έχασε ψήφους προς όλες τις κατευθύνσεις: και προς τ’ αριστερά και προς τα δεξιά. 

Κι όμως, με αυτό το κόμμα επέλεξαν να συνεργαστούν στο Λαϊκό Μέτωπο οι ηγεσίες της Αριστεράς, με πρωτοβουλία του ΓΚΚ. Η δικαιολογία ήταν ότι οι Ριζοσπάστες εκφράζανε τα «μεσαία στρώματα» και άρα επρόκειτο για διεύρυνση του «ενιαίου εργατικού μετώπου».  Στην πραγματικότητα όλοι γνώριζαν ότι οι Ριζοσπάστες ήταν ένα αστικό κόμμα. Όπως έγραφε ο Τρότσκι, ήταν: «το καλύτερα προσαρμοσμένο στις παραδόσεις και προκαταλήψεις των μικροαστών πολιτικό εργαλείο της μεγάλης αστικής τάξης».

Απεργιακή βόμβα

Η Ουμανιτέ, η εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, σχολίαζε την επόμενη του εκλογικού θριάμβου του Λαϊκού Μετώπου ότι πλέον δεν είναι μόνο η Δεξιά «που μπορεί να μιλάει στο όνομα της Γαλλίας». Όμως, η δύναμη που πήρε φωτιά δεν ήταν το «εθνος», «όλοι οι Γάλλοι». Ηταν η εργατική τάξη. Πριν καν αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου ο Μπλουμ, ένα κύμα απεργιών άρχισε να φουντώνει και στις 28 Μάη «έσκασε η βόμβα»: οι εργάτες στη Ρενό Μπιγιανκούρ απεργούν και έχουν καταλάβει το εργοστάσιο. 

Δεν ήταν το οποιοδήποτε εργοστάσιο. Ήταν η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία έξω από τις ΗΠΑ. Εκεί δούλευαν τριάντα χιλιάδες εργάτες που κατασκεύαζαν από αυτοκίνητα μέχρι τρακτέρ και κινητήρες αεροπλάνων. Είχε ξεκινήσει να χτίζεται μόλις το 1929 με τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές, την πιο σκληρή εντατικοποίηση στους ρυθμούς δουλειάς και ήταν πλήρως απαλλαγμένο από το «μικρόβιο» του συνδικαλισμού. 

Το μεσημέρι της 1 Ιούνη 1936, 66 εργοστάσια είχαν καταληφθεί. Στο σχόλασμα της βάρδιας ο αριθμός είχε φτάσει τα 150. Στις μέρες που ακολούθησαν οι απεργίες εξαπλώθηκαν στη χημική βιομηχανία, στην υφαντουργία, στις μεταφορές, στη βιομηχανία τροφίμων, στα τυπογραφεία, στη βιομηχανία κατασκευής επίπλων, στα διυλιστήρια. Από το Παρίσι οι απεργίες και οι καταλήψεις απλώθηκαν στις άλλες πόλεις.

Στις 4 Ιούνη η απεργία είχε παραλύσει τη διανομή του Τύπου, είχε κλείσει τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Κόκκινες σημαίες στις πύλες, γιορτές στα προαύλια, αυτές ήταν οι εικόνες εκείνου του Ιούνη. 

Έτσι αναγκάστηκαν οι καπιταλιστές να δώσουν παραχωρήσεις, τις περίφημες Συμφωνίες της Ματινιόν (πρωθυπουργική κατοικία). Η πιο εμβληματική δεν υπήρχε καν στο προεκλογικό πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου:  δυο βδομάδες πληρωμένη άδεια. 

Αλλά οι απεργίες και οι καταλήψεις συνεχίζονταν. «Όλα είναι δυνατά!» έλεγε ένα σύνθημα που άρχισε να αποκτάει απήχηση. Είναι χαρακτηριστική η κοινή δήλωση των εκπροσώπων από τα εργοστάσια Σιτροέν, Ζάβελ, Ρατό που τελείωνε με τη φράση «μπορούμε εύκολα να οργανώσουμε τη δουλειά μας χωρίς τ’ αφεντικά». 

Στις 12 Ιούνη η Ουμανιτέ, δημοσίευσε ομιλία του Μορίς Τορέζ, του γραμματέα του ΓΚΚ που περιλάμβανε την περίφημη φράση: il faut savoir terminer une greve «πρέπει να ξέρουμε πώς να σταματάμε μια απεργία». Ο Τορέζ υποστήριξε ότι «Όχι, δεν είναι όλα δυνατά». Οι εργάτες κέρδισαν τα οικονομικά τους αιτήματα και αν συνεχίσουν θα «αποξενώσουν τα μεσαία στρώματα και την αγροτιά» ήταν το επιχείρημα. 

Φρένο

Το φρένο πατήθηκε αλλά βέβαια το «τρένο» συνέχισε να κινείται για κάποιες μέρες. Στα μέσα Ιούνη ο Τορέζ χρειάστηκε να πάει στη Μασσαλία για να επαναλάβει τις εκκλήσεις και τις εντολές για τερματισμό του αγώνα –στις 16 του μηνός καταλήφθηκε το Καζίνο της Νίκαιας! Όμως, η πολιτική πίεση από την ηγεσία του Λαϊκού Μετώπου είχε αποτελέσματα και οι απεργίες και οι καταλήψεις άρχισαν να φθίνουν. Το Γαλλικό ΚΚ είχε τεράστιο κύρος και από την άλλη τα συντονιστικά της βάσης που είχαν αρχίσει να στήνονται ήταν αδύναμα και οργανωτικά και πολιτικά. 

Το ζήτημα δεν ήταν βέβαια τα «μεσαία στρώματα». Ήταν η αστική τάξη. Ο Μπλουμ αργότερα είπε ότι οι καπιταλιστές τον αντιμετώπισαν σαν «σωτήρα» για τη στάση των κομμάτων της Αριστεράς εκείνο τον Ιούνη. Αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να περάσουν στην αντεπίθεση επιστρατεύοντας όλους τους εκβιασμούς που τους πρόσφερε ο έλεγχος της οικονομίας και του κράτους. Και η αριστερή κυβέρνηση υποχωρούσε βήμα-βήμα και όχι μόνο στην οικονομία: η Ισπανία φλεγόταν από την επανάσταση ενάντια στους φασίστες του στρατηγού Φράνκο, αλλά η γαλλική κυβέρνηση αρνιόταν να βοηθήσει με όπλα την αδελφή κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου

Ενάμισι χρόνο μετά, οι κατακτήσεις του ’36 είχαν χαθεί μέσα από τις συστηματικές πιέσεις των καπιταλιστών και τους συμβιβασμούς της κυβέρνησης. Το φράγκο υποτιμήθηκε, ο πληθωρισμός φούντωσε, οι αυξήσεις των μισθών εξανεμίστηκαν. Ο ενθουσιασμός άρχισε να δίνει τη θέση του στην απογοήτευση. Τελικά, οι «αστοί δημοκράτες» σύμμαχοι, ξεφορτώθηκαν την Αριστερά και από την κυβέρνηση. 

Το Λαϊκό Μέτωπο είχε κάνει τα πρώτα του βήματα σε μια απεργία υπεράσπισης του Νταλαντιέ απέναντι στους φασίστες το '34. Ο ίδιος ο Νταλαντιέ, ο αρχηγός του Ριζοσπαστικού Κόμματος, ήταν ξανά πρωθυπουργός τον Νοέμβρη του 1938 όταν η κατάργηση της βδομάδας των 40 ωρών που είχε κατακτήσει το κίνημα του ’36 πυροδότησε μια γενική απεργία χωρίς επιτυχία. 

Στη Ρενό, οι εργάτες αναγκάστηκαν να βγουν με τα χέρια ψηλά μέσα από τις γραμμές των μπάτσων που τους κλωτσούσαν, τους χτυπούσαν με γκλομπ και σιδηροσωλήνες με έναν αξιωματικό να ουρλιάζει σε κάθε χτύπημα: «μια για τον Μπλουμ, μια για τον Τορέζ, μια για τον Τιμπό» (τον πρόεδρο του συνδικάτου).

Τον Ιούλη του 1940 η ίδια Βουλή που είχε εκλεγεί το 1936 ψήφιζε να παραχωρήσει υπερεξουσίες στο στρατάρχη Πετέν, στο καθεστώς της συνεργασίας με τους ναζί (το ΓΚΚ είχε τεθεί εκτός νόμου). Αυτή ήταν η πικρή κατάληξη της «μεγάλης ελπίδας» που είχε υποσχεθεί η Αριστερά του κοινοβουλευτικού δρόμου.