Η Μεταπολίτευση, η μετάβαση δηλαδή από τη Χούντα στην τυπική αστική δημοκρατία, ήταν μια διαδικασία με διαφορετικές φάσεις με διακριτό τους στοιχείο από την άποψη των συμφερόντων της εργατικής τάξης τον βαθμό εμπέδωσης των απαιτήσεων ταξικής χειραφέτησης που τότε τέθηκαν. Στην πρώτη της φάση, που σχηματικά αφορά στην περίοδο από την πτώση της Χούντας στα 1974 έως την επιβολή του προγράμματος προσαρμογής του ΠΑΣΟΚ επί υπουργίας Σημίτη στα 1985, η πορεία του εργατικού κινήματος ήταν ραγδαία ανοδική, ο αριθμός των απεργιών και η συμμετοχή σε αυτές εξακοντίστηκε, την ίδια στιγμή που οι μισθοί βελτιώνονταν, παρά τον υψηλό πληθωρισμό, ενώ ο κοινωνικός μισθός και η κρατική πρόνοια αποκτούσαν για πρώτη φορά περιεχόμενο σε συνδυασμό με υπαρκτά στοιχεία κοινωνικής αναδιανομής. Ταυτόχρονα, ο εκδημοκρατισμός της χώρας προχωρούσε, έστω και με δυσκολία, εξασφαλίζοντας στους περισσότερους τα τυπικά αστικά πολιτικά δικαιώματα που είχαν για δεκαετίες στερηθεί.
Πράγματι, ήταν μια περίοδος όπου οι ώρες απεργίας πολλαπλασιάζονταν με αδιανόητους για το παρελθόν ρυθμούς, ενώ η άμεση συμμετοχή των μαζών στη ευρύτερη κοινωνική διεργασία με μαζικές πορείες και διαδηλώσεις παρακολουθούσε μικρές αλλά συνεχείς μεταβολές στα εργασιακά, στα πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Πολλές από τις απεργίες, αν και αιματηρές και υπό καθεστώς απηνών ποινικών διώξεων και συνεχών απολύσεων, ήταν ιδιαίτερα μαζικές (το 1975 πήραν μέρος σε αυτές 352.000 άτομα και την επόμενη χρονιά ο αριθμός των απεργών είχε τετραπλασιαστεί φτάνοντας στις 1.289.000), ενώ απέφεραν μικρές και μεγάλες νίκες με μισθολογικές αυξήσεις, παροχή οικογενειακών επιδομάτων και αδειών (δόθηκε ακόμα και γάλα στις εργατικές οικογένειες) αλλά και αποζημιώσεις (σε πολλές περιπτώσεις πληρώθηκαν ακόμα και οι μέρες απεργίας). Και γενικότερα, προϊόντος του χρόνου, αυξήθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών, τέθηκε υπό προστασία η μητρότητα και το δικαίωμα σύνταξης, διασφαλίστηκε η λειτουργία των συνδικάτων μέσα στους χώρους εργασίας, ενώ το τερατώδες μετεμφυλιακό αστυνομικό κράτος άρχισε να συρρικνώνεται. Αν και η αποχουντοποίηση δεν προχώρησε, αντιθέτως εκσυγχρονίστηκαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, ωστόσο το παρακράτος άλλαξε φυσιογνωμία και λειτουργούσε πλέον μόνο ως εργοδοτική φρουρά παράλληλα με τις κατασταλτικές δυνάμεις χωρίς τουλάχιστον να τις υποκαθιστά πλήρως.
Για να φτάσουν όμως τα πράγματα εκεί χρειάστηκε να στηθούν παντού μαζικά σωματεία, να εξασφαλιστούν επίμονες και μεγάλης διάρκειας απεργίες που έθεταν πλέον και πολιτικά αιτήματα αλλά και να επιτευχθεί μια γενναία ανασυγκρότηση των μαζικών οργανώσεων βάσης στα εργατικά και μικροαστικά κόμματα της χώρας. Αλλά και να δημιουργηθούν όροι ανάπτυξης κινηματικών διαδικασιών και στα ενδιάμεσα κοινωνικά σύνολα (φοιτητές, γυναίκες, νέοι) και να αναδειχθεί μια συλλογική μορφωτική διεργασία στο κέντρο της οποίας βρέθηκαν αναζητήσεις τόσο για το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, όσο και για την ιστορία του αριστερού κινήματος και την εμπειρία που σωρεύθηκε από αυτό. Ήταν μια περίοδος που επανάφερε στη συζήτηση, και μάλιστα με μαζικό πλέον κοινό, έννοιες, όπως περί εργατικού ελέγχου ή εργοστασιακών επιτροπών μέσα από τα θεωρητικά κείμενα του επαναστατικού κινήματος, αλλά και διεκδικήθηκαν νέοι τρόποι οργάνωσης της ζωής, της καθημερινότητας και της κουλτούρας των απλών ανθρώπων (τα βιβλιοπωλεία και οι μπουάτ ήταν γεμάτες, ανέκυψαν δεκάδες ροκ συγκροτήματα) και διευκολύνθηκαν νέοι τρόποι έκφρασης (μια μεγάλη γενιά προοδευτικών κινηματογραφιστών και ανθρώπων του θεάτρου εμφανίστηκε τότε).
Έκρηξη πολιτικοποίησης
Όλα αυτά προκάλεσαν μια έκρηξη αριστερής πολιτικοποίησης και μάλιστα σε συνθήκες που το παραδοσιακό κράτος της Δεξιάς σε συνδυασμό με μια αστική τάξη που προσπαθούσε να ανανεώσει τις αντιπαραγωγικές ληστρικές πρακτικές της συνομιλούσε με την ορμητική είσοδο στο διεθνές προσκήνιο των νεοφιλελεύθερων λύσεων που ανέκυψαν μετά τη διεθνή κρίση του 1973 (Πινοτσέτ, Ρήγκαν, Θάτσερ). Και αυτό δίπλα στους Αμερικανούς και τις Βάσεις τους στη χώρα που μεθόδευαν συστηματικά την ανανέωση των σχέσεων εξάρτησης μαζί της μετά την κρίση που επέφερε η διχοτόμηση της Κύπρου. Εντελώς αντίθετα με τις διεθνείς τάσεις, οι μάζες στην Ελλάδα κινήθηκαν διαφορετικά, επειδή έχαιραν μιας πολιτικοποίησης προσδιορισμένης από την ίδια τη δυναμική των εργατικών αγώνων. Μαθαίνοντας να μην γυρίζουν στα σπίτια τους μετά την απεργία με κατεβασμένο το κεφάλι, τα λαϊκά στρώματα αισθάνονταν πλέον τιμή για την εργατική τους ταυτότητα αλλά και υπερηφάνεια για τον ιστορικό τους ρόλο, ενώ εντρύφησαν σε πρακτικές ταξικής αλληλεγγύης, υπολογίζοντας πλέον και το πολιτικό επίδικο των αγώνων τους. Δεν ήταν μόνο τα μισθολογικά κέρδη που τους ενδιέφεραν, αλλά και το πώς θα διεκδικήσουν ρόλο στη διοίκηση του εργοστασίου με τις δικές τους επιτροπές, πώς θα υποχρεώσουν τον κεφαλαιοκράτη και το κράτος να συμμορφωθούν με την απαίτηση για τον σταδιακό κοινωνικό έλεγχο των μέσων παραγωγής.
Αφετηρία όλων ήταν βεβαίως η ίδια η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν σταδιακά προσέλαβε τα χαρακτηριστικά μιας κανονικής επανάστασης, ιδίως στα οδοφράγματα εκτός του Πολυτεχνείου, γεγονός που υποχρέωσε το κράτος στη χρήση του στρατού για να επιβληθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι στο διάγγελμά του ο Καραμανλής, στις 25 Ιουλίου 1974, όταν του παρέδωσαν την εξουσία οι Συνταγματάρχες, απευθύνθηκε για αυτοσυγκράτηση και «σωφροσύνη» όχι μόνο στον στρατό, αλλά κυρίως στους νέους της χώρας και ένα από τα πρώτα μέτρα της εθνικής κυβέρνησης ήταν να συγχωνεύσει στρατό και αστυνομία με τη μορφή των ΜΑΤ. Και μπορεί η αρχική αυτοσυγκράτηση του κινήματος λόγω του φόβου ενός νέου πραξικοπήματος να έδωσε τη δυνατότητα στον Καραμανλή να ψηφίσει ένα Σύνταγμα στα 1975 με συντηρητικό προσανατολισμό και να κατοχυρώσει πολλά από τα προνόμια του μεγάλου κεφαλαίου και των εφοπλιστών, ωστόσο γρήγορα υποχρεώθηκε να βγάλει, έστω και προσωρινά, τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, να σταθεί ουδέτερος έναντι του μοναρχικού θεσμού στο Δημοψήφισμα του 1974 αλλά και να προχωρήσει σε σειρά κρατικοποιήσεων (της Ολυμπιακής, της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου κ.α.), εξαγοράζοντας και όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου Ανδρεάδη (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, τα διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Ασπροπύργου, χημικά εργοστάσια κλπ.).
Στην ουσία, η αύξηση των εγγραφών στα σωματεία, η μαζικοποίηση των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, η διάλυση των στεγανών μεταξύ των κλάδων των εργαζομένων, η διεκδίκηση και του κοινωνικού μισθού, η γενικότερη πολιτικοποίηση των αγώνων γέννησαν την πραγματική κοινωνική απελευθέρωση που συντελέστηκε την περίοδο εκείνη. Το κράτος προσπάθησε δια νόμου (ν.330) να περιορίσει αυτή την αλληλεγγύη και να απαγορεύσει κάθε μορφής πολιτική απεργία και σε μεγάλο βαθμό απέτυχε, όπως συνέβη και με τον νόμο 815 στα 1979 που ακυρώθηκε από το κύμα καταλήψεων στα πανεπιστήμια. Η ίδια η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εξωραΐσει την εικόνα της (ο Καραμανλής έφτασε μέχρι του σημείου να τοποθετήσει τη Νέα Δημοκρατία στα όρια μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού) και να κατηγορηθεί ακόμα και για σοσιαλ-μανία. Αλλά και το δεύτερο μεγάλο αστικό κόμμα της εποχής, το ΠΑΣΟΚ, υποχρεώθηκε να απωλέσει τα τυπικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και να αναπτύξει στοιχεία που συναντούσε κανείς στα κομμουνιστικά κόμματα, να δηλώνει μαρξιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό και να αναπτύξει συνθήματα του τύπου «σοσιαλισμός στις 18» (Οκτωβρίου 1981), «έξοδος από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ», «συμμετοχή των εργαζομένων στις διοικήσεις των ΔΕΚΟ» κλπ.
Όμως, μόλις κόπασε η κινηματική διάθεση των μαζών και στα 1981 οι χαμένες ώρες εργασίας λόγω των απεργιών μειώθηκαν 4 φορές σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, όλα άρχισαν να αντιστρέφονται και ακολούθησε φυσιολογικά η πολιτική της νεοφιλελεύθερης σταθεροποίησης του 1985 που ακύρωσε τις περισσότερες από τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Οι λόγοι της κάμψης αυτής, πέρα από τις διαδοχικές δίκες εις βάρος συνδικαλιστών και του φόβου που προκάλεσαν οι ωμές δολοφονίες των Κουμή-Κανελλοπούλου και της Σ. Βασιλακοπούλου στα 1980, ήταν σύμφυτοι με τις ασθένειες του ιστορικού σοσιαλιστικού κινήματος: τον κρατικισμό και τη γραφειοκρατικοποίησή του. Έτσι, η νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 και τα μέτρα επέκτασης της κοινωνικής προστασίας που ακολούθησαν (επέκταση της επικουρικής ασφάλισης, προστασία την μητρότητας, δημιουργία εθνικού συστήματος υγείας κλπ.) δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι το κράτος ήταν ο φορέας υλοποίησης και παραγωγής των κοινωνικών αιτημάτων. Έτσι, άρχισε να παρουσιάζεται το φαινόμενο να εγκαταλείπουν οι εργάτες τις μαζικές οργανώσεις, να αναζητούν λύσεις σε «ειδικούς» και να εγκλωβίζονται σε μια παθητικότητα που κατέστησε αποδεκτές ακόμα και τις κρατικοποιήσεις εκείνες που περιορίζονταν στην απαλλαγή των πρώην ιδιοκτητών των προβληματικών επιχειρήσεων από τα χρέη τους.
Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν φαινόμενα κρίσης της εργατικής ταυτότητας με μιμήσεις του τρόπου ζωής της αστικής τάξης με τα κωμικά χαρακτηριστικά της αναβίωσης του «πολιτισμού» των νυχτερινών κέντρων της «παραλιακής». Την ίδια στιγμή τα πάντα γραφειοκρατικοποιήθηκαν. Κόμματα, συνδικάτα, μαζικές κινήσεις. Ιδίως το ΠΑΣΟΚ εξελίχθηκε σε έναν τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό ο οποίος συγχωνεύτηκε με τη ΓΣΕΕ και οι οργανώσεις βάσεις του εξαφανίστηκαν. Στη φάση, μάλιστα, της προσαρμογής στις απαιτήσεις της Ε.Ε μετά τα 1986 (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη) πραγματοποιήθηκαν ακόμα και δικαστικά πραξικοπήματα στη ΓΣΕΕ με ευθύνη της ηγεσίας της ΠΑΣΚΕ (Ραυτόπουλος). Ήταν τότε που με πρόσχημα τη διεθνή κρίση που προκάλεσαν με το πετροδολάριο οι Αμερικανοί καταργήθηκε η ΑΤΑ, απαγορεύτηκαν δια νόμου οι αυξήσεις, εξακοντίστηκαν τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ και ιδιωτικοποιήθηκε μέρος της κοινωνικής ασφάλισης. Ήταν την ίδια στιγμή που μονιμοποιήθηκε και η παραμονή των Αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα (1987).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως διδακτική για τους μελλοντικούς πολιτικούς αγώνες. Η χαλάρωση στην πολιτικοποίηση, η απουσία θεωρητικών αναζητήσεων, η μορφωτική κρίση στους κόλπους των λαϊκών δυνάμεων χωρίς τη βοήθεια των εργατικών κομμάτων, η κρατικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο γραφειοκρατικός απομονωτισμός σε κλειστές ομάδες συζητήσεων ή συμφερόντων, η ίδια η κρίση της εργατικής ταυτότητας αλλά και η απουσία διεκδίκησης της πολιτιστικής αυτονομίας του εργάτη, αν αφεθούν να υφίστανται χωρίς τις άμεσες παρεμβάσεις του κινήματος δεν επιτρέπουν καμιά αισιοδοξία για το μέλλον.
Μιχάλης Λυμπεράτος,
ιστορικός