Σε ηλικία 91 χρονών έφυγε από την ζωή την περασμένη εβδομάδα ο βρετανός μουσικός John Mayall κάνοντας μέχρι το τέλος της ζωής του αυτό που του άρεσε και αυτό στο οποίο τάχθηκε. Να παίζει τα blues.
Στο ερώτημα γιατί τα blues o Μayall απαντούσε ως εξής: «Έχει να κάνει -και πάντα είχε να κάνει- με αυτή την ωμή ειλικρίνεια με την οποία τα μπλουζ εκφράζουν τις εμπειρίες μας στη ζωή, και όλα αυτά συναντώνται στη μουσική και στα λόγια…Oι λεγόμενοι “φυλετικοί δίσκοι” διηγούνταν την ιστορία των άθλιων λιντσαρισμάτων και των φυλετικών αδικιών στον αμερικάνικο Νότο που αποτελούσαν την πραγματικότητα ενός μαύρου στις αρχές του 20ού αιώνα».
Οι νέοι και οι νέες στην Ευρώπη δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τα λιντσαρίσματα. Αλλά είχαν άλλα προβλήματα, φτώχειας καθώς ολόκληρη η Ευρώπη έβγαινε διαλυμένη από ένα παγκόσμιο πόλεμο -και όχι μόνο. Τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γρήγορα διαδέχθηκε ο Ψυχρός Πόλεμος με πρώτη μεγάλη στάση τον πόλεμο της Κορέας. Όπως ανέφερε ο Μayall που βρέθηκε ο ίδιος σαν στρατιώτης στην Κορέα: “τα blues τραγούδια αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες καταστάσεις. Ο JB Lenoir έγραψε και για την Κορέα και για φυλετικά ζητήματα ως επί το πλείστον. Στη δική μου περίπτωση, αυτό που μου συνέβη είναι ότι ήμουν στην Κορέα».
«Το να υπηρετήσεις τη χώρα σου, σου λένε, είναι το σωστό, Σου δίνουν ένα όπλο και πήγαινε να σκοτώσεις, Αλλά όταν γυρίσεις και ψάχνεις για δουλειά, Σου λένε συγγνώμη, δεν υπάρχει θέση για εσένα», τραγουδά ο Μayall χρόνια αργότερα στο Βack from Korea, καθώς και στο One life to live: «Λοιπόν, με έστειλαν στην Κορέα, Με ένα τουφέκι στο χέρι, Ήμουν τυχερός, με έστειλαν σπίτι, Αλλά μερικοί καλοί φίλοι δεν γύρισαν ποτέ από τη ζώνη του πολέμου, Πολεμήστε για την πατρίδα σας, Να ξέρεις ότι αυτό είναι άλλο ένα ψέμα»…
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 το κίνημα κατά των διακρίσεων κορυφώνονταν στις ΗΠΑ ενώ ένας νέος πόλεμος κλιμακωνόταν στο Βιετνάμ. «Τα μπλουζ ταίριαζαν με τις αρχές της δεκαετίας του '60, με τον κοινωνικό τρόπο ζωής εκείνης της εποχής», αναφέρει ο Μayall σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις του. «Το ενδιαφέρον για τα μπλουζ προέκυψε από τη σκηνή της τζαζ. Συνέβη εδώ, παρά στην Αμερική, επειδή εκείνη την εποχή η σκηνή στην Αμερική ήταν φυλετικά διαχωρισμένη. Στην Ευρώπη, ωστόσο - και όχι μόνο στην Αγγλία - τα μαύρα μπλουζ άρχισαν να ακούγονται από ένα κοινό που δεν τα άκουγε στην Αμερική. Ανακαλύψαμε τον Elmore James, τον Freddie King, τον JB Lenoir, και μίλησαν στα συναισθήματά μας, στις ιστορίες της ζωής μας και αυτό ήταν όλο. Γαντζωθήκαμε στα blues».
Η σταυροφορία του Mayall (ο τέταρτος δίσκος των Bluesbreakers, του συγκροτήματός του από το οποίο πέρασε μια πλειάδα μετέπειτα ροκ σούπερ σταρ, λεγόταν Crusade) για την ανάδειξη των μπλουζ δεν θα τα κάνει απλώς μέινστριμ στην Βρετανία οδηγώντας σε συγκροτήματα όπως οι Rolling Stones, οι Animals, Yardbirds (τα δύο τρίτα των τραγουδιών στους πρώτους δίσκους τους ήταν διασκευές σε παλιά blues), αλλά πολύ σύντομα θα περάσει με τη λεγόμενη “βρετανική εισβολή” στις ίδιες τις ΗΠΑ, φέρνοντας τους ξεχασμένους μεγάλους/ες ερμηνευτές των blues στο προσκήνιο.
Ο ίδιος ο John Mayall δεν αναζήτησε ποτέ τα σταριλίκια. Στην πολύχρονη καριέρα του, είτε με τους Βluesbrakers, που επανασύστησε για κάποια χρόνια, είτε μόνος του, άλλοτε ακουστικός άλλοτε ηλεκτρικός, άλλοτε με πειραματισμούς, άλλοτε χωρίς, συνέχιζε να παράγει δίσκους (πενήντα στο σύνολο) και να παίζει ζωντανά συνεργαζόμενος με εξαιρετικούς μουσικούς σε εκατοντάδες συναυλίες μέχρι το τέλος της ζωής του. Ευτυχώς κάποιες από αυτές και στην Ελλάδα.
Γιώργος Πίττας