Η Αριστερά
Μαρξισμός 2024: Ο Μαρξ και το Κεφάλαιο – Επαναστατικές εξηγήσεις για την κρίση του καπιταλισμού

Η συζήτηση «Ο Μαρξ και το Κεφάλαιο» στο φεστιβάλ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ 2024. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

 

H κατάσταση που επικρατεί, εκεί που έχει φτάσει η οικονομική κρίση που διαρκεί τόσα χρόνια και εκεί που έχουν φτάσει οι κοινωνικές ανισότητες που συνεχώς μεγαλώνουν, έχει σαν συνέπεια μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης να βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζει ο κόσμος και έχει ερωτήματα γιατί συμβαίνει αυτό. 

Δεν υπάρχει καλύτερη αφετηρία για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα από τον Μαρξ. Ο Μαρξ και το Κεφάλαιο είναι η ανάλυση πάνω στην οποία μπορούμε να πατήσουμε, που μας δίνει εργαλεία για να προχωρήσουμε. 

Κέρδος 

Χρειάζεται να ξεκινήσουμε από το πιο βασικό ερώτημα: από που βγαίνει το κέρδος; 

Σε αυτό το θέμα πάντα μπαίνουν αμφισβητήσεις όχι μόνο από την αστική τάξη -που λέει ότι το κέρδος είναι η δίκαιη ανταμοιβή του επιχειρηματία, ότι το επιχειρηματικό δαιμόνιο κινεί την οικονομία και πρέπει  να έχει μια αμοιβή που είναι το κέρδος -αλλά και μέσα στην αριστερά όπου παλιότερα ανθούσαν οι θεωρίες ότι το κέρδος προέρχεται από την λεηλασία του τρίτου κόσμου, αντιλήψεις που υποτιμούσαν την εργατική τάξη στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό και θεωρούσαν ότι οι καπιταλιστές εξασφαλίζουν τα κέρδη τους λεηλατώντας τις αποικίες.  

Αυτό το επιχείρημα είναι προβληματικό γιατί βγάζει την εργατική τάξη στις ανεπτυγμένες χώρες προνομιούχα, ότι επωφελείται από τη λεηλασία του τρίτου κόσμου. Σε πιο σύγχρονες εποχές έχουμε άλλες θεωρίες λεηλασίας. Ακούμε, τελευταία, επιχειρήματα περί τεχνοφεουδαρχίας, λεηλασία στα εισοδήματα του κόσμου της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων διότι οι τράπεζες, τα μονοπώλια, τα καρτέλ εξασφαλίζουν τα κέρδη ροκανίζοντας και το μεροκάματο της εργατικής τάξης. 

Πρέπει να γυρίσουμε στα βασικά. Η πηγή του κέρδους είναι η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Χωρίς αυτό καμία άλλη διαδικασία μέσα στον καπιταλισμό, ό,τι και να κάνουνε, δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα κέρδη. 

Ο Μαρξ βάζει ότι το μέτρο της αξίας για κάθε αγαθό, που μετατρέπεται σε εμπόρευμα, το κριτήριο με το οποία ανταλλάσσονται τα αγαθά όταν γίνονται εμπορεύματα, είναι η εργασία. Με βάση αυτό το κριτήριο προχωράει στο να βάλει την έννοια της υπεραξίας. Δηλαδή ότι στις ώρες που δουλεύει το εργατικό δυναμικό παράγει εμπορεύματα που έχουν αξία μεγαλύτερη από το μεροκάματο το οποίο παίρνει. Το σε πόσες ώρες εργασίας ο εργάτης καλύπτει το μεροκάματό του, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, από τα μηχανήματα, τις συνθήκες κλπ, αλλά στη διάρκεια του οκτάωρου ή του 12ωρου, μέσα στις πρώτες ώρες, ο εργάτης έχει παράξει αρκετά εμπορεύματα για να καλύψει το μεροκάματο που του δίνουν. Το υπόλοιπο είναι υπεραξία. 

Η υπεραξία είναι η πηγή του κέρδους. Αυτό είναι η αφετηρία για να μπορούμε να προχωρήσουμε στις υπόλοιπες εικόνες για το πως δουλεύει στο σύστημα και όλα τα άλλα ερωτήματα τα οποία ανοίγουν. Αποδεχόμαστε αυτή την τοποθέτηση του Μαρξ. Όταν όμως γίνεται μια ανταλλαγή πρέπει κανείς να απαντήσει στο ερώτημα γιατί ένα καρβέλι ψωμί ανταλλάσσεται με λιγότερο από ένα μπουκάλι λάδι. Η ανταλλαγή μεταξύ τους μετριέται με τον χρόνο εργασίας που χρειάζεται για να παραχθούν είτε το ένα είτε το άλλο, και έτσι βγαίνει η αναλογία.  

Αγορά

Αυτό μας φέρνει στο επόμενο ερώτημα: τι ρόλο παίζει η αγορά;

 Κομμάτι της αστικής ιδεολογίας υποστηρίζει να ξεχάσουμε την ποσότητα εργασίας που διαθέτει κάθε εμπόρευμα στην ανταλλαγή και να αποδεχτούμε ότι είναι η αγορά που καθορίζει το πως γίνεται η ανταλλαγή. Άμα η προσφορά είναι χαμηλή τα πράγματα είναι ακριβότερα, όταν ανέβει τότε γίνονται φθηνότερα έτσι βρίσκεται μία ισορροπία και έτσι η αγορά καθορίζει γιατί πρέπει να πληρώσεις περισσότερο ένα μπουκάλι λάδι από ένα καρβέλι ψωμί.  

Χρειάζεται να δούμε τι ρόλο παίζει πραγματικά η αγορά. Είναι ρυθμιστής ή παίζει διαφορετικό ρόλο; Ο πραγματικός ρόλος της αγοράς είναι ότι είναι ο μηχανισμός καταμερισμού των κερδών της υπεραξίας ανάμεσα στους καπιταλιστές. Κανένας καπιταλιστής δεν παίρνει τα κέρδη του σε είδος. Για παράδειγμα έχω ένα εργοστάσιο και παράγει γιαούρτι, οι εργάτες βγάζουν χιλιάδες γιαούρτια θα τους δώσω κάποια για να φάνε, και αυτό είναι το μεροκάματο, και θα κρατήσω κάποια γιαούρτια για μένα, και αυτό είναι το κέρδος. Είναι προφανές ότι δεν δουλεύει έτσι το σύστημα, κανένα προϊόν δεν μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο.  

Για να λειτουργήσει το σύστημα πρέπει ο καπιταλιστής να πουλήσει, να μετατρέψει ουσιαστικά τα εμπορεύματα που έχουν παράξει οι εργάτες σε χρήμα. Με το χρήμα να μπορέσει να πληρώσει τους εργάτες, να ξεπληρώσει τις τράπεζες γιατί έχει δανειστεί και να βάλει στην άκρη τα δικά του κέρδη.  Που δεν είναι για την προσωπική του κατανάλωση, που όσο και μεγάλη να είναι η κατανάλωση των καπιταλιστών, ποτέ δεν τρώει όλο το κέρδος. Γίνεται συσσώρευση σε σχέση με τον επόμενο κύκλο επενδύσεων. 

Μέχρι να φτάσουμε εκεί υπάρχει κεφάλαιο σε χρήμα για κάθε καπιταλιστή που κάτι πρέπει να το κάνει. Ένα εργοστάσιο για να παλιώσει και να αποσβέσει την επένδυση χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο καπιταλιστής συσσωρεύει κέρδη, αυτά τα κέρδη τα καταθέτει στην τράπεζα ή τα παίζει στο χρηματιστήριο με τις μετοχές ή με τον πιο σύγχρονη εκδοχή, που υπάρχουν πολλές μορφές τζόγου όπως για παράδειγμα στην αγορά πρώτων υλών.

Υπάρχει η κατανομή των κερδών ανάμεσα στους καπιταλιστές. Αυτό που έχει σημασία να δούμε σε αυτή την διαδικασία είναι ότι σε όλα αυτά τα παιχνίδια αυτό που καθορίζει ποιος παίρνει το μεγαλύτερο μερίδιο κέρδους είναι η παραγωγικότητα της εργασίας. Ο καπιταλιστής που οι εργάτες του είναι πιο παραγωγικοί, που χάρις τα μηχανήματα που έχουν βγάζουν το μεροκάματο σε 3 ώρες αντί για 4, και το υπόλοιπο μένει σε υπεραξία, είναι αυτός που είναι πιο ανταγωνιστικός στην αγορά. Αυτό είναι σημαντικό γιατί οδηγεί σε τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση. Το πως, τι θα επενδύσουν και με ποιον τρόπο δεν γίνεται προγραμματισμένα, όπως θα έπρεπε να γίνεται και θέλουμε να γίνει σε μια μελλοντική κοινωνία αλλά με βάση το κριτήριο του κάθε καπιταλιστή.

Κρίσεις

Το μόνο κριτήριο είναι πόσο εκτιμάει ο κάθε καπιταλιστής ότι αυτός ο κλάδος έχει μέλλον για να τρέξει να μπει και να χωθεί επικεφαλής όλων των καπιταλιστών προκειμένου να πάρει το μεγαλύτερο μερίδιο κέρδους. Αυτή η διαδικασία μας πάει στο επόμενο ερώτημα, πως δημιουργούνται οι κρίσεις;

 Η πρώτη απάντηση είναι επειδή όλα αυτά γίνονται τυφλά με ατομικό κριτήριο της επιχείρησης: τυφλά μαντεύουν τον καλύτερο κλάδο επενδύσεων. Δεν λογοδοτεί σε κανένα κριτήριο για το τι χρειάζεται ο κόσμος, λογοδοτεί στο κριτήριο που θα υπάρχουν μεγαλύτερα κέρδη. Άπαξ και ένας καπιταλιστής ανοίξει αυτό τον δρόμο δεν υπάρχει κανένας να σταματήσει όλους τους άλλους καπιταλιστές να πάνε στην ίδια επένδυση έτσι μέσα από αυτή την διαδικασία ένας κλάδος αιχμής γίνεται ο πιο συνηθισμένος χώρος επενδύσεων και άρα έχει μειωμένο μερίδιο.

Ο Μαρξ μπαίνει στο να καθορίσει με επιστημονικούς όρους αυτή την διαδικασία μιλώντας για την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Ο Μαρξ ορίζει το ποσοστό κέρδους σαν ένα κλάσμα που στον αριθμητή έχει την υπεραξία και στον παρανομαστή έχει το σύνολο του κεφάλαιου, σταθερό και μεταβλητό. Σταθερό είναι αυτό που ξόδεψε ο καπιταλιστής για να κάνει την επένδυση και μεταβλητό είναι αυτό που δίνει για να πληρώσει τα μεροκάματα των εργατών. Μέσα από όλη αυτή την διαδικασία, την τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση και το κυνήγι για να ανεβάσει την παραγωγικότητα της εργασίας, ο παρανομαστής του κλάσματος ανεβαίνει γιατί ανεβαίνει το σταθερό κεφάλαιο και με αυτό τον τρόπο αυτό το κλάσμα έχει την τάση να έχει μεγαλύτερο παρανομαστή και να πηγαίνει προς τα κάτω. 

Προφανώς όταν το ποσοστό κέρδους πέφτει, αυτό είναι υποτίμηση του βασικού κριτήριου με το οποίο κινούνται οι καπιταλιστές. Άρα μιλώντας για την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους ο Μαρξ δίνει την εικόνα ότι το ίδιο το σύστημα υπονομεύει το κριτήριο με το οποίο αναπτύσσεται. Αυτό είναι πολύτιμο στοιχείο για να εξηγήσουμε γιατί φτάνουμε σε κρίσεις. 

Το ότι φτάνουμε σε κρίσεις είναι η ιστορία του καπιταλισμού από την γέννηση του μέχρι σήμερα, με πιο μικρές κρίσεις στην αρχική του φάση. Όταν σταματάνε τις επενδύσεις διότι το ποσοστό κέρδους έχει πέσει τόσο χαμηλά που δεν τους συμφέρει να κάνουν την επένδυση,  το σταμάτημα των επενδύσεων δεν έχει επιπτώσεις μόνο στη βαριά βιομηχανία αλλά και συνολικότερα στην οικονομία. Δεν αγοράζουν μηχανήματα, απολύουν εργάτες, πέφτει η κατανάλωση. Η κρίση από την βαριά βιομηχανία περνάει στην ελαφριά βιομηχανία και στα καταναλωτικά αγαθά και από εκεί και πέρα εξαπλώνεται σε όλα τα κομμάτια της οικονομίας μέχρι να χρεωκοπήσουν αρκετά κομμάτια της οικονομίας ώστε να φύγουν από την μέση οι ανταγωνιστές και να αρχίσει νέος κύκλος επενδύσεων. Αυτή ήταν η διαδικασία με την οποία ο καπιταλισμός περνούσε κρίσεις τον 19ο αιώνα.

Όσο προχωράει κάθε κρίση, μεταφράζεται σε χρεωκοπίες κάποιων επιχειρήσεων και οι επιχειρήσεις που τις διαδέχονται είναι μεγαλύτερες. Υπάρχει συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, αυτή είναι η ορολογία που χρησιμοποιεί ο Μαρξ. Είναι η έννοια που πατήσανε ο Λένιν και οι επαναστάτες για να δώσουνε την εικόνα του καπιταλισμού του 20ου αιώνα, όπου οι κρίσεις πήραν τερατώδεις διαστάσεις.

Υπάρχουν μηχανισμοί που απαλύνουν αυτό το πρόβλημα;  Η ιστορία δείχνει ότι δεν το λύνουν, οι κρίσεις του 19ου αιώνα ήταν σαν να κουρεύει ο καπιταλιστής το γκαζόν -λειτουργούσαν σαν μηχανισμός ανανέωσης ξαναανεβαίνει το ποσοστό του κέρδους, ξαναγίνονται επενδύσεις μέχρι να πάμε στην επόμενη κρίση. Στον 20ο αιώνα οι κρίσεις αποκτάνε διαφορετικό χαρακτήρα, ξέρουμε πολύ καλά τι ήταν η κρίση της δεκαετίας του ‘30, και φτάνουμε στην σύγχρονη εποχή που κοντεύουμε να φτάσουμε είκοσι χρόνια από το κραχ του 2008 που ο καπιταλισμός βρίσκεται σε στασιμότητα.

Ο Μαρξ μας βοηθάει να καταλάβουμε αυτές τι διαδικασίες ανοίγοντας το ζήτημα των τάσεων που πάνε κόντρα στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Υπάρχουν τέτοιοι μηχανισμοί, οι νέες επενδύσεις μεγαλώνουν το επενδυμένο κεφάλαιο και βάζουν πίεση στο ποσοστό κέρδους αλλά ανεβάζουν και την παραγωγικότητα της εργασίας, άρα με μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργατών το κεφάλαιο μπορεί να ξεφύγει από την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Αυτό ισχύει, μόνο που είναι λίγο μαθηματικό. Όταν φτάνουμε στην πραγματικότητα τα πράγματα δυσκολεύουν. 

Πρώτα από όλα υπάρχει ένα όριο μέχρι που μπορεί να εντατικοποιηθεί η εργασία. Προφανώς υπάρχει η κατεύθυνση ότι αντί να βάλει ένας καπιταλιστής τους εργάτες να δουλεύουν 8ωρο θα δουλεύουν 12ωρο. Αν μπορούσαν θα μας έβαζαν να δουλεύουμε συνέχεια. Ο λόγος που δεν το κάνουν είναι ότι οι εργάτες θα πέσουν κάτω, θα πεθάνουν και άμα γίνει αυτό, το κέρδος μηδενίζεται. Πάντοτε στο βάθεμα των κρίσεων οι κινήσεις των καπιταλιστών είναι σε αυτή την κατεύθυνση, η οποία βγάζει κάποια αποτελέσματα, δεν μπορεί να λύσει όμως το συνολικό πρόβλημα γιατί δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο εξαντλητικής εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού.

Χρειάζεται και στην σύγχρονη εποχή να θυμηθούμε τον χαρακτήρα των κρίσεων τον 19ου αιώνα. Η διέξοδος που τελικά ξαναανέβασε το ποσοστό κέρδους ήταν η καταστροφή κεφαλαίων, όχι όλου του κεφαλαίου αλλά του πιο καθυστερημένου. Αυτό στον 20ο αιώνα πήρε την μορφή τεράστιων καταστροφών. Η διέξοδος στην κρίση του ΄30 ήταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος που κατέστρεψε όλη την Ευρώπη και έδωσε την δυνατότητα στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να ξαναξεκινήσει τον καπιταλισμό έχοντας πεδίο δράσης να επενδύσει.

Το κράτος

Αυτό μας φέρνει στο ερώτημα τι ρόλο παίζει το κράτος. Υπάρχουν αντιλήψεις που λένε ότι το κράτος είναι η σωτηρία από τις αντιφάσεις της αγοράς, το κράτος έχει την δυνατότητα να παρεμβαίνει και να έχει σχεδιασμό για να ξεπερνάει τις κρίσεις. Αυτή είναι ψεύτικη εικόνα για τον ρόλο που παίζει το κράτος στην οικονομία. 

Πρώτα από όλα το κράτος δεν είναι ανταγωνιστής της αγοράς -είναι θεμέλιο της αγοράς. Η αγορά δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι κοινωνικό δημιούργημα και το κράτος από την αρχή έπαιξε βασικό ρόλο για να δημιουργηθεί η αγορά. Όταν είχαμε φεουδαρχία δεν υπήρχε ελεύθερη αγορά υπήρχαν φέουδα. Η γαλλική επανάσταση έκανε την Γαλλία ενιαία αγορά, έφτιαξε δρόμους αυτά είναι δημιουργήματα του κράτους. Ο ρόλος αυτός εξελίσσεται με την ανάπτυξη του συστήματος, παραδείγματος χάρη έφτιαξαν σιδηρόδρομους για να διακινούνται τα εμπορεύματα. Υπάρχει εκσυγχρονισμός της κρατικής παρέμβασης στη λειτουργία της αγοράς αλλά και διεύρυνση γιατί η δημιουργία αγορών πέρασε έξω από τα εθνικά σύνορα, ιμπεριαλισμός, επεμβάσεις για το μέχρι που μπορεί να φτάνει η αγορά των μεγάλων ιμπεριαλισμών. Έτσι πρέπει να βλέπουμε τον ρόλο του κράτους στην πορεία του συστήματος, όχι σαν ανταγωνιστικό αλλά σαν συμπληρωματικό. 

Φτάνοντας στην σύγχρονη εποχή αυτή η εξέλιξη παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Μιλώντας προηγουμένως για το τι κάνουν οι καπιταλιστές τα κέρδη ανάμεσα στον ένα και τον άλλο κύκλο επενδύσεων λέγαμε ότι ο καπιταλιστής παλιά τα ακουμπούσε στην τράπεζα, μετά τα έπαιζε στο χρηματιστήριο, πιο μετά βρήκε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα τεραστίων διαστάσεων. Αυτή είναι μια διαδικασία που έδωσε μεγαλύτερο ρόλο στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις γιατί το τζογάρισμα αργά η γρήγορα φτάνει η στιγμή που δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Το πιο προφανές παράδειγμα είναι το «αεροπλανάκι», αυτός που ξεκινάει πρώτος μαζεύει λεφτά γιατί θα μπούνε και άλλοι να ακουμπήσουν τα χρήματα τους και κάποια στιγμή φτάνει στο σημείο χάσατε ότι είχατε βάλει ξεχάστε το. Tα ίδια κάνουν οι τραπεζίτες όταν φτάνουν σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Ποιος τους ξελασπάνει; Το κράτος. Άρα έχουμε διπλή διάσταση του κράτους στον σύγχρονο καπιταλισμό σαν διασώστη των επιχειρήσεων και των τραπεζών και αυτό ζούμε στον 21ο αιώνα, η μορφή των κρίσεων έχει πάει προς τα εκεί και το κράτος παίζει τον ρόλο του διασώστη.

Δεν μπορούμε να σταματήσουμε εκεί. Ο ρόλος του διασώστη είναι αντιφατικός. Δεν έχει άπειρες δυνατότητες να διασώζει το κράτος, υπερχρεώνεται και το ίδιο και φτάνουμε σε κρίσεις χρέους των ίδιων των κρατών. Επίσης, η διάσωση επιχειρήσεων είναι διαδικασία που κρατάει σε ζωή επιχειρήσεις που για να ελευθερωθεί το σύστημα και να ανοίξει νέος κύκλος επενδύσεων «κανονικά» θα έπρεπε να φαλήρουν. Οι κρίσεις του 19ου αιώνα λειτουργούσαν σαν το κούρεμα του γκαζόν, η διάσωση των προβληματικών επιχειρήσεων επιβραδύνει αυτή την διαδικασία. Άρα δεύτερη αντίφαση, όχι μόνο φορτώνεται το κράτος και πρέπει να βρει τρόπους για να μην οδηγηθεί σε κρίση χρέους το ίδιο αλλά πρέπει να βρει και λύσεις συνολικότερα. 

Αυτή η αντίφαση καταλήγει ότι πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι καταστροφής κεφαλαίου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε λύση στο μεγάλο πρόβλημα της κρίσης την δεκαετία του ΄30, στην σύγχρονη εποχή δεν έχουμε φτάσει στο σημείο αυτό, αλλά βλέπουμε τάσεις που πηγαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ανταγωνισμός κάτω από όλες αυτές τις πιέσεις μετατρέπεται σε πολεμικό ανταγωνισμό. 

Το να γυρίσουμε πίσω στον Μαρξ, να χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά τα εργαλεία, είναι το κλειδί για να καταλάβουμε πως το σύστημα και η οικονομία του περνάει όλες αυτές τις διαδικασίες και φτάνει σε αδιέξοδα. Μας χρειάζεται να έχουμε αυτές τις εξηγήσεις και για να απαντάμε στη προπαγάνδα των καπιταλιστών και για να εξοπλίζουμε την εργατική τάξη που μπορεί να δώσει την διέξοδο. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι η λύση ώστε η εργατική τάξη να πάρει τον έλεγχο και να αρχίσει να προγραμματίζει για να φύγουμε από την καταστροφική τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση του κεφάλαιου. 

Το κείμενο είναι βασισμένο στην εισήγηση του Πάνου Γκαργκάνα στη συζήτηση «Ο Μαρξ και το Κεφάλαιο» που πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ 2024 (επιμέλεια: Αλέκος Κοροβέσης)