Το καλοκαίρι του 1944 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ετοίμαζαν το φευγιό τους. Για να εξασφαλίσουν τις οδικές αρτηρίες και τις σιδηροδρομικές γραμμές που θα τους το επέτρεπαν, έπρεπε να συντρίψουν τις μονάδες του ΕΛΑΣ που τις απειλούσαν και μαζί με αυτές όλα τα δίκτυα και τις υποδομές της Ελεύθερης Ελλάδας που τις στήριζαν. Εξ ου και οι «εκκαθαριστικές» λεγόμενες επιχειρήσεις όπως εκείνη με την ονομασία Έχιδνα στην κεντρική Στερεά Ελλάδα. Αυτό που άφηναν στο πέρασμα τους ήταν μια αλυσίδα θανάτου και καταστροφής.
Την ίδια περίοδο οι εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά γίνονταν και αυτές στόχος εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Έχουν μείνει στη συλλογική μνήμη με τη λέξη «μπλόκα». Ο πρώτος στόχος τους ήταν να τρομοκρατήσουν τις γειτονιές και να εξαρθρώσουν τα δίκτυα του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και των συνδικάτων που είχαν πρωταγωνιστήσει στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Ο δευτερεύον στόχος ήταν να «εξασφαλίσουν» χιλιάδες χέρια για τα εφιαλτικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Γερμανία.
Οι ναζί είχαν μια πλούσια «εμπειρία» από τα μπλόκα στη Βαρσοβία και στις άλλες πόλεις της μαρτυρικής Πολωνίας που είχαν κατακτήσει το 1939. Εκεί είχαν το όνομα «λαπάνκα», την πολωνική λέξη για ένα παιχνίδι όπως το «κυνηγητό». Είχαν επίσης εμπειρία από την «ειδική επιχείρηση» του Γενάρη του 1943 όταν απέκλεισαν και πυρπόλησαν την παλιά πόλη της Μασσαλίας που ήταν «φωλιά συμμοριών και αντικοινωνικών στοιχείων» έστειλαν 2 χιλιάδες Εβραίους στα στρατόπεδα θανάτου και εκδίωξαν τριάντα χιλιάδες κατοίκους από τα σπίτια τους.
Το μπλόκο της Μασσαλίας το πραγματοποίησε η γαλλική αστυνομία της δωσιλογικής κυβέρνησης του Βισί με την ενίσχυση των SS. Το ίδιο ακριβώς γινόταν και εδώ. Η δωσιλογική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη (πατέρα του μετέπειτα πρωθυπουργού της ΝΔ) είχε αρχίσει να συγκροτεί από την άνοιξη του 1943 τα Τάγματα Ασφαλείας. Με την έγκριση και υποστήριξη των ναζιστικών αρχών κατοχής τα έριξε μαζί με όλα τα σώματα ασφαλείας στις προσφυγικές και εργατικές γειτονιές.
Όπως αναφέρει ο ιστορικός Ι. Χανδρινός σε ένα παλιότερο άρθρο του στην Εργατική Αλληλεγγύη: «Στο “τεχνικό” μέρος, τα μπλόκα διενεργούνταν βάσει πληροφοριών, που συνέλεγε κυρίως η Ειδική Ασφάλεια με την απαγωγή κατοίκων και την απόσπαση πληροφοριών μετά από βασανιστήρια ή την άντληση πληροφοριών από «ειδικούς συνεργάτες». Η επιχείρηση ξεκινούσε νωρίς το πρωί, ώστε να μην έχουν προλάβει να ξυπνήσουν οι κάτοικοι. Φορτηγά αυτοκίνητα με Γερμανούς στρατιώτες, αλλά κυρίως άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, απέκλειαν την συνοικία σχηματίζοντας μια περίμετρο, ώστε κανείς να μην καταφέρει να διαφύγει από το “μπλόκο”. Μόλις ξημέρωνε, ένας αξιωματικός καλούσε με τηλεβόα όλους τους άνδρες ηλικίας άνω των 14 ή 16 ετών να παρουσιαστούν στην κεντρική πλατεία ή άλλο κεντρικό χώρο της συνοικίας, με την απειλή ότι όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επιτόπου». (Ε.Α 10/09/2014, No 1138).
Το πρώτο μπλόκο έγινε στις 15 Μάρτη του 1944 στην Καλογρέζα της Νέας Ιωνίας. Η γειτονιά δεν επιλέχτηκε τυχαία, ήταν προπύργιο του Εργατικού ΕΑΜ και των απεργιών των λιγνιτωρύχων της περιοχής. Το μπλόκο επέβλεπαν όλα τα μεγάλα κεφάλια: ο Ι. Πλυτζανόπουλος, ο διοικητής των «τσολιάδων» δηλαδή των Ταγμάτων Ασφαλείας, ο Λάμπου της Ειδικής Ασφάλειας, ο στρατηγός Γκίνος, αρχηγός της Χωροφυλακής. Εκεί ήταν κι ο συνταγματάρχης εν αποστρατεία Γ. Μωραΐτης, επισήμως επικεφαλής του ΕΔΕΣ στη Ν. Ιωνία και ανεπισήμως πληροφοριοδότης της Ασφάλειας. Μεταπολεμικά θα γινόταν και δήμαρχος ως επιβράβευση του «εθνικού έργου» του.
Οι «τσολιάδες» του Πλυτζανόπουλου συλλαμβάνανε αγωνιστές με βάση ονομαστικούς καταλόγους που τους είχαν προμηθεύσει οι «συνάδελφοι» της Ειδικής Ασφάλειας και οι χαφιέδες τους. Τους οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα, τους ξυλοφόρτωναν και μετά διάλεγαν ποιους θα δολοφονήσουν σε ένα διπλανό ρέμα. Εκτελέστηκαν 22 ντόπιοι εργάτες και 1 Ιταλός αντιφασίστας. Εξήντα ακόμα στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι.
Στις 6 Ιούλη σειρά είχε το Περιστέρι. Οι ταγματασφαλίτες και τα SS συγκέντρωσαν 5 χιλιάδες κατοίκους, ξεδιάλεξαν 180 και τους έστειλαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και του Γουδιού και μετά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις 7 Αυγούστου οι ταγματασφαλίτες και οι ναζί κυκλώνουν τον Βύρωνα και εκτελούν 12 αγωνιστές, ανάμεσά τους και έναν Ιταλό αντιφασίστα που είχε περάσει στον ΕΛΑΣ μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Εκατοντάδες οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι.
Νωρίς το πρωί της 9ης Αυγούστου του 1944, Γερμανοί στρατιώτες κυκλώνουν τις εργατογειτονιές του Δουργουτιού (ο σημερινός Νέος Κόσμος), το Κατσιπόδι (η σημερινή Δάφνη) και του Φάρου (στην περιοχή της Νέας Σμύρνης).
Το «μπλόκο του Δουργουτιού» ήταν το μεγαλύτερο που έγινε. Ο απολογισμός του: περισσότεροι από 200 εκτελεσμένοι, 2.500 συλληφθέντες, ένα μεγάλο μέρος της συνοικίας που την κατοικούσαν κυρίως Αρμένιοι πρόσφυγες, πυρπολημένο από τους ταγματασφαλίτες που έφτασαν έτοιμοι με σχεδιαγράμματα της συνοικίας για να την κάψουν και ονομαστικούς καταλόγους για τα θύματά τους.
Κοκκινιά
Το πιο γνωστό από τα μπλόκα της κατοχής είναι αυτό της Κοκκινιάς. Η ιστορία του μεταφέρθηκε το 1964 και στον κινηματογράφο από τον Άδωνι Κύρου («Το Μπλόκο»). Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου 3.000 βαριά οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες και ταγματασφαλίτες εισβάλλουν στην Κοκκινιά. Συγκεντρώνουν όλο τον ανδρικό πληθυσμό ηλικίας από 14-60 ετών, 25.000 άντρες συνολικά, στην πλατεία Οσίας Ξένης. Για ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, κουκουλοφόροι ρουφιάνοι διάλεγαν αγωνιστές από το πλήθος και με βασανιστήρια μεταφέρονταν στη μάντρα του παλιού ταπητουργείου της Oriental Carpet όπου κι εκτελούνταν. 74 αγωνιστές εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα στη Μάντρα του Μπλόκου.
Συνολικά 350 αγωνιστές υπολογίζεται ότι έπεσαν νεκροί στην Κοκκινιά από τα πυρά των ναζί. Άλλοι 8.000 από τους συγκεντρωθέντες στην πλατεία της Οσίας Ξένης, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Από κει 1.800 θα καταλήξουν στα κολαστήρια του Άουσβιτς, του Νταχάου, του Μπούχενβαλντ κι αλλού.
Το μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν η συνέχεια της τριήμερης μάχης που είχε δώσει ο ΕΛΑΣ της συνοικίας τον Μάρτη όταν οι ναζί και οι ταγματασφαλίτες έκαναν μια μεγάλη επιδρομή ανάμεσα στ’ άλλα και για αντίποινα για απεργίες στους σιδηροδρόμους, στο εργοστάσιο του Παπαστράτου και άλλων εργοστασίων τη ευρύτερης περιοχής.
Στις 23/24 Ιούλη οι φασίστες έκαναν μια παρόμοια επιχείρηση στην Καλλιθέα-Παλαιά Σφαγεία, όπου συνάντησαν την αντίσταση του ΕΛΑΣ. Στην οδό Μπιζανίου αρ. 10, δέκα νεαροί ΕΛΑΣίτες από το λόχο Χαροκόπου έδωσαν μια πεντάωρη μάχη ενάντια στο «μηχανοκίνητο» του Μπουραντά της Αστυνομίας Πόλεων. Αρνήθηκαν να παραδοθούν και έπεσαν όλοι στη μάχη.
Ένα μήνα μετά, στις 28 Αυγούστου οι ταγματασφαλίτες, οι «μπουραντάδες», με τη συνοδεία των SS απέκλεισαν μια τεράστια περιοχή από τη λεωφόρο Συγγρού και το Κουκάκι μέχρι τις γραμμές του Ηλεκτρικού και την παραλία. Συγκέντρωσαν χιλιάδες στο στάδιο της Καλλιθέας δολοφόνησαν 30. Την ίδια μέρα έκαψαν και την προσφυγογειτονιά των Άνω Παλαιών Σφαγείων, δολοφονώντας ακόμα 16.
Το τελευταίο μπλόκο έγινε στις 29 Σεπτέμβρη, δυο βδομάδες πριν την Απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτώβρη. Στόχος του η συνοικία του Μπαρουτάδικου στο Αιγάλεω. Οι ναζί και οι ταγματασφαλίτες έβαλαν φωτιά στη συνοικία δολοφονώντας περίπου 100 κατοίκους, κάποιοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους.
Τα μπλόκα δεν κατόρθωσαν να εξαρθρώσουν τα οργανωμένα δίκτυα της Αντίστασης και της Αριστεράς. Το κίνημα ήταν πολύ ισχυρό για να λυγίσει από την τρομοκρατία. Όμως, με έναν έμμεσο τρόπο ανέδειξαν τα όρια της πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Το 1943 το εργατικό κίνημα είχε καθορίσει τις εξελίξεις, με κομβικό σταθμό τη Γενική Απεργία του Μάρτη που είχε υποχρεώσει τους ναζί κατακτητές να ανακαλέσουν το μέτρο της επιστράτευσης του ανδρικού πληθυσμού για να δουλέψει όπου διέταζαν οι αρχές κατοχής, από την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανία. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 η απάντηση στα μπλόκα ήταν τα «χτυπήματα» της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ, αλλά όχι η συγκρότηση και ανάπτυξη των μορφών οργάνωσης στους χώρους δουλειάς με την προοπτική να μπει η σφραγίδα του εργατικού κινήματος στην Απελευθέρωση που πλησίαζε.
Η ηγεσία της Αριστεράς επιτάχυνε τους συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές προσδοκώντας ότι μεταπολεμικά θα γινόταν ο ρυθμιστής των εξελίξεων κοινοβουλευτικά και κυβερνητικά. Γι’ αυτό άρχισε να πατάει φρένο στο κίνημα σε όλα τα επίπεδα. Όμως, η δυναμική ενός τόσο ισχυρού και ριζοσπαστικού κινήματος δεν μπορούσε να εξαφανιστεί σε μια στιγμή. Οι ελπίδες του απογειώθηκαν με την απελευθέρωση τον Οκτώβρη και μπήκε σε μια τροχιά σύγκρουσης με τους «απελευθερωτές», τον βρετανικό ιμπεριαλισμό και την άρχουσα τάξη. Η σύγκρουση τελικά ξέσπασε στον Κόκκινο Δεκέμβρη, αλλά και πάλι αντιμετώπισε τον συμβιβασμό της Βάρκιζας.