Αλαίν Ντελόν: «Κλάιν μάιν» ή «Κύριος Κλάιν»;
Είναι αναμφίβολα κατόρθωμα το να πεθαίνεις και ο χαρακτήρας και η πορεία σου να είναι αδύνατον ν’ αποδοθούν με λίγες έως ελάχιστες λέξεις. Να μην μπορείς δηλαδή, να ταξινομηθείς εύκολα, από όλους εκείνους που από υποχρέωση ή ενδιαφέρον, πρέπει κάπως ν’ αποτυπώσουν την προσωπικότητα σου στο χαρτί. Ώστε εξίσου τηλεγραφικά να διαβαστούν-καταναλωθούν από τους αναγνώστες και να συνεχίσει η ζωή απρόσκοπτα να τραβά την ανηφόρα.
Ο Αλαίν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν, γνωστός κυρίως ως Αλαίν Ντελόν, ήταν Γάλλος ηθοποιός και παραγωγός, που με την προσωπική ζωή, το καλλιτεχνικό του έργο και τις πολιτικές επιλογές του, πρόσθεσε το λιθαράκι του στο διαχρονικό αφήγημα ότι στη ζωή δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, αλλά πολύ περισσότερες από 50 αποχρώσεις του γκρι. Διαψεύδοντας τους θιασώτες (ακόμα και τον ίδιο) των «καθαρών και τελικών λύσεων», ο Αλαίν Ντελόν έδειξε με τη ζωή του πως οι φιλόδοξες επιλογές για ευθείες πορείες, είναι στην πραγματικότητα κατασκευασμένες εξ’ ολοκλήρου από καμπύλες.
Ως ηθοποιός δεν δίστασε να επιλέξει ρόλους που τσαλάκωναν την αψεγάδιαστη εικόνα του. Ως επιτομή της ομορφιάς δεν αρκέστηκε να εκμεταλλευτεί προς όφελός του μόνο όσα αυτή μπορούσε να του προσφέρει. Προσπάθησε να κερδίσει πολύ περισσότερα. Με κάθε τρόπο. Μέχρι που τον Οκτώβριο του 1968 έφτασε να κατηγορηθεί ως συνεργός στη δολοφονία του πρώην σωματοφύλακά του Στεφάν Μάρκοβιτς («Υπόθεση Μάρκοβιτς»).
Ξεκινώντας με 5 γκολ απ’ τα αποδυτήρια, ο Ντελόν μόνο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια δεν είχε. Γεννήθηκε το 1935 σ’ ένα πλούσιο προάστιο του Παρισιού. Οι γονείς του, Φαμπιάν και Εντίτ Ντελόν χώρισαν όταν ο Αλαίν ήταν 4 ετών. Και οι δύο ξαναπαντρεύτηκαν. Ως αποτέλεσμα, ο Ντελόν είχε μια ετεροθαλή αδερφή και δύο ετεροθαλείς αδελφούς. Όταν οι γονείς του χώρισαν, τον ξεφορτώθηκαν στέλνοντάς τον να ζήσει με την παραμάνα του. Μετά τον θάνατο των ανάδοχων γονέων, οι γονείς του Ντελόν ανέλαβαν από κοινού την επιμέλειά του, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Φοίτησε σε καθολικό οικοτροφείο, το πρώτο από τα έξι σχολεία από τα οποία θ’ αποβληθεί λόγω απείθαρχης συμπεριφοράς. Τελικά, το εγκατέλειψε οριστικά στα 14 του και εργάστηκε για λίγο στην αλλαντοποιία του πατριού του. Κατατάχθηκε στο Γαλλικό Ναυτικό και τρία χρόνια αργότερα -σε ηλικία 17 ετών- υπηρέτησε ως αλεξιπτωτιστής στη δύναμη των Γάλλων πεζοναυτών στον 1ο Πόλεμο της Ινδοκίνας (1946-1954). Μετά τη θητεία του το 1956, ο Ντελόν εγκαταλείπει το στρατό και επιστρέφει στη Γαλλία για να βρεθεί στην κακόφημη περιοχή της Πλατείας Πιγκάλ στο Παρίσι, «από τη μια ζούγκλα στην άλλη» όπως έλεγε ο ίδιος, δίχως χρήματα, κάνοντας ό,τι δουλειά μπορούσε να βρει: Σερβιτόρος, αχθοφόρος, πορτιέρης, γραμματέας και βοηθός πωλήσεων.
Εκπαίδευση
Χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του σε σχολή υποκριτικής και χωρίς καμιά εκπαίδευση πάνω στην θεωρία και ιστορία του κινηματογράφου, αυτός ήρθε κυριολεκτικά και τον βρήκε το 1957 με την ταινία «Γκοντό ο εκβιαστής» («Quand la femme s'en mele») του Ιβ Αλεγκρέ και στη συνέχεια το 1958 με το «Έγκλημα στην Πλας Πιγκάλ» («Sois belle et tais-toi»), του αδελφού του Μαρκ Αλεγκρέ στην οποία πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Ζαν Πωλ Μπελμοντό.
Μια πορεία στο χώρο που ολοκληρώθηκε το 2008 με την τελευταία του συμμετοχή σε μεγάλου μήκους ταινία «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» («Asterix aux Jeux Olympiques»), όταν και αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, με τον αυτοσαρκαστικό απολογισμό του μπροστά στον καθρέπτη ως Ιούλιος Καίσαρας, αναφωνώντας… χαμηλοφώνως: «Ave… Moi»!
Μια παραγωγικότατη σχέση, καλλιτεχνικά ως ηθοποιός και οικονομικά ως πρωτοπόρος παραγωγός, μιας και ήξερε να εξαργυρώνει τις αρετές του. Το 1963 είναι αυτός που εισήγαγε τη λεγόμενη «Μέθοδο Ντελόν», με την οποία ζήτησε -τότε πρώτη φορά- να πληρωθεί όχι με κάποιο ποσό, αλλά εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα διανομής της ταινίας «Η μεγάλη ληστεία του καζίνο», σε ορισμένες χώρες. Πρακτική που του απέδωσε δεκαπλάσια αμοιβή από εκείνη του πρωταγωνιστή της ταινίας, Ζαν Γκαμπέν. Παραχώρησε την υπογραφή του σε παντός είδους προϊόντα και εξαργύρωσε τη φήμη του -ιδίως στην ασιατική αγορά- όπου επικράτησε αληθινή ψύχωση για την ταινία «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» («Le Samourai») του 1967.
Θαυμαστής του Ντε Γκωλ κι έχοντας πολεμήσει για να μην υπάρξει ανεξάρτητο Βιετνάμ, συμμετείχε ως παραγωγός σε ταινίες που ασκούσαν κριτική στη αποικιοκρατική δράση της Γαλλίας στην Αλγερία: «Ο επαναστάτης του Αλγερίου» («L’ insoumis») του 1964 και στηλίτευαν την «Κυβέρνηση του Βισύ» του στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν το 1940-44. Ενώ αργότερα, θα συνδεθεί φιλικά με τον Ζαν-Μαρί Λε Πεν και με την κόρη του και διάδοχο στο Εθνικό Μέτωπο (Εθνική Συσπείρωση σήμερα), Μαρίν Λε Πεν, υποστηρίζοντας ότι «δεν το ψηφίζει, αλλά το καταλαβαίνει»…
Κανένας σκηνοθέτης του Νέου Κύματος (Nouvelle Vague) του γαλλικού κινηματογράφου δεν θέλησε ποτέ να συνεργαστεί μαζί του, ακόμη κι όταν ήταν στην ακμή της καλλιτεχνικής του καριέρας. Το 1984 ο Ντελόν κατηγόρησε το Φεστιβάλ των Καννών και τον τότε υπουργό Πολιτισμού της κυβέρνησης Μιτεράν, Ζακ Λανγκ, ότι σκόπιμα άφησαν εκτός την ταινία του «Notre Histoire», εξαιτίας των εθνικιστικών του πεποιθήσεων και απόψεων. Παρόλα αυτά, τιμήθηκε το 1995 με τη Χρυσή Άρκτο στο 45ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου για τη συνολική προσφορά του και μόλις το 2019 στο Φεστιβάλ των Καννών, έλαβε τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για τον ίδιο λόγο.
Ο αριστερός Ντόναλντ Σάδερλαντ (που πέθανε στα 88 του χρόνια, στις 20 Ιουνίου), σ’ έναν από τους συγκλονιστικούς του ρόλους, υποδύθηκε τον ψυχοπαθή φασίστα Αττίλα συμβολίζοντας το απόλυτο κακό, στο αριστούργημα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «1900», θέλοντας το 1976 να μιλήσει για τον φασισμό.
Ο «φασίστας» Αλαίν Ντελόν (που πέθανε κι αυτός στα 88 του χρόνια, στις 18 Αυγούστου) πρωταγωνιστώντας στην εμβληματική ταινία «Κύριος Κλάιν» («Monsieur Klein») πάλι το 1976, ως ο διάσημος έμπορος τέχνης Ρομπέρ Κλάιν -Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα και Αλσατός στην καταγωγή- εκμεταλλεύεται τους Γάλλους Εβραίους που πουλάνε τα αξίας υπάρχοντά τους, προκειμένου να διαφύγουν στο εξωτερικό, στηλιτεύει την ανοχή των κοινωνιών στον φασισμό και τη σύλληψη 13.000 Εβραίων το 1942 στο ποδηλατοδρόμιο του Βελ’ ντ’ Ιβ.
Με παραδεκτή την καλλιτεχνική τους δεινότητα, ο παρονομαστής και των δύο κοινός: Υπηρετώντας την τέχνη τους, οι επιλογές τους έχουν αδιαπραγμάτευτη θέση και πολιτικό πρόσημο. Άλλωστε ο Ντελόν δεν δίστασε να συμμετάσχει ως ηθοποιός σε πολλές ταινίες αριστερών και αναρχικών σκηνοθετών και σεναριογράφων. Επιπλέον, καταξιωμένοι κινηματογραφιστές όπως ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, δεν ήταν από εκείνους που θα ρίσκαραν τις δημιουργίες τους για χάρη κάποιου πανέμορφου, αλλά ατάλαντου πρωταγωνιστή.
Μετανάστευση
Στην ταινία του πρώτου «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» («Rocco e i suoi fratelli») του 1960, που πραγματεύεται την εσωτερική μετανάστευση στην Ιταλία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις δυσκολίες ενσωμάτωσης μιας οικογένειας από τον Νότο στον ιταλικό Βορρά, συστήθηκε πρακτικά στο κοινό μ’ έναν συγκινητικό χαρακτήρα στον οποίο εμφύσησε ξεχωριστή ευαισθησία. Ενώ την ίδια χρονιά, υποδύθηκε και τον σκοτεινό Τομ Ρίπλεϊ στην ταινία «Γυμνοί στον ήλιο» («Plein Soleil») του Ρενέ Κλεμάν, βασισμένη στο μυθιστόρημα «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» της Πατρίτσια Χάισμιθ.
Την ίδια ώρα υπήρξε μάτσο, ομοφοβικός, δεξιός -έως ακροδεξιός- υπερασπιστής των αντιμεταναστευτικών πολιτικών («Η Γαλλία δεν μπορεί να γίνει “μουσουλμάνα”»), λάτρης των όπλων και συλλέκτης έργων τέχνης. Δύσκολα επίσης συγχωρείται, το ότι αν και στην πραγματικότητα ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά - ζητώντας μάλιστα να ταφεί δίπλα στα 35 που πέρασαν από τη ζωή του- ως Ραμόν Μερκαντέρ δολοφόνησε τον Λέοντα Τρότσκι στο Κογιοακάν του Μεξικού, στην ομότιτλη ταινία («The Assassination of Trotsky) του 1972, παίζοντας δίπλα στους Ρίτσαρντ Μπάρτον και την αγαπημένη του Ρόμι Σνάιντερ, για την οποία ο Ντελόν έχει δηλώσει ότι «λυπάμαι γιατί δεν παντρεύτηκα αυτή την γυναίκα».
Η Αντζέλικα (Κλαούντια Καρντινάλε) συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία «Ο Γατόπαρδος» («Il Gattopardo») του 1963, δήλωσε για το θάνατό του στο Γαλλικό Πρακτορείο: «Ο χορός τελείωσε. Ο Τανκρέντι πήγε να χορέψει στ’ αστέρια…».
Πάνος Κατσαχνιάς