Δέκα χρόνια πριν στις 13 Σεπτέμβρη του 2014 ο Αλ. Τσίπρας στην ομιλία του στη ΔΕΘ παρουσίαζε αυτό που η Αυγή ονόμαζε «προγραμματικό συμβόλαιο του ΣΥΡΙΖΑ» και έμεινε γνωστό ως το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Ήταν επί της ουσίας το πρόγραμμα που υποσχόταν ότι θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις κέρδιζε τις εκλογές και σχημάτιζε κυβέρνηση.
Το πρόγραμμα υποσχόταν ότι θα αντιμετώπιζε άμεσα την ανθρωπιστική κρίση που είχαν φέρει τα μνημόνια με τους «θεσμούς» (Κομισιόν-ΕΚΤ-ΔΝΤ) με μέτρα που θα εφάρμοζε από την πρώτη μέρα: αύξηση κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειάς τους, δωρεάν ηλεκτρικό ρεύμα σε 300 χιλιάδες νοικοκυριά που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, επαναφορά του αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ και πολλά άλλα.
Η καρδιά του προγράμματος ήταν βέβαια η αντιμετώπιση της κρίσης του δημόσιου χρέους που είχε οδηγήσει στην επιβολή των μνημονίων. Η Ε.Ε έσωζε τις τράπεζες και φόρτωνε τον λογαριασμό στις πλάτες της εργατικής τάξης με αλλεπάλληλα κύματα άγριας λιτότητας και περικοπών που εφάρμοζαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις για να «εξυπηρετείται το χρέος». Ανάμεσα στο 2010 και το 2014 για τοκοχρεολύσια δόθηκαν 174 δις ευρώ όσο και το ΑΕΠ της Ελλάδας τότε. Ο Γεωργιάδης για παράδειγμα ως υπουργός Υγείας της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ –«η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων»– έκλεινε νοσοκομεία και πετσόκοβε τις δαπάνες. Ο Αλ. Τσίπρας δεσμεύτηκε για:
«Τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο. Έγινε για τη Γερμανία το 1953. Να γίνει και για την Ελλάδα το 2014. ‘Ρήτρα ανάπτυξης’ στην αποπληρωμή του υπόλοιπου, έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Περίοδο χάριτος, δηλαδή ‘moratorium’, στην εξυπηρέτησή του, για την άμεση εξοικονόμηση πόρων για την ανάπτυξη».
Η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων και τα ΜΜΕ εξαπέλυσαν μια ολόκληρη επίθεση ενάντια στον «λαϊκισμό» του προγράμματος της Θεσσαλονίκης που υποσχόταν «λεφτόδεντρα» και η «ακατάσχετη παροχολογία» του θα έφερνε τη «χώρα σε περιπέτειες». Στην πραγματικότητα, το Πρόγραμμα «ξεχνούσε» τον βασικό προσανατολισμό που χρειαζόταν για να γίνουν πράξη οι υποσχέσεις- την αντικαπιταλιστική ανατροπή- και γι’ αυτό ήταν πολύ πίσω σε σχέση με τους αγώνες της εργατικής τάξης και τα αιτήματα που είχαν διαμορφώσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε φτάσει να διεκδικεί την κυβέρνηση πατώντας πάνω στο εργατικό κίνημα που είχε συγκρουστεί με τις μνημονιακές επιθέσεις της αστικής τάξης και της Ε.Ε και είχε βυθίσει σε βαθιά κρίση τα κόμματα που διαχειρίζονταν τον ελληνικό καπιταλισμό από τη Μεταπολίτευση, δηλαδή τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ το είχε εγκαταλείψει μαζικά στρεφόμενη προς τ’ αριστερά, κάτι που αποτυπώθηκε στον «εκλογικό σεισμό» των διπλών βουλευτικών εκλογών του 2012. Το κίνημα είχε ανατρέψει την κυβέρνηση του τραπεζίτη Παπαδήμου (με στήριξη ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και ακροδεξιού ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη), είχε σακατέψει την επόμενη «τρικομματική» της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ στερώντας την από το δεκανίκι της ΔΗ.ΜΑΡ.
Κατάληψη
Ο κόσμος που κατέβαινε στις γενικές απεργίες και τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια διατύπωνε το δικό του πρόγραμμα αγώνα και ανατροπής. Το διατύπωνε έμπρακτα. Όταν το καλοκαίρι του 2013 η κυβέρνηση έριξε το «μαύρο» στην ΕΡΤ κλείνοντάς την σε μια νύχτα, η απάντηση ήταν η κατάληψη του Ραδιομέγαρου και η λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με τον έλεγχο των εργαζόμενων και την συμπαράσταση του εργατικού κινήματος.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι θα δικαιώσει αυτούς τους αγώνες. Αλλά για να γίνει αυτό χρειαζόταν «ρεαλισμός» και «υπευθυνότητα» ώστε να γίνει δυνατή η νίκη στις εκλογές. Κι ο «ρεαλισμός» σήμαινε μια ολόκληρη σειρά από υποχωρήσεις που αποτυπώνονταν στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Η «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» δεν θα γίνονταν με μονομερή απόφαση της κυβέρνησης της Αριστεράς αλλά ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» και την πραγματοποίηση μιας διεθνούς διάσκεψης για το χρέος. Το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ» απλά έμπαινε στα αζήτητα. Η συμμετοχή στην ΟΝΕ και το ευρώ ήταν αδιαπραγμάτευτα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και τα «άμεσα μέτρα ανακούφισης» έμπαιναν στην κλίνη του Προκρούστη των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών».
Για την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ τότε, το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης μπορεί μεν να μην ήταν όσο ριζοσπαστικό έπρεπε, αλλά τουλάχιστον εξασφάλιζε τη δυνατότητα ενός κυβερνητικού προγράμματος με «ταξικό πρόσημο» όπως ήταν η διατύπωση που ακουγόταν συχνά εκείνη την εποχή. Στην πραγματικότητα το Πρόγραμμα ήταν το προοίμιο των μεγάλων συμβιβασμών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα την προδοσία του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του Ιούλη του 2015.
Η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς κατέληξε στην «ενδιάμεση συμφωνία» του Φλεβάρη του 2015 με την οποία όλα τα αποθεματικά ταμείων, νοσοκομείων, υπηρεσιών πήγαιναν για την εξυπηρέτηση του χρέους. Άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης που υπέγραψε την συμφωνία είχε ασκήσει κριτική στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης από τα δεξιά: ο Γ. Βαρουφάκης είχε γράψει τον Σεπτέμβρη του 2014 ένα άρθρο που έλεγε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να υποσχεθεί «αίμα και δάκρυα» με «αντάλλαγμα την Αλήθεια και την Αξιοπρέπεια».
Μεταβατικό πρόγραμμα
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέμεναν, αντίθετα, ότι η σύγκρουση με τα μνημόνια είχε ανοίξει μια άλλη προοπτική που είχε στο κέντρο της την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω του Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 2014 διατύπωνε συνοπτικά αυτό το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα:
«Η μονομερής άρνηση πληρωμής των δαπανών εξυπηρέτησης και η διαγραφή του χρέους μπορούν να εξασφαλίσουν τεράστιους πόρους για τις ανάγκες των απλών ανθρώπων, για την αντιστροφή των περικοπών σε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες, στην Παιδεία, στην Υγεία, στα ασφαλιστικά ταμεία.
Να το πούμε διαφορετικά: το πιο μεγάλο, άμεσο και αποτελεσματικό μέτρο ανακούφισης από την ανθρωπιστική κρίση που έσπειρε η καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια είναι η διαγραφή του χρέους και η απαλλαγή από τα τοκοχρεολύσια. Γι’ αυτό χρειάζεται συστηματική αντιμετώπιση όλων των ταξικών εκβιασμών που αντιστέκονται σε αυτή την κίνηση, αρχίζοντας από τα βασικά: ποιος ελέγχει το τραπεζικό σύστημα και το νόμισμα.
Η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την ΕΕ, η κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση για τους τραπεζίτες και η επιβολή εργατικού ελέγχου είναι στοιχειώδη μέτρα απέναντι στις απειλές...».
Το ίδιο άρθρο προειδοποιούσε: «Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν θα έπρεπε να συνδέει τις προοπτικές υλοποίησης ενός προγράμματος “ανακούφισης” της εργατικής τάξης με την ικανότητα της ΕΚΤ να παρέχει διευκολύνσεις για το ελληνικό χρέος. Γιατί, εκτός από τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του για τους συμβιβασμούς, μπορεί να βρεθεί και μπροστά σε νέους σκληρούς εκβιασμούς από τις ‘αγορές’, τους θεσμούς της ΕΕ και τους ντόπιους καπιταλιστές».
Οι εκβιασμοί ήρθαν και μια στρατηγική που στηριζόταν στη «συνέχεια του κράτους» και τον συμβιβασμό με τους «θεσμούς» κατέρρευσε, φτάνοντας να εφαρμόζει ένα νέο μνημόνιο και υποχωρώντας στις πιέσεις της άρχουσας τάξης σε όλα τα ζητήματα: από τον φράκτη του ρατσιστικού αίσχους στον Έβρο μέχρι την στήριξη στο κράτος δολοφόνο του Ισραήλ και από το άνοιγμα των Πανεπιστημίων στην «αγορά» μέχρι την ενίσχυση της αστυνομίας και της καταστολής.
Σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (συνολικά) έχει πάει τόσο δεξιά που δεν μπορεί καν να ψελλίσει κάτι που να θυμίζει έστω εκείνο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι ζήτημα προσώπων αλλά στρατηγικής. Η διαφορά ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δεν ήταν ανάμεσα στους πιο ρεαλιστές που βαδίζανε αργά αλλά σίγουρα και τους πιο ρομαντικούς και ανυπόμονους. Ήταν η διαφορά ανάμεσα σε μια στρατηγική που έβλεπε το κίνημα σαν δεξαμενή ψήφων και σε μια στρατηγική που είχε εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης να επιβάλλει το δίκιο της φτάνοντας μέχρι την ανατροπή.
Γι’ αυτό, η υπενθύμιση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης σήμερα δεν έχει την έννοια της νοσταλγίας για τον «παλιό καλό ΣΥΡΙΖΑ», αλλά αντίθετα έχει την έννοια της κλιμάκωσης πέρα από εκείνα τα όρια που αποδείχθηκαν «αυτογκόλ». Το μίσος για την κυβέρνηση των δολοφόνων της ΝΔ ανοίγει το ερώτημα, να τους γκρεμίσουμε και μετά τι; Η εμπειρία λέει να κλιμακώσουμε τους αγώνες μας και να δυναμώσουμε την Αριστερά που λέει ότι έχουμε τη δύναμη να ανατρέψουμε τον καταστροφικό καπιταλισμό.