Abecedar. Αλφαβητάρι της Μακεδονικής γλώσσας που κυκλοφόρησε το 1925 “εν Αθήναις”.
Τον Φεβρουάριο του 2023 έγιναν μια σειρά δίκες στη Φλώρινα κατά της ίδρυσης «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας», ενός σωματείου που σκοπό έχει τη διατήρηση και διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα. Των δικών προηγήθηκε ανακοπή εκ μέρους της εισαγγελέως κατά της ίδρυσης του σωματείου καθώς και μια σειρά τριτανακοπές που κατέθεσαν συγχρόνως και συντονισμένα μια σειρά από ιδιώτες ή και οργανώσεις με σαφές εθνικιστικό ή/και ακροδεξιό ιστορικό με απολύτως έωλη επιχειρηματολογία, που ξεκινούσε από την προσωπική «προσβολή» και κατέληγε σε απίθανα συνωμοσιολογικά και κινδυνολογικά σενάρια. Σε δυο από αυτές τις δίκες παραβρέθηκα ως μάρτυρας υπεράσπισης του σωματείου.
Οι πρωτόδικες αποφάσεις που τελικά εκδόθηκαν από την πρωτοδίκη Ελένη Τσιμέρογλου (Απόφαση 41 μετά από την ανακοπή της εισαγγελέως και μια τριτανακοπή και απόφαση 42/2023 μετά από τριτανακοπή) το όνομα της οποίας αξίζει να μνημονεύεται ως μιας γενναίας, σοβαρής και βαθιά δημοκρατικής δικαστικού θεωρούσαν τις παρεμβάσεις λόγω και ουσία αβάσιμες και τις απέρριπταν με σοβαρότατη επιχειρηματολογία: Η δικαστής επικαλούνταν τη Σύμβαση της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ειδικότερα την προβλεπόμενη από αυτή ελευθερία του συνέρχεσθαι, τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που απορρίπτει προληπτικά μέτρα βάσει υπονοιών και υποθέσεων, καθώς και το Σύνταγμα και τον Αστικό Κώδικα που δεν προβλέπουν προληπτικό έλεγχο σκοπιμότητας σε σωματεία και συλλόγους.
Επιπλέον στη μια απόφαση τονίζεται πως «η άρνηση εγγραφής σωματείου, με την αιτιολογία να δοθεί τέλος στην εικαζόμενη πρόθεση των ιδρυτών του να διαδώσουν την ιδέα ότι υφίσταται μία εθνική μειονότητα και ότι τα δικαιώματα των μελών της δεν τυγχάνουν πλήρους σεβασμού, δεν κρίνεται αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο, καθόσον, ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι η ανωτέρω εικαζόμενη πρόθεση είναι πραγματικός σκοπός του σωματείου, τούτο δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με ορισμένη απειλή προς μία δημοκρατική κοινωνία».
Όποιος έχει από κοντά παρακολουθήσει τον παραλογισμό και τον εθνικιστικό παροξυσμό σχετικά με τη μακεδονική γλώσσα και τον μακεδονικό λαό, που επί δεκαετίες περιορίζει την ελευθερία του λόγου, πληγώνει τη δημοκρατία και αναδεικνύει ό,τι πιο επαίσχυντο έχει να επιδείξει η πολιτική «κουλτούρα» της χώρας μας, καιροσκόπους καριερίστες που αμφισβητούν και ζητούν να καταπατώνται θεμελιώδη δικαιώματα συμπολιτών τους, όπως το να ονομάζουν και να καλλιεργούν τη γλώσσα τους, αντιλαμβάνεται το ιστορικό μεγαλείο αυτής της απόφασης που έδειξε να πηγαίνει τη χώρα ολόκληρη ένα βήμα μπροστά.
«Σε μία δημοκρατική, εξάλλου, κοινωνία, όπως είναι και η ελληνική, όπου ισχύουν, μεταξύ άλλων, οι προαπαιτούμενες αρχές της πολυφωνίας, του πλουραλισμού και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, καθίσταται εύλογη η πρόκληση αντιδράσεων, αντιπαραθέσεων, διαφωνιών, ακόμη και δυσμενών συναισθημάτων, έναντι σε ‘μη αρεστές’ ιδέες, απόψεις ή δράσεις, ενώ δεν αποδείχθηκε, εν προκειμένω, ο διατεινόμενος κίνδυνος περί διχασμού, εχθρότητας και έντονων ερίδων μεταξύ των Ελλήνων πολιτών, διαβιούντων εντός και εκτός της έδρας του καθ’ ου σωματείου (ήτοι της πόλεως της Φλώρινας», γράφει η μοναδική δικαστής, απορρίπτοντας τις τριτανακοπές.
Ντροπιαστική απόφαση
Ενάμιση χρόνο αργότερα και ύστερα από τις εφέσεις των θιγόμενων εθνικώς υπερήφανων «μακεδονομάχων», εκδίδεται από το Εφετείο Κοζάνης μια ντροπιαστική για τη δημοκρατία απόφαση στην παράδοση του κινδυνολογικού ελληνο-μακεδονισμού που ταλανίζει τη χώρα μας τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια και που πιστέψαμε ότι τον είχαμε στείλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας με τη συνθήκη των Πρεσπών.
Η εφέτης Κοζάνης, χρησιμοποιώντας μια ψευδο-γλωσσολογική επιχειρηματολογία για «ένα παραμεθόριο γλωσσικό ιδίωμα («Λίγκουα Φράγκα» αναγράφεται! – sic!—)» που «είχε ως βάση μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο, όπως αποδείχτηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες και στον κορμό αυτό προστέθηκαν ένα πλήθος από ελληνικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές λέξεις» και υποστηρίζοντας πως «ουδέποτε στην ελληνική επικράτεια υπήρξε ως ομιλούμενη γλώσσα η ‘μακεδονική γλώσσα’ (…) ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση και καλλιέργεια αυτής», αλλά και άλλα κινδυνολογικά, προληπτικού χαρακτήρα επιχειρήματα, ακυρώνει την έγκριση ίδρυσης του σωματείου.
Τι ενοχλεί στην τελευταία αυτή απόφαση; Η χρήση της αντιεπιστημονικής θέσης περί άξιων και μη άξιων γλωσσών, η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ετοιμοθάνατα «ιδιώματα» (ο γλωσσολογικός αυτός όρος είθισται να χρησιμοποιείται υποτιμητικά μόνο στην Ελλάδα), η εξωφρενική αναφορά σε ξένες λέξεις (αν γινόταν αυτό για τα νέα ελληνικά, θα τα είχαμε σβήσει από τον χάρτη των γλωσσών με τόσα πολλά δάνεια από τόσες και τόσες γλώσσες), η συνέχιση του ψέματος πως στην χώρα μας δεν μιλήθηκε ποτέ η μακεδονική, η κινδυνολογία, η παρείσφρηση των δικαστηρίων σε επιστημονικά θέματα που δεν μπορεί να αποφασίζονται σε αυτά, μιας και οδηγούν τη χώρα σε λογοκριτικές πρακτικές, η ντε φάκτο απαγόρευση του αυτοπροσδιορισμού, όλα αυτά μας πάνε πίσω, σε πολύ σκοτεινές εποχές. Στο πολύ διαφωτιστικό άρθρο του για την απόφαση της εφέτου στην Εφ.Συν. ο πάντα καίριος Τάσος Κωστόπουλος εντοπίζει την πηγή παρόμοιων επιχειρημάτων: «Δημήτριος Ευαγγελίδης, στέλεχος της ‘4ης Αυγούστου’ του Πλεύρη επί χούντας και φασιστικού ΕΝΕΚ στη μεταπολίτευση». (ΕφΣυν 4.9.24- Τ. Κωστόπουλος: «Απαγορευμένη ξανά η μακεδονική γλώσσα;»)
Ποια νομική κουλτούρα κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά; Κατά τη γνώμη μου καμία. Είμαι πεπεισμένη πως η απόφαση αυτή «θα καταπέσει» στον Άρειο Πάγο ή το αργότερο στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Η χώρα όμως, για άλλη μια φορά θα εκτεθεί ως ένα σκοταδιστικό, υπερεθνικιστικό «πεδίον δόξης λαμπρόν» των πάσης φύσεως φανατικών «εθνικώς υπερήφανων» καιροσκόπων.
Ένα με παρηγορεί: Υπάρχουν άνθρωποι σαν την Ελένη Τσιμέρογλου που θα σώσουν την τιμή της Ελλάδας για να μην γινόμαστε συνεχώς περίγελως όλης της Ευρώπης. Ο αγώνας για τη δημοκρατία στη χώρα μας συνεχίζεται λοιπόν, και θα τον δίνουμε εσαεί.