Παράνομες και απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, εργοδοτική εκμετάλλευση και επιθέσεις με την κάλυψη των αρχών, συναντούν πρόσφυγες και μετανάστες όταν δεν δολοφονούνται εν ψυχρώ μέσα στα αστυνομικά τμήματα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Y. Benazzouz, μαροκινής καταγωγής, που ξεκίνησε απεργία πείνας στο ΠΡΟΚΕΚΑ Αμυγδαλέζας ως διαμαρτυρία για την κράτησή του, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί εξέταση ακύρωσης απορριπτικής απόφασης αίτησης ασύλου. Ο ίδιος με δύο ανακοινώσεις-καταπέλτη μιλά για την απειλή της απέλασης που αντιμετωπίζει και για τις άθλιες συνθήκες ζωής στο στρατόπεδο.
Ο δικηγόρος του, Αστέριος Καναβός, τονίζει πως «δεν υφίστανται λόγοι που να δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησής του» και εξηγεί ότι πρόκειται για «ευάλωτο άτομο», «θύμα σοβαρών μορφών σωματικής και ψυχολογικής βίας στη χώρα καταγωγής του», που «καθ’ όλη τη διάρκεια της 4 ετούς διαμονής του στην Ελλάδα, μέχρι και την ημέρα της σύλληψής του, εργαζόταν αδιαλείπτως, είχε εγγραφεί στο 5ο Εσπερινό ΕΠΑΛ Αθηνών προκειμένου να μάθει την ελληνική γλώσσα και να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία και εν γένει είχε τη διάθεση να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να κατορθώσει να “νομιμοποιήσει” τη διαμονή του στη χώρα».
Η καταγγελία του Πακιστανού εργάτη Ουμέρ στην ΚΕΕΡΦΑ για τις επιθέσεις που δέχτηκε από ρατσιστές εργοδότες ταβέρνας στη Σύμη, αναδεικνύει την άλλη πλευρά. Ο μετανάστης, ο οποίος εξαναγκαζόταν σε εργασία 16 έως 18 ωρών την ημέρα, «από 8πμ έως 1-2 μετά τα μεσάνυχτα» όπως είπε, χτυπήθηκε τρεις φορές από τα αφεντικά του από τον περασμένο Μάη, όταν διαμαρτυρήθηκε και δήλωσε πως ήθελε να φύγει.
Παρέμεινε στη δουλειά υπό καθεστώς φόβου, με τα αφεντικά να έχουν κρατήσει τα χαρτιά και το κινητό του και με απειλές του τύπου: «Εγώ είμαι με τη Χρυσή Αυγή. Και στην Αθήνα να πας θα σε βρούνε οι δικοί μου. Όλους τους μπάσταρδους πούστηδες Πακιστανούς θα σας σφάξουμε». «Με βοήθησε ένας φίλος να ξεφύγω, με τον οποίο πήγαμε μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα για να κάνω μήνυση. Ενώ ήμουν χτυπημένος οι αστυνομικοί με έδιωξαν, δεν με άφησαν να κάνω μήνυση. Μου είπαν απλά “Φύγε”», περιέγραψε ο μετανάστης εργάτης.