Διεθνή
ΗΠΑ: Η εργατική τάξη στο προσκήνιο

1/10, Απεργοί λιμενεργάτες στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Φωτό: Jose Luis Gonzales

Δυο μεγάλες απεργίες, η μία ακόμη σε εξέλιξη, έδειξαν τη δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης στις ΗΠΑ. Οι λιμενεργάτες στην Ανατολική Ακτή βγήκαν σε απεργία την περασμένη βδομάδα που κράτησε τρεις μέρες και κέρδισαν αυξήσεις 62% με μια καινούργια εξαετή σύμβαση. Το ωρομίσθιο μέχρι σήμερα ήταν 39 δολάρια και θα φτάσει τα 63 δολάρια. Η αρχική προσφορά της εταιρείας ήταν 50% αύξηση και το αίτημα του συνδικάτου ήταν 77%. Όμως, οι λόγοι που οδήγησαν τους 50 χιλιάδες λιμενεργάτες στην απεργία είναι πολλοί περισσότεροι και η δέσμευση για σταμάτημα της απεργίας πηγαίνει μέχρι τις 15 Γενάρη του 2025, με τις διαπραγματεύσεις να συνεχίζονται.

Στην απεργία συμμετείχαν οι εργάτες και οι εργάτριες του Ατλαντικού και του Κόλπου του Μεξικού, από τη Βοστόνη ως το Χιούστον. Ήταν η πρώτη φορά που το συνδικάτο τους (ILA) βγήκε σε απεργία από το 1977. Τα κέρδη των εταιρειών που διαχειρίζονται τα λιμάνια έχουν εκτοξευθεί, από την πανδημία μέχρι σήμερα. Ο πρόεδρος του ILA λέει πως “οι ιδιοκτήτες πλούτισαν στη διάρκεια της Covid, την ώρα που ο περισσότερος κόσμος ήταν στα σπίτια του αλλά οι δικοί μας άνθρωποι πήγαιναν στη δουλειά κάθε μέρα. Εμείς δημιουργούμε τα λεφτά τους και αυτοί δεν θέλουν να τα μοιραστούν μαζί μας.

Ένα από τα βασικά ζητήματα, εκτός από τους μισθούς, είναι η πίεση των εταιρειών για περισσότερα αυτόματα συστήματα στα λιμάνια. Η δουλειά των λιμενεργατών είναι να φορτώνουν, να ξεφορτώνουν, να καταγράφουν την πορεία των εμπορευμάτων και να συντηρούν τα μηχανήματα. Οι εταιρείες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν περισσότερους γερανούς και ηλεκτρονικά συστήματα για την παρακολούθηση. Παραπονιούνται ότι τα αμερικάνικα λιμάνια είναι πολύ πίσω τεχνολογικά σε σχέση με άλλες χώρες οι οποίες προσφέρουν φθηνότερες υπηρεσίες. Στις ΗΠΑ παραμένουν μάλιστα σε ισχύ κατακτήσεις των συνδικάτων από τη δεκαετία του ‘60 που επιβάλλουν ετήσια πληρωμή στους εργαζόμενους για τις απώλειες που φέρνει η τεχνολογική αλλαγή.

Η απεργία κράτησε μόνο τρεις μέρες και είχε σαν αποτέλεσμα τις μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς. Αλλά κανείς δεν έκρυβε πως το μεγάλο ερώτημα για την αμερικάνικη οικονομία ήταν τι θα συνέβαινε αν η απεργία κρατούσε κι άλλο; Οι εταιρείες ήξεραν εδώ και κάποιες βδομάδες ότι θα γινόταν απεργία γι’ αυτό και είχαν προετοιμαστεί ξεφορτώνοντας έξτρα κοντέινερ. Αλλά, αν η απεργία κρατούσε μόνο λίγο παραπάνω, οι επιπτώσεις στα φρούτα και τα λαχανικά θα γίνονταν μαζικά αντιληπτές. Όμως, αν η απεργία κρατούσε πάνω από μια βδομάδα, οι επιπτώσεις δεν θα ήταν μόνο στα τρόφιμα και στην κατανάλωση, αλλά και σε ολόκληρους τομείς της οικονομίας, με εργοστάσια να σταματάνε την παραγωγή λόγω έλλειψης εξαρτημάτων.

Αυτός ήταν ο λόγος που οι ενώσεις των καπιταλιστών ξεκίνησαν αμέσως τις πιέσεις στον Μπάιντεν να απαγορεύσει την απεργία και να επιστρατεύσει τους λιμενεργάτες. Το Εμπορικό Επιμελητήριο του ζήτησε να εφαρμόσει τον νόμο Ταφτ-Χάρτλι του 1947 που επιτρέπει την αναγκαστική επιστροφή σε διαπραγματεύσεις για 80 μέρες. Ο Μπάιντεν ωστόσο απάντησε ότι δεν θα τον εφαρμόσει γιατί “δεν πιστεύει στον Ταφτ-Χάρτλι”.

Στο μεταξύ, συνεχίζεται η απεργία στην Μπόινγκ, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών στον κόσμο. Από τις 13 Σεπτέμβρη έχουν βγει σε απεργία πάνω από 30 χιλιάδες μηχανικοί στα εργοστάσια της εταιρείας απαιτώντας μεγάλες αυξήσεις. Το συνδικάτο τους είχε προχωρήσει σε συμφωνία με τα αφεντικά, αλλά η βάση απέρριψε τη συμφωνία και ψήφισε κατά 96% υπέρ της απεργίας. Ακριβώς στο ξεκίνημα της απεργίας, έγινε γνωστό ότι το καινούργιο αφεντικό της εταιρείας (από τον Αύγουστο), Κέλι Όρτμπεργκ, αγόρασε μια καινούργια βίλα 4,1 εκατομμυρίων δολαρίων στο Σιατλ. Όταν ανέλαβε τη διοίκηση της εταιρείας είχε κυκλοφορήσει προς τους δημοσιογράφους ότι θα πήγαινε να μείνει στο Σιάτλ… για να είναι κοντά στους εργαζόμενους. Το μεγαλύτερο μέρος των απεργών δουλεύει στα δύο κέντρα παραγωγής της Μπόινγκ στην ευρύτερη περιοχή του Σιάτλ.

Η Έθελ Ντόμινικ, εργάτρια στην Μπόινγκ σχολιάζει: “Ξέρουμε ότι έχουν τα λεφτά. Αν μπορούν να πληρώνουν έτσι τον CEO, μπορούν να μας πληρώσουν κι εμάς. Ξέρετε, δεν ζητάμε και τόσα πολλά. Χαιρόμαστε που μπόρεσε κι αγόρασε την καινούργια του έπαυλη, που μερικοί από εμάς δεν μπορούμε να το κάνουμε. Κάποιοι από μας τα βγάζουμε πέρα με το μισθό μας μέχρι το το τέλος του μήνα”.

Οι απεργοί απαιτούν 40% αύξηση για να ισοφαρίσουν τα χρόνια που οι αυξήσεις ήταν στην πραγματικότητα μειώσεις λόγω του πληθωρισμού. Ζητάνε επίσης ασφάλιση υγείας και αποκατάσταση του ασφαλιστικού τους ταμείου. Η εταιρεία τούς ζητάει θυσίες γιατί βρίσκεται εν μέσω προβλημάτων, όχι γιατί δεν έχει κέρδη, αλλά γιατί πιέζεται από τον διεθνή ανταγωνισμό.

Ένας νεαρός εργαζόμενος στην απεργιακή φρουρά λέει: “Οι εργαζόμενοι στα McDonalds βγάζουν περισσότερα. Στα σουπερμάρκετ Aldi περισσότερα. Το νοίκι στο Σιάτλ είναι περίπου 3.000 - 4.000 δολάρια το μήνα για μια οικογένεια. Δεν ξέρω κανέναν που έχει να ζήσει εδώ στην περιοχή. Εμείς σίγουρα δεν μπορούμε. Καινούργιοι και παλιοί, συνταξιούχοι και εργαζόμενοι, είμαστε ενωμένοι για έναν κοινό σκοπό και αυτός είναι ποιότητα ζωής για εμάς και τις οικογένειές μας”.