Ιστορία
80 χρόνια: Αντίσταση, η χαμένη επανάσταση

Τις πρωινές ώρες της 12 Οκτώβρη στους δρόμους της Αθήνας τοιχοκολλήθηκε μια διαταγή με την υπογραφή του Π. Σπηλιωτόπουλου, που είχε ορίσει στρατιωτικό διοικητή Αττικής η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με πρωθυπουργό τον Παπανδρέου στα μέσα Αυγούστου. Ανέφερε αυστηρά και τσεκουράτα:

«Απαγορεύω κάθε κίνησιν πεζών και τροχοφόρων άνευ αδείας. Οι μη συμμορφούμενοι θα φυλακίζονται αμέσως. Επιτρέπεται η κίνησις μόνο είς τους εφοδιασμένους δ’ ειδικής αδείας της αστυνομίας, θεωρημένη υπό της στρατιωτικής διοικήσεως ως και στους υπηρετούντας εις την παθητικήν αεράμυναν. Απαγορεύω πάσαν συγκέντρωσιν και απόπειρα διαδηλώσεων. Η διάλυσις θα γίνει διά των όπλων».

Ο Σπηλιωτόπουλος είχε κάνει το παν να κινητοποιήσει τις «εθνικές οργανώσεις» ώστε να αποτελέσουν ένα αντίπαλο δέος στην ισχύ του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα. Ο ίδιος ήταν υπαρχηγός της οργάνωσης Ρ.Α.Ν. Τα αρχικά της σήμαιναν Ρωμυλία (στη Βουλγαρία) Αυλώνα (στην Αλβανία) Νήσοι – δηλαδή οι επεκτατικές βλέψεις της «εθνικοφροσύνης». Την άνοιξη του ’43 η ΡΑΝ συγχώνευσε τις «μαχητικές ομάδες» της με τη Χ του Γρίβα. Τα μέλη τους κυκλοφορούσαν οπλισμένα και εφοδιασμένα με ταυτότητες της Ειδικής Ασφάλειας, δηλαδή της υπηρεσίας που υπαγόταν κατευθείαν στη ναζιστική Γκεστάπο. 

Ο αρχηγός της ομάδας, ο στρατηγός Βεντήρης ήταν πλέον αρχηγός ΓΕΣ του στρατού της Μέσης Ανατολής που είχε εκκαθαριστεί από τους αριστερούς φαντάρους μετά το κίνημα του Απρίλη. Στα αρχεία του διασώζεται μια «εισηγητική έκθεσις» για τις «μαχητικάς ομάδας» που συγκροτούνταν. Το κείμενο, σε μια επίδειξη απέραντου κυνισμού, ουσιαστικά προτείνει την στρατολόγηση πεινασμένων μισθοφόρων. Τα μέλη αυτών των ομάδων έπρεπε να είναι «μη οικονομικά ανεξάρτητοι», που κατατάσσονταν σε αυτές «λόγω της μικράς διανοητικής ικανότητάς των» και της «εμπράκτου θεραπείας ορισμένων αναγκών τους».

Παρόλες τις προσπάθειες κινητοποίησης του «εθνικόφρονος κόσμου» -και τις αλλεπάλληλες αποστολές οπλισμού απ’ τους Άγγλους- οι συσχετισμοί ήταν σαφείς. Στην πρωτεύουσα, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, κυριαρχούσε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Αυτό έγινε φανερό ακόμα και στην γιγάντια συγκέντρωση στο Σύνταγμα στην οποία μίλησε ο Γ. Παπανδρέου έξι μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός Εφοδιασμού τότε, έγραφε έντρομος:

«Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικόν άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η ‘Λαοκρατία’. Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικαί οργανώσεις ηδυνήθησαν να καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Γύρω γύρω μόνον, όπου είχον μαζευτεί όσοι δεν ενθουσιάζοντο ανά τετράδας, ηκούετο η φωνή ‘Μεγάλη Ελλάς’!».

Ηταν η συγκέντρωση στην οποία ο Παπανδρέου αφού κατήγγειλε την «ιθύνουσαν τάξιν» για τη στάση της στην Κατοχή είπε και το περίφημο «Θα ομιλήσωμεν και διά την Λαοκρατίαν!». 

Τίποτα δεν εμπόδιζε τον ΕΛΑΣ της Αθήνας και το ΕΑΜ συνολικά να πάρουν την εξουσία στην πρωτεύουσα ανάμεσα στις 12 Οκτώβρη -τη μέρα που έφυγε και το τελευταίο γερμανικό απόσπασμα- και στις 18 Οκτώβρη, τη μέρα που ήρθε στην Αθήνα ο Γ. Παπανδρέου με την κυβέρνησή του. Τίποτα, πέρα από τις στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας της Αριστεράς.

Αυτές οι επιλογές γίνονταν όλο και πιο σαφείς όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση. Η είσοδος στην κυβέρνηση των αστικών κομμάτων που είχαν στήσει οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές στη Μέση Ανατολή ήταν ένα βήμα σε μια μακρά σειρά συμβιβασμών. Η αρχική απόφαση για την συγκρότηση μιας κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» περιλαμβανόταν στη Συμφωνία του Λιβάνου τον Μάη του 1944. Η ηγεσία του κινήματος είχε στείλει εκεί την αντιπροσωπεία της επιμένοντας «τουλάχιστον 50% των υπουργείων» για να καταλήξει σε έξι, και στο αίσχος της αποκήρυξης του κινήματος των φαντάρων και των ναυτών της Μέσης Ανατολής. Στα τέλη Αυγούστου πήρε πίσω και τον τελευταίο όρο της, να μην είναι πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου.

Η συνέχεια ήρθε στις 26 Σεπτέμβρη με την Συμφωνία της Καζέρτας (απ’ την ιταλική πόλη όπου υπογράφτηκε). Με βάση την συμφωνία, όλες οι ένοπλες δυνάμεις και οργανώσεις στην Ελλάδα περνούσαν στην δικαιοδοσία της κυβέρνησης, που με την σειρά της έβαζε ένα Άγγλο στρατηγό, τον Ρέτζιναλντ Σκόμπι, επικεφαλής τους, με τον τίτλο του «Στρατηγού διοικούντος τας εν τη Ελλάδι δυνάμεις».

Στις επιχειρησιακές διαταγές που εκδόθηκαν ως συμπλήρωμά της, καθορίστηκαν τα όρια δράσης της κάθε αντάρτικης οργάνωσης, δηλαδή του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ του Ζέρβα. Ο Ζέρβας κρατούσε τις περιοχές της Ηπείρου που έλεγχε. Αλλά ο ΕΛΑΣ έχανε τον έλεγχο κάθε δραστηριότητας στην Αττική: εκεί διοριζόταν στρατιωτικός διοικητής ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος.

Ο συγγραφέας Γ. Θεοτοκάς κατέγραφε στο ημερολόγιο στις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης τον «κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου» που κυριαρχούσε. Τις ίδιες μέρες ο Λίντον Μακβή, πρεσβευτής των ΗΠΑ, σε απόρρητο τηλεγράφημά του στον Ρούζβελτ επεσήμαινε την «προλεταριοποίηση» της κοινωνίας και τη «μεγέθυνση της ταξικής συνείδησης». 

Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης ήταν μια επανάσταση έστω κι αν η ηγεσία του κινήματος επέμενε ότι ο αγώνας ήταν «όλων των Ελλήνων», εθνικός και όχι ταξικός. Στο υπόβαθρο αυτής της πολιτικής ήταν η θέση ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να πάρει την εξουσία, μια επιλογή που είχε γίνει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όταν εγκατέλειψε την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης. 

Γι’ αυτό τον λόγο η επιδίωξη της ηγεσίας του ΚΚΕ στα χρόνια της Αντίστασης ήταν να γίνει εταίρος σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», δηλαδή συνεργασίας με τα αστικά κόμματα και τους «Μεγάλους Συμμάχους». Αυτό το δρόμο τον βάδιζαν ήδη τα μεγάλα Κομμουνιστικά Κόμματα στην Γαλλία και την Ιταλία. Κι αυτή ήταν η πολιτική που προωθούσε η Ρωσία του Στάλιν που ήθελε να αποφύγει πάση θυσία επαναστατικές «περιπέτειες» οι οποίες θα διατάρασσαν τα παζάρια με την Βρετανία και τις ΗΠΑ. 

Σε μερικές βδομάδες, η ευφορία των πρώτων ημερών, όταν έμοιαζε ότι «όλοι οι Έλληνες»· καπιταλιστές και εργάτες, φτωχοί και πλούσιοι, προσφυγικοί συνοικισμοί και Κολωνάκι, καλωσόριζαν τους «γενναίους Άγγλους συμμάχους μας», και τους «υπουργούς μας» έδωσε τη θέση της σε οργισμένες κινητοποιήσεις που απαιτούσαν «να τιμωρηθούν οι προδότες», οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες που έμπαιναν κάτω από τις φτερούγες των Εγγλέζων ιμπεριαλιστών, και «να ανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια» κόντρα στους εκβιασμούς των καπιταλιστών. 

Στις 2 Νοέμβρη η εφημερίδα Ελευθερία απευθυνόμενη στην ηγεσία του ΚΚΕ έθετε το δίλημμα: «Τι θα γίνει λοιπόν; Το ΚΚΕ θα είναι ταυτοχρόνως Κυβέρνησις και πεζοδρόμιον; Συμπολίτευσις και αντιπολίτευσις;» Η ηγεσία του ΚΚΕ πίστευε ότι με τη συμβιβαστική πολιτική της ίσως και να εξασφάλιζε την πλειοψηφία στις εκλογές που είχε διακηρυχθεί ότι θα γίνονταν κάποια στιγμή. 

Στις 3 του Δεκέμβρη ήρθε η απάντηση από την άλλη μεριά, η σφαγή των διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος από τους αστυνομικούς που άνοιξαν πυρ ύστερα από εντολή του Εβερτ, του επικεφαλής τους. Οι οργανώσεις του Εργατικού ΕΑΜ που κρέμαγαν πανό στα αγγλικά Welcome Our Allies τον Οκτώβρη, τον Δεκέμβρη πολεμούσαν στα οδοφράγματα ενάντια στα αγγλικά τανκς.

Οι συμβιβασμοί της ηγεσίας της Αριστεράς με τους ιμπεριαλιστές και την άρχουσα τάξη έφεραν την ήττα στη μεγάλη αναμέτρηση του Δεκέμβρη του 1944. Τελικά η νικηφόρα επανάσταση χάθηκε.


 

Εκδήλωση για τα 80 χρόνια από την Απελευθέρωση οργανώνει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα την Παρασκευή 11 Οκτώβρη 7μμ στο Πνευματικό Κέντρο «Αντώνης Τρίτσης» του Δήμου της Αθήνας.

Θα μιλήσουν ο Προκόπης Παπαστράτης, ομότιμος καθηγητής Παντείου, ο Μιχάλης Λυμπεράτος, ιστορικός και ο Λέανδρος Μπόλαρης, συγγραφέας του βιβλίου «Αντίσταση, η επανάσταση που χάθηκε».