Οικονομία και πολιτική
Προϋπολογισμός: “Προσχέδιο” νέας λεηλασίας

«Παρά το ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική και θα σας πω δύο στοιχεία που το επιβεβαιώνουν». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την περασμένη εβδομάδα, στον καθιερωμένο κυριακάτικο απολογισμό του, την αναφορά του στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2025 που κατατέθηκε για συζήτηση στη Βουλή. Την ίδια ώρα που ο πρωθυπουργός κόμπαζε για τις επιτυχίες του «κυβερνητικού έργου» το ίδιο το κυβερνητικό έργο «έξυνε τον πάτο του βαρελιού» με στόχο να αρπάξει και την τελευταία δεκάρα που «περισσεύει» στους φτωχούς. Η κυβέρνηση ανακάλυψε αυτές τις μέρες μια ακόμα σημαντική δεξαμενή φορολόγησης – τα πουρμπουάρ των σερβιτόρων και των ντελιβεράδων, που άκουσον  άκουσον  παραμένουν ως τώρα στην πράξη αφορολόγητα. Αν αυτό δεν είναι δείγμα μιας «ανθεκτικής οικονομίας» έ τότε ποιο μπορεί να είναι;

Το προσχέδιο, συνέχισε, ο Μητσοτάκης, έχει «τρεις πολύ σημαντικές θετικές ειδήσεις: «την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, την ταχύτερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ε.Ε και την αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, κάνει ‘καλό στην τσέπη μας’ διότι περιλαμβάνει 12 αυξήσεις αποδοχών και 12 μειώσεις φόρων, νοικοκυρεύει κι άλλο το δημόσιο χρέος, κάνει πιο ισχυρή και ανθεκτική την οικονομία μας, κλείνοντας παράλληλα το επενδυτικό κενό που άφησε στη χώρα μας η κρίση». Το ίδιο το προσχέδιο, όμως, μάλλον άλλα λέει.

Φόροι

Ας αρχίσουμε από τις «12 μειώσεις φόρων».  Αυτό που ξέχασε να μας πει ο Μητσοτάκης είναι ποιους αφορούν αυτές οι μειώσεις και πόσο σημαντικές είναι. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού πάντως όλες οι κατηγορίες φορολογικών εσόδων είναι αυξημένες. Με μια μόνο εξαίρεση: τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ και τους άλλους φόρους ακίνητης περιουσίας που αναμένεται να μειωθούν - οριακά και αυτό μόνο χάρη στις εκπτώσεις που δίνει η κυβέρνηση σε όσους ασφαλίζουν τα ακίνητά τους (σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες εννοείται).

Συνολικά η κυβέρνηση υπολογίζει να εισπράξει περίπου 2,5 δις περισσότερα το 2025 σε σχέση με την τρέχουσα χρονιά από φόρους. Η μερίδα του λέοντος θα έρθει (όπως πάντα) από τους «έμμεσους φόρους», τους φόρους της κατανάλωσης που χτυπάνε κύρια την εργατική τάξη και τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας. Από τα 2,5 δις τα μισά ακριβώς (1.254 εκατομμύρια) θα έρθουν από τον ΦΠΑ. Στην Ευρωζώνη μόνο μια χώρα, η Κροατία, έχει συντελεστή ΦΠΑ μεγαλύτερο από της Ελλάδας (κατά μία ποσοστιαία μονάδα) αλλά φυσικά ο Μητσοτάκης ούτε που διανοήθηκε να τον μειώσει. 

Η αύξηση των εσόδων από τους φόρους αυτούς δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική αύξηση της κατανάλωσης, αλλά στην αύξηση των τιμών των προϊόντων – στην φορολόγηση του πληθωρισμού δηλαδή. Όπως προκύπτει από την επίσημη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύθηκε πριν από ένα περίπου μήνα το 2023 (για τη φετινή χρονιά δεν υπάρχουν ακόμα πλήρη στοιχεία) η κατανάλωση μειώθηκε σε σχέση με το 2022 σε ποσότητα (αλλά αυξήθηκε σε κόστος) για όλες τις κατηγορίες τροφίμων: «ελαιόλαδο, -13,6%, οινοπνευματώδη ποτά -12,7%, Ψάρια, -11,8%, ρύζι, -10,7%, τυρί, -6,1%, κρέας -6,1%, αυγά». Με απλά λόγια οι οικογένειες αναγκάστηκαν να περικόψουν ακόμα και τα έξοδα για φαγητό για να τα βγάλουν πέρα – και παρόλα αυτά πλήρωσαν πολύ περισσότερα για τα βασικά αγαθά και για τους φόρους αυτών των βασικών αγαθών από ότι τις προηγούμενες χρονιές. Αυτή η τάση συνεχίστηκε προφανώς το 2024 και θα συνεχιστεί όπως όλα δείχνουν και το 2025. 

Η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή εσόδων είναι η φορολογία εισοδήματος – των φυσικών προσώπων εννοείται και όχι (προφανώς) των επιχειρήσεων. Το 2025 η κυβέρνηση λογαριάζει να εισπράξει περίπου 15 δις από την φορολογία (κύρια) των μισθών και των συντάξεων,  878 εκατομμύρια περισσότερα από φέτος. Και τα έσοδα από την φορολογία των επιχειρήσεων θα αυξηθούν το 2025 -μην είμαστε άδικοι: κατά 180 εκατομμύρια. Ή για να το μετατρέψουμε σε ποσοστά τα φυσικά πρόσωπα θα πληρώσουν 6% περισσότερους φόρους εισοδήματος το 2025 και οι επιχειρήσεις 2%. 

Ο φιλοκυβερνητικός τύπος υποστηρίζει ότι αυτό το 6% προέρχεται από την αντίστοιχη αύξηση των εισοδημάτων και των συντάξεων, στις «12 αυξήσεις αποδοχών» για τις οποίες κομπάζει ο Μητσοτάκης. Και είναι αλήθεια: μόνο που οι αυξήσεις είναι πολύ χαμηλότερες από την αύξηση της φορολογίας. Τη Δευτέρα που ξεκίνησε η συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή η Καθημερινή (για τους δικούς της λόγους) δημοσίευσε ένα άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η εφορία ροκανίζει τις αυξήσεις των μισθών»: «Από το 2020 έως το 2023», γράφει το άρθρο, «ο μέσος μισθός ενισχύθηκε κατά περίπου 11%. Το ίδιο διάστημα ο φόρος εισοδήματος εκτινάχθηκε κατά 41%». Το κόλπο πίσω από αυτή την αφαίμαξη είναι οι φορολογικές κλίμακες, που παραμένουν αναλλοίωτες (με ασήμαντες διορθώσεις) παρά την έξαρση του πληθωρισμού.  Περιττό να το πει κανείς, ακόμα και χωρίς την φορολογική αφαίμαξη, οι αυξήσεις των μισθών δεν καλύπτουν ούτε τον πληθωρισμό. Η Ελλάδα ήταν φέτος στην προτελευταία θέση στον κατάλογο των ευρωπαϊκών χωρών με τους χαμηλότερους «πραγματικούς» μισθούς (που παίρνουν υπ’ όψη και το κόστος ζωής) – μόνο στη Βουλγαρία είναι η κατάσταση χειρότερη για τους εργάτες και τους φτωχούς. 

Το κύριο χαρακτηριστικό του νέου προϋπολογισμού είναι το «πρωτογενές πλεόνασμα» που σύμφωνα με το προσχέδιο θα φτάσει το 2025 στο 2,5% του ΑΕΠ. Τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα είναι μια από τις βασικές απαιτήσεις των δανειστών που μας έχουν κληροδοτήσει τα μνημόνια. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: το «κλείσιμο του επενδυτικού κενού» στο οποίο αναφέρθηκε ο Μητσοτάκης  και η «ανθεκτικότητα της οικονομίας μας» είναι άμεσα δεμένα με την επίτευξη ισχυρών πρωτογενών πλεονασμάτων. Το 2,5% του προσχεδίου είναι μια υπόσχεση προς τους «επενδυτές» ότι η χώρα μας θα κάνει ότι μπορεί για να εξασφαλίσει ότι οι τόκοι τους θα πληρώνονται στο ακέραιο – ακόμα και τα φιλοδωρήματα θα φορολογήσουμε για να εξασφαλίσουμε ότι το χρέος μας θα εξυπηρετηθεί μέχρι τελευταίας δεκάρας. Και ακόμα και αν χρειαστεί να πετσοκόψουμε ακόμα περισσότερο όλες τις κοινωνικές δαπάνες. Από τα  68,7 δις που προβλέπει η κυβέρνηση να εισπράξει από τους κάθε λογής φόρους τα 9,3 δις θα πάνε στις «τσέπες» των τραπεζιτών για τόκους.  Για να έχει κανείς ένα μέτρο σύγκρισης «οι συνολικές προβλέψεις μεταβιβάσεων προς τα νοσοκομεία, τις Υγειονομικές Περιφέρειες - Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΥΠΕ - ΠΕΔΥ) και την Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υγείας (ΕΚΑΠΥ) ανέρχονται σε 2.873 εκατ. ευρώ (και) προς τους ΟΤΑ σε 3.131 εκατ. ευρώ…»

Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ ψηλά στον κατάλογο των υπερχρεωμένων χωρών. Μόνο τρεις χώρες μας ξεπερνάνε – το Σουδάν, η Ιαπωνία και η Σιγκαπούρη. Με βάση τις εκτιμήσεις του προσχεδίου το δημόσιο χρέος από το 174% του ΑΕΠ φέτος θα πέσει στο 162% στο τέλος του 2025. Η μείωση αυτή οφείλεται, όπως γράφει η ίδια η εισηγητική έκθεση, «στην αύξηση τόσο του ονομαστικού όσο και του πραγματικού ΑΕΠ», δηλαδή στον πληθωρισμό από τη μια και την «ταχεία» ανάπτυξη της οικονομίας από την άλλη.

Παραμύθια

Το προσχέδιο προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και τη νέα χρονιά με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: «Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025 έναντι 0,8% και 1,4%, αντίστοιχα, που εκτιμάται για την Ευρωζώνη, με βάση τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Οι προβλέψεις αυτές, όμως, έχουν από μικρή ως ελάχιστη αξία. 

Η γερμανική οικονομία, η «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, βρίσκεται εδώ και δυο χρόνια σταθερά σε ύφεση. Για το 2025 οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα γίνουν ξανά θετικοί  - αλλά με τα λόγια του ίδιου του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου «η οικονομική ανάπτυξη δεν πρόκειται να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα στο προβλεπόμενο μέλλον». Η Ελλάδα έχει μείνει μέχρι τώρα ανεπηρέαστη από αυτή την καθίζηση της Γερμανίας – αλλά αυτό δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ.

Εξίσου επικίνδυνες για την ελληνική οικονομία είναι και οι προβλέψεις για την πορεία του πληθωρισμού. Τον Σεπτέμβρη ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έπεσε για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2021 κάτω από το «όριο» του 2%. Αλλά τώρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αρχίσει ήδη να φοβάται όχι ότι θα ανέβει πολύ ψηλά αλλά ότι θα πέσει πολύ κάτω. «Ιστορικά», γράφει η εφημερίδα Financial Times, «το πρόβλημα της Ευρωζώνης ήταν μάλλον ο πολύ χαμηλός παρά ο πολύ υψηλός πληθωρισμός». 

Το ίδιο το προσχέδιο αναγνωρίζει από την εισαγωγή τους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει η οικονομία: «Την τελευταία τριετία η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπισε αλλεπάλληλες κρίσεις λόγω αλληλοσυνδεόμενων αναταραχών σε οικονομικό, κλιματικό και γεωπολιτικό επίπεδο». Αλλά ύστερα φροντίζει να τους ξεχάσει. Οι τουρίστες θα συνεχίσουν να πλημμυρίζουν τα ελληνικά νησιά ακόμα και αν φουντώσει ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Οι τιμές των ακινήτων (βασική συνιστώσα της οικονομικής «ανάπτυξης» της Ελλάδας) θα συνεχίσουν να απογειώνονται (μέχρι να σκάσει η φούσκα). Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, σύμφωνα με όλα τα παραμύθια.