Στις 30 Οκτωβρίου έφυγε από τη ζωή μετά από μακρά ασθένεια ο Τζον Ρόουζ, πηγή έμπνευσης για τους επαναστάτες και με εξαιρετική συνεισφορά στον αγώνα για μια ελεύθερη Παλαιστίνη όχι μόνο στην Βρετανία αλλά σε όλον τον κόσμο.
«Ο θάνατός του είναι μια τεράστια και σκληρή απώλεια για την οικογένειά του, τους φίλους του, τους συντρόφους του και όλους όσοι ελπίζουν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο» έγραψε ανάμεσα σε άλλα η εφημερίδα Socialist Worker την οποία ο Ρόουζ υπηρέτησε ως δημοσιογράφος και εκδότης. «Αλλά η ζωή του -και η εξαιρετική συμβολή του στην κατανόηση των εμποδίων για την κατάκτηση ενός τέτοιου κόσμου και του τρόπου υπέρβασής τους- αποτελούν έμπνευση».
Ο Τζον γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια στο Χάροουγκεϊτ. Το 1966 άρχισε να φοιτά στο LSE και έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Συλλόγου του πανεπιστημίου. Λίγο αργότερα, γνώρισε τον Τόνι Κλιφ, τον Εβραίο επαναστάτη και ιδρυτή της Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Τάσης.
Αφού άκουσε τον Κλιφ και τον νοτιοαφρικανό επαναστάτη Ρόνι Κάσριλς να μιλούν σε μια εκδήλωση για τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του Ισραήλ, ο Τζον πήρε ένα βαθύ μάθημα. «Κατά τη διάρκεια αυτών των έξι ημερών έμαθα ότι ο σιωνισμός και ο εβραϊκός ανθρωπισμός ήταν ασύμβατοι. Δεν κοίταξα ποτέ πίσω» θυμόταν αργότερα.
Ο Τζον υπήρξε πρωτοπόρος όσον αφορά την αντιμετώπιση του σιωνισμού και του εβραϊκού ζητήματος. Όπως οι περισσότεροι μεταπολεμικοί Εβραίοι φοιτητές, είχε μεγαλώσει πιστεύοντας ότι το Ισραήλ ήταν ένα απαραίτητο καταφύγιο αν οι Εβραίοι ήθελαν να αποφύγουν ένα νέο Ολοκαύτωμα. Όμως γρήγορα, ακολουθώντας τον Κλιφ, υιοθέτησε την απόρριψη του Σιωνισμού ως φάρμακο για τον αντισημιτισμό. Μετά από συζητήσεις με τον Κλιφ, ο Τζον προσχώρησε στον προκάτοχο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία (SWP), τους Διεθνείς Σοσιαλιστές (IS).
Ο Τζον έπαιξε ηγετικό ρόλο στις μάχες που δόθηκαν στο LSE. Εκεί αγωνίστηκε μαζί με τη Μαρία Στύλλου και τον Γιώργο Παΐζη (που έγιναν ιδρυτικά μέλη της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση-ΟΣΕ) κατά του πολέμου του Βιετνάμ και του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και τη Ζιμπάμπουε, τότε γνωστή ως Ροδεσία. Ο Ρόνι Κάσριλς είχε στρατολογήσει τον Τζον, μαζί με άλλους φοιτητές του LSE για να πάνε στη Νότια Αφρική. Έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία του όταν πήγε στη Νότια Αφρική για λογαριασμό του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC). Μετέφερε φυλλάδια κατά του καθεστώτος του απαρτχάιντ και «εκρηκτικά» που θα σκόρπιζαν τα φυλλάδια μακριά και ευρέως σε δημόσιους χώρους. Αν τον έπιαναν, ο Τζον απειλούνταν με δέκα χρόνια φυλακή.
Μετά την αποφοίτησή του από το LSE, ο Τζον έγινε επαγγελματικό στέλεχος του IS στο δυτικό Λονδίνο. Ήταν κεντρικός στην οργάνωση του κινήματος κατά του φασιστικού Εθνικού Μετώπου (NF) την δεκαετία του ‘70. Ξεκίνησε να εργάζεται στο Socialist Worker ως δημοσιογράφος το 1978. Δύο χρόνια αργότερα, διαδέχθηκε τον Κλιφ στη θέση του εκδότη και εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του SWP. Αργότερα εργάστηκε για πολλά χρόνια στο Southwark College οργανώνοντας απεργίες και δράσεις ενάντια στον πόλεμο του 2003 στο Ιράκ.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του ήταν στον αγώνα για μια ελεύθερη Παλαιστίνη και το εβραϊκό ζήτημα. Στην μπροσούρα του το 1986 με τίτλο «Ισραήλ: το κράτος-πειρατής» χαρακτήρισε το Ισραήλ “κράτος-τρομοκράτη” και επισήμανε την εργατική τάξη της Αιγύπτου ως το κλειδί για μια σοσιαλιστική επανάσταση σε όλη την περιοχή. Η άνευ όρων υπεράσπιση του δικαιώματος των Παλαιστινίων να αντιστέκονται έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να κερδίσει μια γενιά Αιγυπτίων ακτιβιστών στην επαναστατική πολιτική. Συνέβαλε στη δημιουργία ενός νέου επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 1990. Τα επιχειρήματα του Τζον έφτασαν επίσης σε ευρύτερα ακροατήρια στον αραβικό κόσμο μέσω μεταφράσεων ορισμένων από τα βασικά του έργα, όπως οι “Μύθοι του Σιωνισμού”.
Ο Τζον παρέμεινε παθιασμένα προσηλωμένος στον αγώνα για την εργατική εξουσία καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και συνέχισε να ανοίγει νέους πνευματικούς δρόμους μέχρι λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του, απηχώντας τις φωνές των απλών ανθρώπων που αγωνίζονται να αλλάξουν τον κόσμο».