Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ένα σοκ για ολόκληρο τον κόσμο. Ιδιαίτερη ανησυχία προκάλεσε στο φιλελεύθερο ιμπεριαλιστικό μπλοκ – τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας κύρια, που έχουν στενές συμμαχίες με τις ΗΠΑ.
Ο Φράνσις Φουκιουγιάμα έγινε διάσημος το 1989 όταν διακήρυξε ότι η κατάρρευση του Σταλινισμού αντιπροσώπευε το “Τέλος της Ιστορίας” καθώς ο φιλελεύθερος καπιταλισμός είχε θριαμβεύσει πάνω στους ανταγωνιστές του. Τώρα θρηνεί την «αποφασιστική απόρριψη του φιλελευθερισμού από τους Αμερικανούς ψηφοφόρους». Oι Financial Times διακήρυξαν: «Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί το τέλος της, υπό αμερικανική ηγεσία, μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης. Με τα λόγια ενός ανώτατου αξιωματούχου της ΕΕ: “Είναι πολύ, πολύ κακό για όλους… Δεν υπάρχουν νικητές. Εκτός ίσως από τον [Βλαντιμίρ] Πούτιν”».
Θρηνούν για το τέλος αυτού που σήμερα ονομάζεται «η στηριζόμενη σε κανόνες παγκόσμια τάξη». Στην πραγματικότητα αυτή η τάξη είχε κατασκευαστεί από τις ΗΠΑ μετά το 1945 με στόχο την συνένωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών σε μια συμμαχία που θα εξασκούσε, κάτω από αμερικανικό έλεγχο, την παγκόσμια κυριαρχία. Οι κανόνες της είχαν κατασκευαστεί από θεσμούς σαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΝΑΤΟ -που ελέγχονταν όλα από την Ουάσιγκτον.
Οι ΗΠΑ, όμως, δεν αντιμετώπισαν ποτέ αυτούς τους κανόνες σαν δεσμευτικούς για τις ίδιες. Το 2002, για παράδειγμα, το Κογκρέσο ψήφισε έναν νόμο που έδινε στον πρόεδρο των ΗΠΑ το δικαίωμα να εμποδίζει ακόμα και με στρατιωτική βία την παραπομπή Αμερικανών στρατιωτικών στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου. Έγινε γνωστό στον κόσμο σαν «Νόμος περί εισβολής στη Χάγη».
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η «στηριγμένη σε κανόνες παγκόσμια τάξη» έχει θρυμματιστεί μέσα στα τελευταία 20 χρόνια. Ο βασικός λόγος είναι μια σειρά από πλήγματα στην ηγεμονία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού – η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-9, οι ήττες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και η άνοδος ενός σοβαρού «ισότιμου ανταγωνιστή» - της Κίνας,
Η πρώτη θητεία του Τραμπ ήταν μια αντίδραση σε αυτές τις εξελίξεις. Αυτό ήταν και το νόημα του συνθήματος «Να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη». Η μέθοδός του ήταν να χρησιμοποιήσει τους δασμούς –«την πιο όμορφη λέξη στο λεξιλόγιο»- για να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους, σε βάρος φίλων και εχθρών, οι οποίοι, όπως πίστευε, κατέτρωγαν τις ΗΠΑ.
Ο Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να απαλύνει τα δεινά που είχε φορτώσει ο Τραμπ στους συμμάχους της Ουάσιγκτον. Αλλά είναι εντυπωσιακό πόσο συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του. Αυτό δεν είναι πουθενά πιο εμφανές από ότι στην περίπτωση της Κίνας, όπου κλιμάκωσε τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ.
Ένα λιγότερο γνωστό παράδειγμα έρχεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Αυτός δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 για να ανατρέψει αυτόν ακριβώς τον προστατευτισμό που υποστηρίζει ο Τραμπ. Οι ΗΠΑ ήταν στην αρχή ο πιο θερμός του υποστηρικτής. Η κυβέρνηση του Μπάιντεν, όμως, μπλόκαρε συστηματικά κάθε απόπειρα διορισμού νέων δικαστών στο Εφετείο του ΠΟΕ από τον φόβο ότι οι ετυμηγορίες του θα αντιστρατεύονταν την αμερικανική κυριαρχία.
Παρόλα αυτά, ο Μπάιντεν προσπάθησε να ξαναενώσει τους συμμάχους των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ για τις ανάγκες του πολέμου που έχουν ανοίξει, μέσω του αντιπροσώπου τους, της Ουκρανίας, ενάντια στη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ – η Βορειοατλαντική Συμμαχία- χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για τον συντονισμό της εκστρατείας της Ουάσιγκτον ενάντια στην Κίνα, στην περιοχή του Ειρηνικού.
Ο Τραμπ είναι διαβόητος για τον σκεπτικισμό του απέναντι στη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πιέσει την Ουκρανία να έρθει σε κάποια συμφωνία με τον Πούτιν η οποία θα αναγνωρίζει κάποιον έλεγχο της Ρωσίας πάνω στα εδάφη που έχει καταλάβει. Η εφημερίδα Washington Post ισχυρίστηκε ότι έχει ήδη μιλήσει με τον Πούτιν.
Το τι θα κάνει ο Τραμπ στις δυο άλλες ζώνες στις οποίες έχει επιτεθεί ο φιλελεύθερος ιμπεριαλισμός -στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ασία- είναι λιγότερο καθαρό. Κρατάει εχθρική στάση τόσο απέναντι στο Ιράν όσο και απέναντι στην Κίνα. Αλλά αυτό που ο ίδιος ονομάζει «πολιτική της συναλλαγής» για τις διεθνείς σχέσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει σαν μια σειρά από συμφωνίες, μπορεί να οδηγήσει σε εμπλοκή με την Κίνα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που όπως και η Κίνα, έχει και αυτή ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, έχει να φοβηθεί πολλά από τον Τραμπ. Έχει υποσχεθεί να αυξήσει τους δασμούς κατά 20%, κάτι που θα έχει σαν συνέπεια αυτό που ένας οικονομολόγος έχει αποκαλέσει παγκόσμιο «μακροοικονομικό σοκ». Οι Financial Times, όμως, κάνουν την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι «στον Τραμπ αρέσει να χρησιμοποιεί τις αγορές σαν μέτρο της δική του απόδοσης… Δεν γνωρίζουμε πως θα συμπεριφερθεί όταν βρεθεί αντιμέτωπος με την εχθρότητα των αγορών. Ενδέχεται να εξαναγκαστεί να επιστρέψει στην οικονομική συμβατικότητα».
Εν μέσω όλης αυτής της αβεβαιότητας ένα πράγμα είναι βέβαιο: η δεύτερη προεδρική θητεία του Τραμπ θα επιταχύνει την παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική πολυδιάσπαση καθώς τα κράτη θα προσπαθούν είτε να προστατευτούν είτε να διαπραγματευτούν για να κερδίσουν κάποια πλεονεκτήματα. Αυτό θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο την ηγεμονία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού – την οποία ο Τραμπ επιδιώκει να ενδυναμώσει.